Περίληψη χαρακτηριστικών του προϊόντος ( SPC )
DEXAMETHASONE/G.A.P. 8 mg/2 ml ενέσιμο διάλυμα
Δ μ εξα εθαζόνη νατριούχος φωσφορική
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
DEXAMETHASONE/G.A.P. 8 mg/2 ml ενέσιμο διάλυμα.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φύσιγγα των 2 ml περιέχει 8,78 mg νατριούχου φωσφορικής
δεξαμεθαζόνης ισοδύναμο με 8 mg φωσφορικής δεξαμεθαζόνης
(dexamethasone phosphate).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κουτιά με 1 φύσιγγα και κουτιά με 6 φύσιγγες των 2ml, σφραγισμένες σε
blister. Κάθε φύσιγγα έχει χρώμα καραμελέ και περιέχει διαυγές, άχρωμο
υδατικό διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1Θεραπευτικές Ενδείξεις
Τα ενέσιμα γλυκοκορτικοειδή ενδείκνυται στις ακόλουθες καταστάσεις
όταν η από του στόματος θεραπεία είναι αδύνατη ή ανεπιθύμητη:
Θεραπευτικές ενδείξεις
Ενδοκρινικές διαταραχές: Πρωτογενής και δευτερογενής οξεία και
χρόνια φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια, συγγενής υπερπλασία των
επινεφριδίων, υποξεία θυρεοειδίτιδα του De Quervain, αλδοστερονισμός
ανατάξιμος με κορτικοστεροειδή, υπερασβεστιαιμίες που συνδυάζονται
με καρκίνο.
Αλλεργικές καταστάσεις: Αλλεργική ρινίτιδα, ορονοσία, κνίδωση,
αγγειονευρωτικό οίδημα, ανοσολογική νεφρίτιδα, απόρριψη
μοσχεύματος.
Νόσοι του συνδετικού ιστού: Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος,
σκληρόδερμα, πολυαρτηρίτιδες, δερματομυοσίτιδα.
Αρθρίτιδες άγνωστης αιτιολογίας: Ρευματοειδής αρθρίτιδα
(ορισμένες περιπτώσεις) ψωριασική αρθρίτιδα, σύνδρομο Reiter,
αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα.
Αιματολογικές διαταραχές: Επίκτητη αιμολυτική αναιμία, αυτοάνοση
αιμολυτική αναιμία, οξεία αλλεργική πορφύρα, ακοκκιοκυτταραιμία,
λεμφοβλαστική λευχαιμία, πολλαπλούν μυέλωμα, λεμφώματα.
Παθήσεις πεπτικού συστήματος: Ελκώδης κολίτιδα, τμηματική
εντερίτιδα (νόσος του Crohn), χρονία ενεργός ηπατίτιδα.
Νεφρικές παθήσεις: Ορισμένα νεφρωσικά σύνδρομα.
Αναπνευστικές παθήσεις: Βρογχικό άσθμα (βαριές μορφές),
κεχροειδής φυματίωση σε συνδυασμό με κατάλληλη αντιφυματική
αγωγή, πνευμονίτιδα από εισρόφηση, βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια.
Οφθαλμικές παθήσεις: Οξείες και χρόνιες αλλεργικές και
φλεγμονώδεις διαταραχές, οπτική νευρίτιδα, κακοήθης εξώφθαλμος
υπερθυρεοειδικής αιτιολογίας.
Νευρολογικές παθήσεις: Σκλήρυνση κατά πλάκας (στις οξείες φάσεις
της νόσου), οίδημα κεντρικού νευρικού συστήματος, εγκεφαλίτιδες.
1
Λοιμώξεις: Σηπτικό shock από αρνητικά κατά Gram βακτηρίδια,
φυματιώδης μηνιγγίτιδα με υψηλή τιμή λευκώματος στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Δερματικές παθήσεις: Ατοπική δερματίτιδα εξ επαφής από χημικές ή
άλλες ερεθιστικές ουσίες, πέμφιγα, βαριά ψωρίαση, απολεπιστική
δερματίτιδα, πολύμορφο ερύθημα (σύνδρομο Stevens - Johnson).
Άλλες καταστάσεις: Υπερασβεστιαιμικές καταστάσεις εκτός του
πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού.
