Tα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι το συνολικό προφίλ των
ανεπιθύμητων ενεργειών για τους ασθενείς που έλαβαν υψηλή ή χαμηλή δόση
Zestril ήταν παρόμοια ως προς τη φύση και τον αριθμό.
Aναμενόμενα συμβάντα που προκύπτουν από την αναστολή του MEA, όπως
υπόταση ή μεταβολή της νεφρικής λειτουργίας, ήταν εύκολα στην
αντιμετώπιση και σπάνια οδήγησαν σε διακοπή της θεραπείας. O βήχας ήταν
λιγότερο συχνός στους ασθενείς που έλαβαν υψηλή δόση Zestril σε σύγκριση
με αυτούς που έλαβαν χαμηλή δόση.
Στη μελέτη GISSI-3, στην οποία χρησιμοποιήθηκε 2x2 παραγοντικός σχεδιασμός
για τη σύγκριση της δράσης του Zestril και της τρινιτρικής γλυκερόλης, ως
μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό για 6 εβδομάδες έναντι ομάδας ελέγχου, σε
19.394 ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε η θεραπεία μέσα σε 24 ώρες από
την έναρξη των συμπτωμάτων του Οξέος Εμφράγματος του Μυοκαρδίου, το
Zestril οδήγησε σε στατιστικά σημαντική μείωση του κινδύνου θνησιμότητας
κατά 11% σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (2p=0,03). Η μείωση του κινδύνου
στην ομάδα που ελάμβανε τρινιτρική γλυκερόλη δεν ήταν σημαντική, ωστόσο
στην ομάδα που ελάμβανε το συνδυασμό του Zestril με την τρινιτρική γλυκερόλη
παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του κινδύνου θνησιμότητας κατά 17% σε
σχέση με την ομάδα ελέγχου (2ρ=0,002). Στις υπο-ομάδες των ηλικιωμένων
(ηλικία > 70 ετών) και στις γυναίκες προκαθορισμένοι ως ασθενείς με υψηλό
κίνδυνο θνησιμότητας, παρατηρήθηκε σημαντικό όφελος στο συνδυασμένο
τελικό σημείο της θνησιμότητας και της καρδιακής λειτουργίας. Στο
συνδυασμένο αυτό τελικό σημείο παρατηρήθηκε σημαντικό όφελος για τις
ομάδες ασθενών που ελάμβαναν Zestril ή συνδυασμό Zestril και τρινιτρικής
γλυκερόλης για 6 εβδομάδες, σε όλους τους ασθενείς, περιλαμβανομένων και
των υπο-ομάδων ασθενών υψηλού κινδύνου, και στους 6 μήνες,
καταδεικνύοντας την προφυλακτική δράση του Zestril. Όπως θα αναμενόταν και
με κάθε αγγειοδιασταλτική θεραπεία, αυξημένη συχνότητα υπότασης και
διαταραχής της νεφρικής λειτουργίας σχετίστηκαν με το Zestril, χωρίς να
προκύπτει αναλογική αύξηση της θνησιμότητας.
Σε μια διπλά-τυφλή, τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική μελέτη η οποία συνέκρινε
το Zestril με έναν ανταγωνιστή διαύλων ασβεστίου σε 335 υπερτασικούς
ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 με αρχόμενη νεφροπάθεια χαρακτηριζόμενη από
μικρολευκωματινουρία, το Zestril 10 mg-20 mg χορηγούμενο μια φορά την ημέρα,
για 12 μήνες, μείωσε τη συστολική/διαστολική αρτηριακή πίεση κατά 13/10 mm
Hg και το ρυθμό απέκκρισης της λευκωματίνης στα ούρα κατά 40%. Όταν
συγκρίθηκε με την ομάδα ασθενών που ελάμβανε ανταγωνιστή διαύλων
ασβεστίου, η μείωση της αρτηριακής πίεσης ήταν περίπου η ίδια με την ομάδα
ασθενών που ελάμβανε Zestril, αλλά στην ομάδα του Zestril παρατηρήθηκε
μεγαλύτερη μείωση του ρυθμού απέκκρισης λευκωματίνης από τα ούρα,
δείχνοντας ότι ο μηχανισμός αναστολής του ΜΕΑ με το Zestril μειώνει την
μικρολευκωματινουρία δρώντας απευθείας στο νεφρικό ιστό και, επιπρόσθετα
του αντιυπερτασικού αποτελέσματος.
Η θεραπεία με τη λισινοπρίλη δεν επηρεάζει τον γλυκαιμικό έλεγχο όπως
φαίνεται από την απουσία σημαντικής επίδρασης στα επίπεδα της
γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c).
17