Μια μικρή αύξηση του C
max
(28%) παρατηρήθηκε για τη ζιδοβουδίνη όταν
χορηγείται με λαμιβουδίνη, παρόλο που η έκθεση στο φάρμακο (AUC) δεν
αλλάζει σημαντικά. Η ζιδοβουδίνη δεν είχε επίδραση στη φαρμακοκινητική
της λαμιβουδίνης.
Σε ορισμένους ασθενείς που λαμβάνουν Retrovir, έχουν αναφερθεί χαμηλά
επίπεδα φαινυτοΐνης στο αίμα, ενώ σε έναν ασθενή παρατηρήθηκαν υψηλά
επίπεδα. Οι παρατηρήσεις αυτές δείχνουν ότι τα επίπεδα της φαινυτοΐνης
πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά στους ασθενείς που λαμβάνουν
ταυτόχρονα τα δύο αυτά φάρμακα.
Ατοβακουόνη
: η ζιδοβουδίνη δεν φαίνεται να επηρεάζει τη φαρμακοκινητική
της ατοβακουόνης. Ωστόσο φαρμακοκινητικά δεδομένα έχουν δείξει ότι η
ατοβακουόνη φαίνεται να μειώνει το ρυθμό μεταβολισμού της ζιδοβουδίνης
στο γλουκορινικό μεταβολίτη της (η AUC της ζιδοβουδίνης σε
σταθεροποιημένη κατάσταση αυξήθηκε κατά 33% και η μέγιστη συγκέντρωση
του γλουκορονιδίου στο πλάσμα μειώθηκε κατά 19%). Σε δοσολογίες
ζιδοβουδίνης 500 ή 600 mg/ημερησίως φαίνεται απίθανο ότι η ταυτόχρονη
χορήγηση τριών εβδομάδων ατοβακουόνης για τη θεραπεία της οξείας PCP
θα οδηγούσε σε αύξηση της συχνότητας ανεπιθύμητων ενεργειών
οφειλόμενων στις υψηλότερες συγκεντρώσεων ζιδοβουδίνης στο πλάσμα.
Επιπλέον μέριμνα πρέπει να ληφθεί στην παρακολούθηση των ασθενών που
λαμβάνουν παραταταμένη αγωγή με ατοβακουόνη.
Το βαλπροϊκό οξύ, η φλουκοναζόλη, ή η μεθαδόνη όταν συγχορηγούνται με
ζιδοβουδίνη έδειξαν μία αύξηση του AUC με αντίστοιχη μείωση στην κάθαρση
της ζιδοβουδίνης. Λόγω των περιορισμένων στοιχείων, η κλινική σημασία
αυτών των ευρημάτων παραμένει άγνωστη, αλλά εάν η ζιδοβουδίνη
συγχορηγείται με βαλπροϊκό οξύ, φλουκοναζόλη ή μεθαδόνη, οι ασθενείς θα
πρέπει να παρακολουθούνται στενά για πιθανή τοξικότητα από ζιδοβουδίνη.
Παροξύνσεις αναιμίας λόγω ριμπαβιρίνης έχουν αναφερθεί όταν
συγχορηγήθηκε ζιδοβουδίνη ως μέρος σχήματος για την αντιμετώπιση του HIV
αν και ο ακριβής μηχανισμός απομένει να διευκρινισθεί. Η συγχορήγηση
ριμπαβιρίνης και ζιδοβουδίνης δεν συνιστάται λόγω αυξημένου κινδύνου
αναιμίας (βλέπε παράγραφο 4.4). Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο
αντικατάστασης της ζιδοβουδίνης σε ένα συνδυασμένο σχήμα αντιρετροϊκής
θεραπείας εάν αυτό ήδη χορηγείται. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε
ασθενείς με γνωστό ιστορικό αναιμίας από ζιδοβουδίνη.
Η ταυτόχρονη θεραπεία, ιδιαίτερα η θεραπεία εφόδου, με δυνητικώς
νεφροτοξικά ή μυελοκατασταλτικά φάρμακα (π.χ. συστηματική χορήγηση
πενταμιδίνης, δαψόνης, πυριμεθαμίνης, κο-τριμοξαζόλης, αμφοτερικίνης,
φλουκυτοκίνης, γκανκυκλοβίρης, ιντερφερόνης, βινκριστίνης, βινμπλαστίνης
και δοξορουμπισίνης) μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο πρόκλησης
ανεπιθύμητων ενεργειών από τη ζιδοβουδίνη. Εάν η συγχορήγηση με
οποιοδήποτε από αυτά τα φάρμακα κριθεί απαραίτητη, τότε πρέπει να
λαμβάνονται επιπλέον μέτρα ελέγχου της νεφρικής λειτουργίας και των
αιματολογικών παραμέτρων και εφόσον χρειασθεί θα πρέπει να μειωθεί η
δοσολογία ενός ή περισσοτέρων παραγόντων.