Διαγνωστικοί σκοποί: Σήμερα στη θέση της κορτιζόλης
χρησιμοποιούνται τα νεώτερα συνθετικά παράγωγαεξαμεθαζόνη).
4.2Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες
κάθε ασθενούς.
Η νατριοφωσφορική δεξαμεθαζόνη έχει ταχεία έναρξη δράσης και
βραχεία διάρκεια. Η αρχική δόση ποικίλει από 0,5 έως 9 mg την ημέρα,
που μπορεί όμως να αυξηθεί σημαντικά σε ειδικές περιπτώσεις ανάλογα
με την εκτίμηση του γιατρού. Χορηγείται ενδομυικώς ή ενδοφλεβίως.
Σε εγκεφαλικό οίδημα: Ενήλικοι, αρχική δόση 10 mg ενδοφλεβίως και στη
συνέχεια 4 mg ενδομυικώς κάθε 6 ώρες μέχρι του μεγίστου δυνατού
αποτελέσματος. Διάρκεια θεραπείας 5-7 ημέρες περίπου.
Σε ανεγχείρητες περιπτώσεις νεοπλασμάτων μπορεί να απαιτηθεί
παρατεταμένη χορήγηση για την αντιμετώπιση της ενδοκρανιακής
υπέρτασης. Χορηγούνται οι ελάχιστες αποτελεσματικές δόσεις, κατά
προτίμηση από το στόμα. Στα παιδιά γενικά χορηγούνται οι ελάχιστες
αποτελεσματικές δόσεις περίπου 0,2 mg/kg/24ωρο, σε διαιρεμένες δόσεις
και κατά προτίμηση από το στόμα.
Σε τοπική ένεση (ενδοαρθρικώς, σε έλυτρα τενόντων, θυλάκους, βλάβες
μαλακών μορίων κ.λ.π.) η δόση ποικίλει από 0,4 έως 6 mg. Π.χ. μεγάλες
αρθρώσεις 2-4 mg, μικρές 0,8-1 mg, θύλακοι αρθρώσεων 2-3 mg, έλυτρα
τενόντων 0,4-1 mg, μαλακά μόρια 2-6 mg. Γενικά οι δόσεις
εξατομικεύονται ανάλογα και με την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Σε
συστηματική παρεντερική χορήγηση η δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα
80 mg την ημέρα.
Χορήγηση
Το DEXAMETHASONE/G.A.P. μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλεβίως,
υποδορίως, ενδομυικώς, ενδοαρθρικώς, εντός των ορογόνων θυλάκων ή
εντός των μαλακών μορίων.
Για χορήγηση με ενδοφλέβια έγχυση βλέπε παράγραφο περί
συμβατότητας με υγρά έγχυσης. Η ενδοφλέβια ένεση μαζικών δόσεων θα
πρέπει να γίνεται αργά και για χρονικό διάστημα αρκετών λεπτών. Η
ενδοαρθρική ένεση πρέπει να γίνεται κάτω από αυστηρά άσηπτες
συνθήκες γιατί τα κορτικοειδή μειώνουν την αντίσταση στις λοιμώξεις.
Τοπική έγχυση στεροειδούς σε μολυσμένη περιοχή πρέπει να
αποφεύγεται.
Τα κορτικοστεροειδή δεν πρέπει να ενίονται σε ασταθείς αρθρώσεις.
Στους ασθενείς πρέπει να τονίζεται αρκετά η σημασία της μη
υπερβολικής χρήσης των αρθρώσεων, παρά τη συμπτωματική
ανακούφιση, εφόσον, η φλεγμονώδης επεξεργασία παραμένει εν ενεργεία.
Συχνές ενδοαρθρικές εγχύσεις μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα την
καταστροφή των αρθριτικών ιστών.
2
Το προϊόν αυτό, όπως και πολλά άλλα στεροειδή σκευάσματα, είναι
ευαίσθητο στη θερμοκρασία. Συνεπώς, δεν πρέπει να κλιβανίζεται όταν
απαιτείται αποστείρωση της εξωτερικής φύσιγγας. Μην το καταψύχετε.
