Ηλικιωμένα άτομα, μικρά παιδιά, ασθενείς με ηπατική διαταραχή, με χρόνια
κατανάλωση αλκοόλ ή με χρόνιο υποσιτισμό, καθώς και ασθενείς στους οποίους
συγχορηγούνται φάρμακα που επάγουν ένζυμα βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο
δηλητηρίασης, συμπεριλαμβανομένης μοιραίας κατάληξης.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα από υπερβολική δόση Lonalgal
®
είναι όμοια με τα συμπτώματα από
υπερβολική δόση των μεμονωμένων ουσιών λαμβανομένων χωριστά.
Παρακεταμόλη
Τα συμπτώματα φυσιολογικά εμφανίζονται τις πρώτες 24 ώρες και περιλαμβάνουν
ωχρότητα, ναυτία, έμετος, ανορεξία και κοιλιακό άλγος. Οι ασθενείς μπορεί τότε να
εμφανίσουν μια προσωρινή υποκειμενική βελτίωση, αλλά παραμένει ένα ελαφρύ
κοιλιακό άλγος ως ένδειξη ηπατικής βλάβης.
Μεμονωμένη λήψη παρακεταμόλης περίπου 6 g ή περισσότερο σε ενήλικες ή 140
mg/kg σε παιδιά προκαλεί ηπατοκυτταρική νέκρωση. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε
πλήρη μη αντιστρεπτή νέκρωση και στη συνέχεια σε ηπατική ανεπάρκεια,
μεταβολική οξέωση και εγκεφαλοπάθεια, η οποία μπορεί με τη σειρά της να εξελιχθεί
σε κώμα και θάνατο. Παράλληλες αυξήσεις στις ηπατικές τρανσαμινάσες (AST, ALT),
στη γαλακτική αφυδρογονάση και τη χολερυθρίνη και μια αύξηση στο χρόνο της
προθρομβίνης, που συμβαίνει 12-48 ώρες μετά την λήψη, έχουν παρατηρηθεί. Τα
κλινικά συμπτώματα από βλάβη του ήπατος είναι φυσιολογικά εμφανή μετά από 2
ημέρες και φτάνουν στο μέγιστο μετά από 4-6 ημέρες.
Οξεία νεφρική ανεπάρκεια με οξεία σωληναριακή νέκρωση μπορεί να αναπτυχθεί
ακόμα και σε απουσία σημαντικής βλάβης του ήπατος. Άλλα μη ηπατικά
συμπτώματα όπως μυοκαρδιακές ανωμαλίες και πανκρεατίτιδα έχουν επίσης
αναφερθεί ότι συμβαίνουν μετά από υπερβολική δόση παρακεταμόλης.
Κωδεΐνη
Τα συμπτώματα από υπερδοσολογία με οπιούχα εξαιτίας της περιεχόμενης κωδεΐνης
του Lonalgal
®
αναμένεται να εμφανισθούν νωρίτερα από τα σημεία τοξικότητας της
παρακεταμόλης.
Το χαρακτηριστικό της υπερδοσολογίας με κωδεΐνη είναι η καταστολή της
αναπνευστικής λειτουργίας. Επίσης, έχει παρατηρηθεί μύση ενώ οι κόρες με πολύ
έντονη μύση είναι παθογνωμονικές. Επίσης, μπορεί να συνοδεύονται από νυσταγμό,
εξελισσόμενο σε λήθαργο και κώμα, με έμετο, κεφαλαλγία, κατακράτηση ούρων και
κοπράνων, μερικές φορές συμπεριλαμβανομένης βραδυκαρδίας και με μείωση στην
αρτηριακή πίεση. Επιληπτικές κρίσεις συμβαίνουν περιστασιακά, κυρίως σε παιδιά.
Η εκδήλωση άπνοιας μπορεί να είναι μοιραία.
Θεραπεία
Όταν υπάρχει υποψία δηλητηρίασης με παρακεταμόλη, ενδείκνυται ενδοφλέβια
χορήγηση ουσιών που είναι δότες σουλφυδρυλομάδας, όπως η Ν-ακετυλοκυστεΐνη,
εντός των πρώτων 10 ωρών μετά την λήψη. Παρόλο που η Ν-ακετυλοκυστεΐνη είναι
πιο αποτελεσματική εάν ξεκινήσει μέσα σε αυτή την περίοδο, μπορεί ακόμα να
προσφέρει σε κάποιο βαθμό προστασία εάν δοθεί έως 48 ώρες μετά την λήψη· σε
αυτήν την περίπτωση, λαμβάνεται για περισσότερο χρονικό διάστημα.
Η συγκέντρωση πλάσματος της παρακεταμόλης μπορεί να μειωθεί με αιμοδιΰλυση.
Συνιστάται προσδιορισμός της συγκέντρωσης πλάσματος της παρακεταμόλης.
7