αγγειοσυσπαστικό πεπτίδιο, Αγγειοτασίνη ΙΙ. Η Αγγειοτασίνη ΙΙ διεγείρει
την παραγωγή της αλδοστερόνης από τον επινεφριδιακό φλοιό.
Η αναστολή του ΜΕΑ έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων της
Αγγειοτασίνης ΙΙ, που συνεπάγεται μείωση της αγγειοσυσπαστικής
δραστηριότητας και ελάττωση έκκρισης της αλδοστερόνης. Η τελευταία
μείωση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της συγκέντρωσης του καλίου του
ορού.
Παρόλο που ο μηχανισμός, μέσω του οποίου η λισινοπρίλη μειώνει την
αρτηριακή πίεση, θεωρείται η καταστολή του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης, η λισινοπρίλη έχει αντιϋπερτασικό
αποτέλεσμα ακόμα και σε υπερτασικούς ασθενείς με χαμηλά επίπεδα
ρενίνης. Οι ΜΕΑ είναι ταυτόσημοι της κινινάσης ΙΙ, ένα ένζυμο το οποίο
αποδομεί την βραδυκινίνη. Παραμένει να διευκρινισθεί εάν τα αυξημένα
επίπεδα βραδυκινίνης, ένα ισχυρό αγγειοδιασταλτικό πεπτίδιο, παίζουν
ρόλο στις θεραπευτικές ιδιότητες της λισινοπρίλης.
Στη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, μελετήθηκε η επίδραση της
λισινοπρίλης στη θνησιμότητα και νοσηρότητα, συγκρίνοντας την υψηλή
δόση (32.5mg ή 35mg μία φορά την ημέρα) με μία χαμηλή δόση (2.5mg ή 5mg
μία φορά την ημέρα). Σε μία μελέτη 3.164 ασθενών, με διάμεση περίοδο
παρακολούθησης για τους επιζώντες ασθενείς 46 μήνες, η υψηλή δόση του
PRINIVIL προκάλεσε μείωση στο συνδυασμένο τελικό σημείο κατά 12% του
κινδύνου θνησιμότητας από όλες τις αιτίες και ενδονοσοκομειακής
νοσηλείας από όλες τις αιτίες (p=0,002) και μείωση κατά 8% του κινδύνου
θνησιμότητας από όλες τις αιτίες και ενδονοσοκομειακής νοσηλείας για
καρδιαγγειακά προβλήματα (p=0,036), σε σύγκριση με τη χαμηλή δόση.
Παρατηρήθηκε μείωση του κινδύνου θνησιμότητας από όλες τις αιτίες (8%,
p=0,128) και του κινδύνου θνησιμότητας από το καρδιαγγειακό (10%,
p=0,073). Σε μετανάλυση, ο αριθμός ενδονοσοκομειακών νοσηλειών για
καρδιακή ανεπάρκεια μειώθηκε κατά 24% (P=0,0029) στους ασθενείς που
έλαβαν υψηλή δόση λισινοπρίλης σε σύγκριση με αυτούς που έλαβαν
χαμηλή δόση. Τα πλεονεκτήματα όσον αφορά στα συμπτώματα ήταν
παρόμοια στους ασθενείς με υψηλές και χαμηλές δόσεις λισινοπρίλης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι η συνολική εικόνα των
ανεπιθύμητων ενεργειών για τους ασθενείς που έλαβαν υψηλή ή χαμηλή
δόση λισινοπρίλης ήταν παρόμοια ως προς τη φύση και τον αριθμό.
Αναμενόμενα συμβάντα που προκύπτουν από την αναστολή του ΜΕΑ, όπως
υπόταση ή τροποποίηση της νεφρικής λειτουργίας, ήταν αντιμετωπίσιμα και
σπάνια οδήγησαν σε διακοπή της θεραπείας. Ο βήχας ήταν λιγότερο συχνός
στους ασθενείς που έλαβαν υψηλή δόση λισινοπρίλης σε σύγκριση με
αυτούς που έλαβαν χαμηλή δόση.
Στη μελέτη GISSI-3, στην οποία χορηγήθηκε 2x2 παραγοντικός σχεδιασμός,
συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα της χορήγησης λισινοπρίλης και της
τρινιτρικής γλυκερίνης, σαν μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό έναντι ελέγχου,
για 6 εβδομάδες, σε 19.394 ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε η θεραπεία
μέσα σε 24 ώρες μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, με το PRINIVIL
παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική μείωση της θνησιμότητας κατά 11%
έναντι του εικονικού φαρμάκου (p=0,03). H μείωση του κινδύνου με
τρινιτρική γλυκερίνη δεν ήταν σημαντική, αλλά στην ομάδα που ελάμβανε