Εξετάσεις αίματος (διαφορική μέτρηση, παράμετροι ηπατικής λειτουργίας όπως
ALT ή AST, κρεατινίνη ορού) και έλεγχος της κατάστασης του ουροποιητικού
[με την χρήση στικ εμβύθισης (dip-stick)] πρέπει να διενεργούνται πριν και κατά
τη διάρκεια της θεραπείας, ανάλογα με τη κρίση του θεράποντος γιατρού. Ως
κατευθυντήρια γραμμή, οι δοκιμασίες παρακολούθησης συνιστάται να γίνονται
14 ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια να γίνονται άλλες
δύο έως τρεις δοκιμασίες σε μεσοδιαστήματα των 4 εβδομάδων.
Εάν τα ευρήματα είναι φυσιολογικά, οι δοκιμασίες παρακολούθησης πρέπει να
διενεργούνται κάθε τρεις μήνες. Εάν παρουσιαστούν επιπλέον συμπτώματα, οι
δοκιμασίες αυτές πρέπει να διενεργούνται άμεσα.
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία.
Το ορθικό εναιώρημα Salofalk 4 g/60 ml δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Η νεφρική τοξικότητα που προκαλείται
από τη μεσαλαζίνη πρέπει να εξετάζεται, όταν η νεφρική λειτουργία
επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι ασθενείς με πνευμονική νόσο, ιδιαίτερα με άσθμα, πρέπει να
παρακολουθούνται πολύ προσεκτικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας με το
ορθικό εναιώρημα Salofalk 4 g/60 ml.
Οι ασθενείς με ιστορικό ανεπιθύμητων αντιδράσεων σε σκευάσματα που
περιέχουν σουλφασαλαζίνη πρέπει να βρίσκονται κάτω από στενή ιατρική
επιτήρηση κατά την έναρξη σχήματος θεραπείας με το ορθικό εναιώρημα Salofalk
4 g/60 ml. Εάν το ορθικό εναιώρημα Salofalk 4 g/60 ml προκαλέσει οξείες
αντιδράσεις δυσανεξίας, όπως κοιλιακές κράμπες, οξύ κοιλιακό άλγος, πυρετό,
έντονη κεφαλαλγία και εξάνθημα, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται αμέσως.
Το ορθικό εναιώρημα Salofalk 4 g/60 ml, λόγω του ότι περιέχει μεταθειώδες
κάλιο, μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις με αναφυλακτικά
συμπτώματα και βρογχική στένωση (βρογχόσπασμο) σε ευαίσθητους ασθενείς,
ιδιαίτερα σε αυτούς με άσθμα ή με ιστορικό αλλεργιών.
Λόγω του ότι το προϊόν περιέχει βενζοϊκό νάτριο, μπορεί να προκαλέσει
αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε ασθενείς με κατάλληλη προδιάθεση, με τη
μορφή ερεθισμού του δέρματος, των οφθαλμών και των βλεννογόνων
μεμβρανών.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ειδικές μελέτες αλληλεπιδράσεων.
Σε ασθενείς, οι οποίοι λαμβάνουν ταυτόχρονα αζαθειοπρίνη, 6-
μερκαπτοπουρίνη ή θειογουανίνη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μια πιθανή
αύξηση της μυελοκατασταλτικής επίδρασης της αζαθειοπρίνης, της 6-
μερκαπτοπουρίνης ή της θειογουανίνης.
Υπάρχει μια ασθενής ένδειξη ότι η μεζαλαζίνη μπορεί να μειώσει την
αντιπηκτική δράση της βαρφαρίνης.
4.6 Γονιμότητα, κ ύηση και γαλουχία