Συμβατότητα με υγρά έγχυσης
Το DEXAMETHASONE/G.A.P. μπορεί να χορηγηθεί κατευθείαν από το
φιαλίδιο χώρις ανάμιξη ή αραίωση. Εαν απαιτείται, μπορεί να προστεθεί
σε διάλυμα ενέσιμου χλωριούχου νατρίου, ή ενέσιμης δεξτρόζης ή
συμβατό αίμα για μετάγγιση, χωρίς απώλεια της ισχύος και να
χορηγηθεί στάγδην ενδοφλεβίως.
Όταν το ενέσιμο DEXAMETHASONE/G.A.P. προστίθεται σε ένα διάλυμα
προς έγχυση, το μίγμα πρέπει να χρησιμοποιηθεί μέσα σε 24 ώρες εφόσον
τα διαλύματα προς έγχυση δεν περιέχουν συντηρητικά.
Πρέπει να τηρούνται οι συνήθεις κανόνες ασηψίας για τα ενέσιμα.
4.3 Αντενδείξεις
Περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό νοσημάτων και παθολογικών
καταστάσεων. Θα πρέπει όμως πάντα να σταθμίζεται ο δυνητικός
κίνδυνος σε σχέση με το προσδοκώμενο ευεργετικό αποτέλεσμα. Οι
σημαντικότερες από αυτές είναι: γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος, απλός
οφθαλμικός έρπητας, γλαύκωμα, εκσεσημασμένη οστεοπόρωση,
σακχαρώδης διαβήτης, ψυχώσεις, αμέσως πριν ή μετά από προφυλακτικό
εμβολιασμό, καρδιοπάθεια ή υπέρταση με συμφορητική καρδιακή
ανεπάρκεια, συστηματική μυκητίαση, φυματίωση, βαριά νεφροπάθεια,
λοιμώδη νοσήματα, αιμορραγική διάθεση.
Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με κορτοκοστεροειδή και
βρίσκονται σε ασυνήθιστες καταστάσεις στρες απαιτούν αυξημένη δόση
ταχέως δρώντων κορτικοστεροειδών, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά
την πάροδο του στρες.
Η χορήγηση κορτικοστεροειδών μπορεί να συγκαλύψει ορισμένα κλινικά
σημεία λοιμώξεων, και νέες λοιμώξεις μπορεί να παρουσιαστούν κατά τη
διάρκεια της χρήσης τους. Πιθανόν να παρουσιαστεί μειωμένη
αντίσταση κατά των λοιμώξεων και ανικανότητα του οργανισμού να
περιορίσει τις λοιμώξεις όταν χρησιμοποιούνται κορτικοστεροειδή.
Τα κορτικοστεροειδή μπορεί να επιδεινώσουν τις συστηματικές
μυκητιασικές λοιμώξεις και γι’ αυτό το λόγο δεν θα πρέπει να
χορηγούνται κατά την εμφάνιση τέτοιων λοιμώξεων εκτός και αν
χρειάζονται για τον έλεγχο φαρμακευτικών αντιδράσεων που οφείλονται
στην αμφοτερικίνη Β.
Επιπλέον έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου η ταυτόχρονη χορήγηση
αμφοτερικίνης Β και υδροκορτιζόνης επέφερε καρδιακή διόγκωση και
συμφορητική ανεπάρκεια.
Η παρατεταμένη χρήση των κορτικοστεροειδών μπορεί να προκαλέσει
οπίσθιο υποκαψικό καταρράκτη, γλαύκωμα και πιθανή βλάβη του οπτικού
νεύρου και μπορεί να υποβοηθήσει την εγκατάσταση δευτερογενούς
οφθαλμικής λοίμωξης που οφείλεται σε μύκητες ή ιούς.
3
Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις αναφυλακτικών αντιδράσεων ή
αντιδράσεων υπερευαισθησίας σε παρεντερική κυρίως χορήγηση
κορτικοστεροειδών. Σε χορήγηση κορτικοστεροειδών πρέπει να
λαμβάνονται προληπτικά μέτρα ιδίως αν ο ασθενής έχει ιστορικό
αλλεργικών αντιδράσεων σε φάρμακα.
Αναφορές στη βιβλιογραφία παρουσιάζουν μια προφανή σχέση μεταξύ
της χρήσης κορτικοστεροειδών και ρήξης τοιχώματος της αριστερής
κοιλίας μετά από πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου. Γι’ αυτό το λόγο,
η θεραπεία με κορτικοστεροειδή θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή
σε τέτοιους ασθενείς.
