δύο νουκλεοσιδικών αναλόγων και ενός αναστολέα πρωτεάσης, είναι περισσότερο δραστικοί
στην αναστολή κυτταροπαθολογικών επιδράσεων οφειλόμενων στον HIV-1, από ότι ένα ή
δύο φάρμακα σε συνδυασμό.
Αντοχή στα ανάλογα θυμιδίνης (ένα εκ των οποίων είναι το AZT), είναι γνωστή και
αποδίδεται από τη σταδιακή συνάθροιση έως 6 ειδικών μεταλλάξεων στην αντίστροφη
μεταγραφάση του HIV στα κωδικόνια 41, 67, 70, 210, 215 και 219. Οι ιοί αποκτούν
φενοτυπική αντίσταση στα ανάλογα της θυμιδίνης μέσω συνδυασμού μεταλλάξεων στα
κωδικόνια 41 και 215, ή από την συνάθροιση τουλάχιστον 4 έως 6 μεταλλάξεων. Αυτές οι
μεταλλάξεις των αναλόγων θυμιδίνης από μόνες τους δεν προκαλούν διασταυρούμενη
αντίσταση υψηλού επιπέδου σε κανένα από τα άλλα νουκλεοσίδια, επιτρέποντας έτσι την
επακόλουθη χρήση άλλων εγκεκριμένων αναστολέων μεταγραφάσης.
Δύο τρόποι μεταλλάξεων πολυφαρμακευτικής αντίστασης, ο πρώτος χαρακτηριζόμενος από
μεταλλάξεις της αντίστροφης μεταγραφάσης του HIV στα κωδικόνια 62, 75, 77, 116 και 151
και ο δεύτερος που αφορά σε μία Τ69S μετάλλαξη και εισαγωγή ενός ζεύγους 6-βάσεων
στην ίδια θέση, έχουν σαν αποτέλεσμα ανάπτυξη φενοτυπικής αντίστασης στο AZT, όπως
επίσης και σε άλλους εγκεκριμένους νουκλεοσιδικούς αναστολείς της αντίστροφης
μεταγραφάσης. Ο κάθε ένας από αυτούς τους δύο τρόπους μεταλλάξεων
πολυνουκλεοσιδικής αντοχής περιορίζει σημαντικά τις μελλοντικές θεραπευτικές επιλογές.
Στην Αμερικάνικη μελέτη ACTG076 το Retrovir φάνηκε να είναι αποτελεσματικό στη μείωση
της συχνότητας μετάδοσης του HIV-1 από τη μητέρα στο έμβρυο (23 % συχνότητα μόλυνσης
με το εικονικό φάρμακο έναντι 8 % με τη ζιδοβουδίνη), όταν χορηγείται σε οροθετικές
εγκύους γυναίκες (μετά την 14η εβδομάδα κυήσεως) και στα νεογέννητα βρέφη τους (2mg/ml
κάθε 6 ώρες) ηλικίας μέχρι 6 εβδομάδων. Στην μικρότερης διάρκειας μελέτη Τhailand CDC
ΤΟΥ 1998, η χρήση μόνο από του στόματος θεραπείας με Retrovir, (300mg δύο φορές την
ημέρα) από την 36η εβδομάδα της κυήσεως μέχρι την γέννηση, επίσης μείωσε σημαντικά η
συχνότητα της μετάδοσης του HIV από τη μητέρα στο έμβρυο (19 % συχνότητα μόλυνσης με
το εικονικό φάρμακο έναντι 9 % με τη ζιδοβουδίνη).
Αυτά τα στοιχεία και τα στοιχεία από δημοσιευμένη μελέτη στην οποία συγκρίθηκαν σχήματα
με ζιδοβουδίνη στην πρόληψη της μετάδοσης του HIV από τη μητέρα στο έμβρυο, έδειξαν
ότι βραχείας διάρκειας θεραπεία στη μητέρα (από την 36η εβδομάδα της κυήσεως) είναι
λιγότερο αποτελεσματική από μεγαλύτερης διάρκειας θεραπεία στη μητέρα (από την 14η -
34η εβδομάδα της κυήσεως) ως προς τη μείωση της περινεογνικής μετάδοσης του HIV.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Ενήλικες
Απορρόφηση
Η ζιδοβουδίνη απορροφάται καλά από το έντερο και σε όλα τα δοσολογικά επίπεδα που
μελετήθηκαν, η βιοδιαθεσιμότητά του ήταν από 60 έως 70 %. Από μία μελέτη
βιοϊσοδυναμίας, οι μέσες σε κατάσταση ισορροπίας τιμές (CV%) για C[ss]max, C[ss]min και
AUC[ss] σε 16 ασθενείς που έλαβαν δισκία ζιδοβουδίνης 300mg δύο φορές την ημέρα ήταν
8.57 (54%) microM (2.29 μg/ml), 0.08 (96%) microM (0.02 μg/ml) και 8.39 (40%) h*microM
(2.24 h*μg/ml) αντίστοιχα.
Κατανομή
Aπό μελέτες που έγιναν με ενδοφλέβια χορήγηση Retrovir, προκύπτει ότι ο τελικός χρόνος
ημιζωής της στο πλάσμα ήταν περίπου 1,1 ώρες, ο μέσος ρυθμός ολικής σωματικής
κάθαρσης ήταν 27,1 ml/min/kg και ο φαινόμενος όγκος κατανομής ήταν 1,6 Litres/kg.
Στους ενήλικες, η μέση αναλογία του βαθμού συγκέντρωσης της ζιδοβουδίνης σε
12