εξάωρο, από του στόματος, για 7-10 ημέρες. ΄Ηπιες μορφές κολίτιδας μπορεί
να ανταποκριθούν σε μόνη διακοπή της Κλινδαμυκίνης. ΄Εχει αποδειχθεί ότι οι
ρητίνες χολυστεραμίνη και κολεστιπόλη δεσμεύουν την τοξίνη του C. difficile
in vitro και ότι η χολεστυραμίνη είναι αποτελεσματική στη θεραπεία ορισμένων
ήπιων μορφών της κολίτιδας από αντιβιοτικά. Δεσμεύει όμως και τη
βανκομυκίνη, γι΄αυτό όταν χρησιμοποιούνται συγχρόνως χολεστυραμίνη και
βανκομυκίνη, η χορήγησή τους πρέπει να γίνεται χωριστά, με διαφορά
τουλάχιστον δύο ώρες.
-Σε περίπτωση τυχαίας επαφής με ευαίσθητες επιφάνειες (οφθαλμός,
διαβρωμένο δέρμα, βλεννογόνοι), ξεπλύνετε τις επιφάνειες που ήρθαν σε
επαφή με άφθονο δροσερό νερό.
-Το διάλυμα Κλυνδαμυκίνη περιέχει ισοπροπυλική αλκοόλη, που μπορεί να
προκαλέσει ερεθισμό στους βλενογόννους. Σε περίπτωση ερεθισμού πρέπει
να διακόπτεται η εφαρμογή του φαρμάκου.
-Το διάλυμα αυτό έχει δυσάρεστη γεύση, και θα πρέπει να δίνεται προσοχή
όταν χρησιμοποιείται γύρω από το στόμα.
-Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα σε παιδιά κάτω των 12 ετών, δεν έχει
αποδειχθεί.
-Ιδιαίτερη προσοχή κατά τη χρήση του φαρμάκου απαιτείται σε αλλεργικά
άτομα.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Έχει αποδειχθεί ότι η Κλινδαμυκίνη έχει ιδιότητες νευρομυϊκού αποκλεισμού οι
οποίες μπορεί να ενισχύσουν τη δράση άλλων νευρομυϊκών αποκλειστών.
Ως εκ τούτου θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που
λαμβάνουν τέτοιους παράγοντες.
΄Εχει διαπιστωθεί ανταγωνισμός μεταξύ Κλινδαμυκίνης και ερυθρομυκίνης.
Επιτρέπεται η ταυτόχρονη εφαρμογή Κλινδαμυκίνης με άλλα φάρμακα της
ακμής, όμως θα πρέπει να εφαρμόζονται διαφορετική ώρα του 24ώρου.
Δεν επιτρέπεται συγχρόνως η εφαρμογή φαρμάκων που περιέχουν σαν
δραστικό benzoyl peroxide.
4.6. Κύηση και γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση :
Mελέτες αναπαραγωγής έχουν διεξαχθεί σε αρουραίους και ποντικούς, με
χορήγηση υποδορίως δόσεων Κλινδαμυκίνης έως 250mg/kg/ημέρα και από
το στόμα δόσεων Κλινδαμυκίνης έως 600mg/kg/ημέρα και δεν
παρουσιάσθηκε ελάττωση της γονιμότητας ή βλάβη στο έμβρυο η οποία να
οφείλετο στην Κλινδαμυκίνη. Σε ένα γένος ποντικού παρατηρήθηκε
λυκόστομα σε έμβρυα που υπέστησαν την αγωγή. Παρόμοια επίδραση δεν
επαναλήφθηκε σε άλλα γένη ποντικών ή σε άλλα είδη και συνεπώς θεωρείται
σαν επίδραση επί συγκεκριμένου γένους.
Δεδομένου ότι οι μελέτες αναπαραγωγής στα ζώα δεν προδικάζουν πάντοτε
την ανταπόκριση στον άνθρωπο, το φάρμακο αυτό θα πρέπει να
χρησιμοποιείται κατά την εγκυμοσύνη μόνον αν είναι απολύτως απαραίτητο.
2