Μέτριες ή μεγάλες δόσεις υδροκορτιζόνης ή κορτιζόνης μπορεί να
προκαλέσουν αύξηση της αρτηριακής πίεσης, κατακράτηση χλωριούχου
νατρίου και ύδατος και αυξημένη αποβολή καλίου. Υπάρχει μικρότερη
πιθανότητα να συμβούν τα φαινόμενα αυτά με τα συνθετικά ανάλογα
εκτός αν χορηγούνται αυτά σε υψηλές δόσεις. Μπορεί να απαιτηθεί
περιορισμός της χρήσης του άλατος στις τροφές και χορήγηση καλίου.
Όλα τα κορτικοστεροειδή αυξάνουν την απέκκριση του ασβεστίου.
4
Τα κορτικοστεροειδή μπορεί να ενεργοποιήσουν λανθάνουσα
αμοιβάδωση. Γι’ αυτό συνιστάται να αποκλειστεί η λανθάνουσα ή η εν
ενεργεία αμοιβαδική λοίμωξη πριν αρχίσει η θεραπεία με
κορτικοστεροειδή, σε κάθε ασθενή με ανεξήγητη διάρροια.
Η χρήση του κορτικοστεροειδούς σε ενεργό φυματίωση πρέπει να
περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις κεραυνοβόλου ή κεχροειδούς
φυματίωσης στις οποίες τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποιούνται για την
αντιμετώπιση της νόσου σε συνδυασμό με την κατάλληλη αντιφυματική
θεραπεία.
Εάν θεωρηθεί ότι ενδείκνυται χρήση κορτικοστεροειδών σε ασθενείς με
λανθάνουσα φυματίωση ή θετική δοκιμασία σε φυματίνη, απαιτείται
στενή παρακολούθηση των ασθενών γιατί μπορεί να υπάρξει
ενεργοποίηση της νόσου. Κατά τη διάρκεια παρατεταμένης θεραπείας οι
ασθενείς αυτοί πρέπει να υποβάλλονται σε χημειοπροφύλαξη.
Παιδιά που ευρίσκονται υπό θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα
είναι περισσότερο επιρρεπή σε λοιμώξεις σε σχέση με υγιή παιδιά.
Η ανεμοβλογιά και η ιλαρά, για παράδειγμα, μπορεί να έχουν βαρύτερη ή
ακόμη και θανατηφόρα πορεία σε παιδιά υπό θεραπεία με
ανοσοκατασταλτικά κορτικοστεροειδή. Παιδιά ή ενήλικες που δεν έχουν
προσβληθεί από τα ανωτέρω νοσήματα αλλά βρίσκονται υπό θεραπεία με
ανοσοκατασταλτικές δόσεις κορτικοστεροειδών πρέπει να
προειδοποιούνται να αποφεύγουν να εκτίθενται σε ανεμοβλογιά και
ιλαρά και αν τυχόν εκτεθούν σε αυτά τα νοσήματα να συμβουλεύονται
γιατρό. Σε περίπτωση έκθεσης στα νοσήματα αυτά, πιθανόν να
ενδείκνυται η θεραπεία με ανοσοσφαιρίνη εναντίον του ιού
ανεμοβλογιάς-ζωστήρος (VZIG) ή με έτοιμη προς χρήση ενδοφλέβια
ανοσοσφαιρίνη (IVIG) ανάλογα με την περίπτωση. Αν εμφανιστεί
ανεμοβλογιά πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο θερταπείας με αντιϊκά
φάρμακα.
Προφύλαξη
Η προκαλούμενη από το φάρμακο δευτεροπαθής φλοιοεπινεφριδική
ανεπάρκεια μπορεί να μειωθεί με βαθμιαία μείωση των δόσεων. Αυτός ο
τύπος ανεπάρκειας μπορεί να διατηρηθεί για μήνες μετά τη διακοπή της
θεραπείας. Ως εκ τούτου σε οποιαδήποτε κατάσταση στρες που θα
προκύψει στην περίοδο αυτή πρέπει να αρχίζει εκ νέου χορήγηση
κορτιζόνης. Δεδομένου ότι μπορεί να επηρεαστεί η έκκριση των
αλατοκορτικοστεροειδών πρέπει να χορηγούνται ταυτόχρονα χλωριούχο
νάτριο καιαλατοκορτικοστεροειδή.
