Η ζιδοβουδίνη είναι ένας αντιιικός παράγοντας, που είναι εξαιρετικά
δραστικός
in vitro
έναντι των ρετροϊών, συμπεριλαμβανομένου και του ιού
της Ανοσολογικής Ανεπάρκειας του Ανθρώπου (HIV).
Η ζιδοβουδίνη φωσφορυλιώνεται, τόσο στα μολυσμένα όσο και στα μη-
μολυσμένα κύτταρα από την κυτταρική κινάση της θυμιδίνης, στο
μονοφωσφορικό (ΜΡ) παράγωγό του. Η επακόλουθη φωσφορυλίωση
της ζιδοβουδίνης-MP στο διφωσφορικό (DP) και στη συνέχεια στο
τριφωσφορικό (ΤΡ) παράγωγό του καταλύεται από τη κυτταρική
θυμιδυλική κινάση και από μη ειδικές κινάσες, αντίστοιχα. Η
ζιδοβουδίνη-TP δρα ως αναστολέας και ως υπόστρωμα της ιικής
ανάστροφης μεταγραφάσης. Ο περαιτέρω σχηματισμός προ-ιικού
DNA αναστέλλεται με την ενσωμάτωση της ζιδοβουδίνης-MP στην
άλυσο και με τον επακόλουθο τερματισμό της αλύσου. O
ανταγωνισμός της ζιδοβουδίνης-ΤΡ για την HIV ανάστροφη
μεταγραφάση είναι περίπου 100 φορές μεγαλύτερος, απ’ ό,τι για την
κυτταρική DNA πολυμεράση άλφα.
Κλινική ιoλογία
Οι σχέσεις μεταξύ της
in vitro
ευαισθησίας του HIV στη ζιδοβουδίνη και της
κλινικής ανταπόκρισης στην θεραπεία, ερευνάται ακόμη. Ο έλεγχος της
ευαισθησίας
in vitro
δεν έχει τυποποιηθεί και επομένως τα αποτελέσματα
είναι δυνατόν να ποικίλουν ανάλογα με τη μέθοδο. Μειωμένη
in vitro
ευαισθησία στη ζιδοβουδίνη έχει αναφερθεί για απομονωθέντα στελέχη του
HIV από ασθενείς που είχαν λάβει μακροχρόνια θεραπεία με Retrovir. Τα
υπάρχοντα στοιχεία υποδεικνύουν ότι για HIV νόσο σε πρώιμο στάδιο, η
συχνότητα και ο βαθμός μείωσης της
in vitro
ευαισθησίας είναι αισθητά
μικρότερος από ότι σε προχωρημένο στάδιο της νόσου.
H μείωση της ευαισθησίας και εμφάνιση ανθεκτικών στελεχών στη
ζιδοβουδίνη περιορίζει την κλινική χρησιμότητα της μονοθεραπείας με
ζιδοβουδίνης. Τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών υποδεικνύουν ότι η
ζιδοβουδίνη, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με λαμιβουδίνη και επίσης με διδανοσίνη
ή ζαλκιταβίνη, έχει ως αποτέλεσμα μία σημαντική μείωση του κινδύνου της
εξέλιξης της νόσου και της θνησιμότητας. Η προσθήκη ενός αναστολέα
πρωτεάσης σε ένα συνδυασμό ζιδοβουδίνης και λαμιβουδίνης, απεδείχθη ότι
παρέχει επιπρόσθετο όφελος στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και
στη βελτίωση της επιβίωσης σε σχέση με το διπλό συνδυασμό μόνο του.
Μελετάται η in-vitro αντι-ιική δραστικότητα διαφόρων συνδυασμών αντιιικών
παραγόντων. Κλινικές και in vitro μελέτες ζιδοβουδίνης σε συνδυασμό με
λαμιβουδίνη υποδεικνύουν ότι τα ιικά στελέχη που είναι ανθεκτικά στη
ζιδοβουδίνη, μπορεί να γίνουν ευαίσθητα στη ζιδοβουδίνη όταν ταυτόχρονα
αποκτούν αντοχή στη λαμιβουδίνη. Επίσης έχει αποδειχθεί κλινικά ότι η
ζιδοβουδίνη, σε συνδυασμό με λαμιβουδίνη επιβραδύνει την εμφάνιση αντοχής
στη ζιδοβουδίνη, σε ασθενείς που δεν έχουν λάβει ξανά αντιρετροϊκά
φάρμακα.
Δεν παρατηρήθηκαν ανταγωνιστικές επιδράσεις in vitro με ζιδοβουδίνη και
άλλα αντιρετροϊκά (εξετασθέντες παράγοντες: αβακαβίρη, διδανοσίνη,
λαμιβουδίνη και ιντερφερόνη άλφα).