Χρειάζεται προσοχή όταν χορηγείται ζιδοβουδίνη σε οποιοδήποτε ασθενή
(ιδιαίτερα σε παχύσαρκες γυναίκες) με ηπατομεγαλία, ηπατίτιδα ή άλλους
γνωστούς παράγοντες κινδύνου για ηπατική νόσο και ηπατική στεάτωση
(συμπεριλαμβανομένων ορισμένων φαρμακευτικών προϊόντων και αλκοόλης). Οι
ασθενείς που έχουν επίσης μολυνθεί από ηπατίτιδα C και κάνουν θεραπεία με
ιντερφερόνη άλφα και ριμπαβιρίνη μπορεί να απoτελούν ομάδα ιδιαίτερου
κινδύνου.
Ασθενείς που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Μιτοχονδριακή δυσλειτουργία μετά από ενδομήτρια έκθεση
: Τα νουκλεοσιδικά και
νουκλεοτιδικά ανάλογα ενδέχεται να επηρεάσουν τη μιτοχονδριακή λειτουργία σε
ποικίλο βαθμό το οποίο είναι εντονότερο με τη σταβουδίνη, διδανοσίνη και
ζιδοβουδίνη. Έχει αναφερθεί μιτοχονδριακή δυσλειτουργία σε HIV-αρνητικά βρέφη
α οποία είχαν εκτεθεί ενδομήτρια και/ή μετά τη γέννηση σε νουκλεοσιδικά
ανάλογα. Οι αναφορές αυτές αφορούσαν κυρίως στη θεραπεία με θεραπευτικά
σχήματα που περιείχαν ζιδοβουδίνη. Οι κύριες ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες
αναφέρθηκαν είναι αιματολογικές διαταραχές (αναιμία, ουδετεροπενία) και
μεταβολικές διαταραχές (υψηλό επίπεδο γαλακτικού οξέος στο αίμα, υψηλό
επίπεδο λιπάσης στο αίμα). Οι ενέργειες αυτές συχνά ήταν παροδικές. Έχουν
αναφερθεί σπάνια νευρολογικές διαταραχές όψιμης έναρξης (υπερτονία, σπασμοί,
μη φυσιολογική συμπεριφορά). Δεν είναι γνωστό επί του παρόντος αν τέτοιες
νευρολογικές διαταραχές είναι παροδικές ή μόνιμες. Τα ευρήματα αυτά θα πρέπει
να λαμβάνονται υπόψη για οποιοδήποτε παιδί που εκτέθηκε ενδομήτρια σε
νουκλεοσιδικά και νουκλεοτιδικά ανάλογα, το οποίο παρουσιάζει σοβαρά κλινικά
ευρήματα αγνώστου αιτιολογίας, ιδίως νευρολογικά ευρήματα. Τα ευρήματα αυτά
δεν επηρεάζουν τις παρούσες εθνικές συστάσεις για τη χρήση αντιρετροϊκής
θεραπείας σε έγκυες γυναίκες προκειμένου να προληφθεί η κάθετη μετάδοση του
ιού HIV.
Λιποατροφία:
Η θεραπεία με ζιδοβουδίνη έχει συσχετιστεί με απώλεια υποδόριου
λίπους, η οποία έχει συνδεθεί με μιτοχονδριακή τοξικότητα. Η συχνότητα
εμφάνισης και η σοβαρότητα της λιποατροφίας σχετίζονται με την αθροιστική
έκθεση. Αυτή η απώλεια λίπους, η οποία είναι περισσότερο έκδηλη στο πρόσωπο,
στα άκρα και στους γλουτούς, ενδέχεται να μην είναι αναστρέψιμη ύστερα από
μετάβαση σε ένα σχήμα που δεν περιέχει ζιδοβουδίνη. Οι ασθενείς θα πρέπει να
αξιολογούνται τακτικά για σημεία λιποατροφίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας
με ζιδοβουδίνη και προϊόντα που περιέχουν ζιδοβουδίνη (Combivir και Trizivir). Εάν
υπάρχει υποψία για ανάπτυξη λιποατροφίας, θα πρέπει να γίνεται μετάβαση σε ένα
εναλλακτικό θεραπευτικό σχήμα.
Σωματικό βάρος και μεταβολικές παράμετροι:
Κατά τη διάρκεια της αντιρετροϊκής
θεραπείας ενδέχεται να παρουσιαστεί αύξηση του σωματικού βάρους καθώς και
των επιπέδων των λιπιδίων και της γλυκόζης στο αίμα. Οι αλλαγές αυτές μπορεί,
εν μέρει, να συνδέονται με τον έλεγχο της νόσου και τον τρόπο ζωής. Αναφορικά
με τα λιπίδια, σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν ενδείξεις για επίδραση της
θεραπείας, ενώ όσον αφορά την αύξηση του σωματικού βάρους δεν υπάρχουν
ισχυρές ενδείξεις που να τη συσχετίζουν με οποιαδήποτε συγκεκριμένη θεραπεία. Η
παρακολούθηση των λιπιδίων και της γλυκόζης στο αίμα πρέπει να βασίζεται στις