Υπάρχει ενίσχυση της δράσης των κορτικοστεροειδών σε ασθενείς με
υποθυρεοειδισμό ή κίρρωση του ήπατος.
Τα κορτικοστεροειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε
ασθενείς με απλό οφθαλμικό έρπητα λόγω κινδύνου πιθανής διάτρησης.
Πρέπει να χρησιμοποιούνται οι μικρότερες δυνατές δόσεις των
κορτικοστεροειδών για τη ρύθμιση της υπό θεραπεία παθολογικής
κατάστασης και όταν είναι δυνατή η μείωση της δόσης, αυτή πρέπει να
γίνεται βαθμιαία.
Μπορεί να παρουσιαστεί ψυχική απορρύθμιση κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με κορτικοστεροειδή που κυμαίνεται από ευφορία, αϋπνία,
αλλαγή της ψυχικής διάθεσης, διαταραχές της προσωπικότητας και
βαριά κατάθλιψη μέχρι εμφανή ψυχωσικά συμπτώματα.
5
Επίσης προϋπάρχουσα συγκινησιακή αστάθεια ή τάση προς ψύχωση
μπορεί να επιδεινωθούν με τη χορήγηση κορτοκοστεροειδών.
Τα κορτικοστεροειδή πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε μη
ειδική ελκώδη κολίτιδα εφόσον υπάρχει πιθανότητα επαπειλούμενης
διάτρησης, απόστημα ή άλλη πυογόνος λοίμωξη, εκκολπωματίτιδα,
πρόσφατη εντερική αναστόμωση ενεργού ή λανθάνοντος πεπτικού
έλκους, νεφρική ανεπάρκεια, υπέρταση, οστεοπόρωση και μυασθένεια.
Τα συμπτώματα περιτοναϊκού ερεθισμού που ακολουθούν γαστρεντερική
διάτρηση σε ασθενείς που παίρνουν μεγάλες δόσεις κορτικοστεροειδών
μπορεί να είναι ελάχιστα ή να μην υπάρχουν. Λιπώδης εμβολή έχει
αναφερθεί σαν πιθανή επιπλοκή του υπερκορτιζονισμού.
Η σωματική ανάπτυξη των νηπίων και των παιδιών που ακολουθούν
παρατεταμένη θεραπεία με κορτικοστεροειδή πρέπει να
παρακολουθείται με προσοχή.
Ενδοαρθρική έγχυση κορτικοστεροειδούς μπορεί να προκαλέσει τόσο
συστηματικές όσο και τοπικές αντιδράσεις.
Σημαντική αύξηση πόνου συνοδευόμενου από τοπική διόγκωση, επιπλέον
περιορισμό της κινητικότητας της άρθρωσης, πυρετό και κακουχία
υποδηλώνουν σηπτική αρθρίτιδα.
Αν παρουσιασθεί τέτοια επιπλοκή και επιβεβαιωθεί η διάγνωση της
σηπτικής αρθρίτιδας, θα πρέπει να εφαρμοσθεί η κατάλληλη
αντιμικροβιακή θεραπεία. Τοπική έγχυση στεροειδούς σε μολυσμένη
περιοχή πρέπει να αποφεύγεται. Η κατάλληλη εξέταση του αρθρικού
υγρού, αν υπάρχει, είναι απαραίτητη για τον αποκλεισμό της σηπτικής
πορείας.
Τα κορτικοστεροειδή δεν πρέπει να ενίονται σε ασταθείς αρθρώσεις.
Συχνή ενδοαρθρική ένεση μπορεί να προκαλέσει βλάβη των ιστών της
αρθρώσεως. Στους ασθενείς πρέπει να τονίζεται αρκετά η σημασία της
μη υπερβολικής χρήσης των αρθρώσεων, παρά τη συμτωματική
ανακούφιση, εφόσον η φλεγμονώδης πορεία παραμένει εν ενεργεία.
Σε σπάνιες περιπτώσεις μείωση ή διακοπή των από του στόματος
χορηγούμενων κορτικοστεροειδών μπορεί να αποκαλύψει
υποκείμενες παθήσεις που συνοδεύονται από ηωσινοφιλία (π.χ.
σύνδρομο Churg Strauss) σε ασθενείς με άσθμα.
Προσοχή στη χορήγηση
Η μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως
προαναφέρθηκε, σε καταστολή του άξονα Υποθάλαμος-Υπόφυση-
Επινεφρίδια (ΥΥΕ) δηλαδή σε αναστολή της φλοιοεπινεφριδικής
λειτουργίας. Ο βαθμός της αναστολής αυτής εξαρτάται από τη δόση,
την ισχύ του χορηγούμενου κορτικοστεροειδούς, τη συχνότητα και το
χρόνο χορήγησής του στη διάρκεια του 24ώρου, την ημιπερίοδο ζωής
του στους ιστούς και τη συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας.
Σημειώνεται ότι η κατασταλτική ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στον
άξονα ΥΥΕ είναι εντονότερη και πιο παρατεταμένη όταν χορηγούνται τις
νυκτερινές ώρες. Σε φυσιολογικά άτομα 1mg δεξαμεθαζόνης
χορηγούμενης τη νύκτα αναστέλλει την έκκριση της
φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης της υπόφυσης για 24 ώρες. Αιφνίδια ή
6
απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να
προκαλέσει «σύνδρομο στέρησης» που χαρακτηρίζεται από οξεία
φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυική αδυναμία, υπόταση,
υπογλυκαιμία, ναυτία, εμέτους, ανησυχία, μυαλγίες, αρθραλγίες ή
υποτροπή των συμπτωμάτων της θεραπευόμενης νόσου.
Ηλικιωμένοι: οι συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες των
κορτικοστεροειδών και ειδικά οστεοπόρωση, υπέρταση, υποκαλιαιμία,
διαβήτης, τάση ανάπτυξης φλεγμονών και λέπτυνση του δέρματος
μπορεί να έχουν περισσότερο σοβαρές συνέπειες στους ηλικιωμένους
κυρίως κατά τη μακροχρόνια χορήγηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις
απαιτείται στενή παρακολούθηση του ασθενούς.
7
Σύμφωνα με την εμπειρία μετά την κυκλοφορία το σύνδρομο λύσης όγκου
(ΣΛΟ) έχει αναφερθεί σε ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες μετά τη
χρήση μόνο δεξαμεθαζόνης ή σε συνδυασμό με άλλους
χημειοθεραπευτικούς παράγοντες. Ασθενείς με υψηλό κίνδυνο ΣΛΟ, όπως
ασθενείς με υψηλό ποσοστό πολλαπλασιασμού, υψηλό φορτίο όγκου, και
υψηλή ευαισθησία σε κυτταροτοξικούς παράγοντες, θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά και θα πρέπει να λαμβάνονται οι κατάλληλες
προφυλάξεις.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Επαγωγείς των μικροσωμιακών ηπατικών ενζύμων: φάρμακα όπως
τα βαρβιτουρικά, η φαινυτοϊνη, η ριφαμπικίνη τα οποία επάγουν τα
ηπατικά ένζυμε μπορεί να αυξήσουν το μεταβολισμό των
γλυκοκορτικοστεροειδών και ως εκ τούτου σε ασθενείς που
υποβάλλονται σε θεραπεία με σταθερές δόσεις γλυκοκορτικοστεροειδών
μπορεί να απαιτηθεί προσαρμογή της δόσης επί προσθήκης ή διακοπής
της χορήγησης των φαρμάκων αυτών.
Οιστρογόνα: τα οιστρογόνα μπορεί να ενισχύσουν τη δράση της
υδροκορτιζόνης πιθανώς λόγω αύξησης των πυκνοτήτων της
τρανσκορτίνης και επομένως μείωσης της διαθέσιμης ποσότητας
υδροκορτιζόνης για μεταβολισμό. Η δράση άλλων
γλυκοκορτικοστεροειδών που δεσμεύονται από την τρανσκορτίνη θα
μπορούσε να επιταθεί με τον ίδιο τρόπο και ως εκ τούτου μπορεί να
απαιτηθεί να ρυθμιστούν οι δόσεις τους αν προστεθούν ή διακοπούν
οιστρογόνα σε ένα εφαρμοζόμενο σταθερό θεραπευτικό σχήμα
γλυκοκορτικοστεροειδών.
Μη στεροειδείς αντιφλεγμονώδεις παράγοντες: η ταυτόχρονη χρήση
ελκογόνων φαρμάκων, όπως η ινδομεθακίνη, με κορτικοστεροειδή μπορεί
να αυξήσει τον κίνδυνο πρόκλησης γαστρεντερικού έλκους. Το
ακετυλοσαλικυλικό οξύ πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε συνδυασμό
με γλυκοκορτικοστεροειδή σε ασθενείς που παρουσιάζουν
υποπροθρομβιναιμία. Παρ’ ότι η ταυτόχρονη θεραπεία με σαλικθλικά και
κορτικοστεροειδή δεν φαίνεται να αυξάνει τη συχνότητα εμφάνισης ή τη
βαρύτητα του γαστρεντερικού έλκους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η
δυνατότητα εμφάνισης της εν λόγω ανεπιθύμητης ενέργειας.
Η συγκέντρωση των σαλυκιλικών στο αίμα μπορεί να μειωθεί όταν
χορηγούνται ταυτοχρόνως με κορτικοστεροειδή. Παρομοίως, όταν
διακόπτεται η θεραπεία με κορτικοστεροειδή σε σαθενείς που λαμβάνουν
σαλικυλικά, η συγκέντρωση των σαλικυλικών στο πλάσμα μπορεί να
αυξηθεί, ενώ έχει αναφερθεί σπανίως και δηλητηρίαση δια σαλικυλικών.
Η ταυτόχρονη χορήγηση σαλικυλικών και κορτικοστεροειδών πρέπει να
γίνεται με προσοχή. Οι ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα και τα δύο
φάρμακα πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή για ανεπιθύμητες
ενέργειες οφειλόμενες σε οιοδήποτε εκ των φαρμάκων αυτών.
Φάρμακα προκαλούντα ένδεια καλίου: τα προκαλούντα ένδεια καλίου
διουρητικά (π.χ. θειαζίδες, φουροσεμίδη, εθακρινικό οξύ) καθώς και
άλλα φάρμακα που προκαλούν ένδεια καλίου όπως η αμφοτερικίνη-Β
μπορεί να ενισχύσουν την απώλεια καλίου που προκαλείται από τα
γλυκοκορτικοστεροειδή ενώ σε ταυτόχρονη χορήγηση με δακτυλίτιδα
8
υπάρχει κίνδυνος τοξικού δακτυλιδισμού (από καλιοπενία). Το κάλιο του
ορού του αίματος πρέπει να ελέγχεται συχνά σε ασθενείς που λαμβάνουν
γλυκοκορτικοειδή και φάρμακα προκαλούντα ένδεια καλίου.
Αντιχολινεστερασικοί παράγοντες: αλληλεπίδραση μεταξύ
γλυκοκορτικοειδών και αντιχολινεστερασικών παραγόντων όπως το
αμβενόνιο, η νεοστογμίνη ή πυριδοστιγμίνη (και προφανώς τα
οργανοφωσφορικά φυτοφάρμακα) μπορεί να προκαλέσουν έντονη
αδυναμία σε ασθενείς με μυασθένεια Gravis. Εφόσον είναι δυνατόν, τα
αντιχολινεστερασικά φάρμακα πρέπει να διακόπτονται τουλάχιστον 24
ώρες πριν την έναρξη της θεραπείας με γλυκοκορτικοστεροειδή.
Εμβόλια και ανατοξίνες: λόγω του ότι τα κορτικοστεροειδή
αναστέλλουν την ανοσολογική αντίδραση, το φάρμακο μπορεί να
προκαλέσει μειμένη ανταπόκριση στις ανατοξίνες και στα εμβόλια που
περιέχουν ζωντανούς ή αδρανοποιημένους μικροοργανισμούς.
Επιπρόσθετα τα κορτικοστεροειδή μπορεί να προκαλέσουν
πολλαπλασιασμό ορισμένων ζωντανών μικροοργανισμών που περιέχονται
σε αραιωμένα εμβόλια, ενώ δόσεις μεγαλύτερες των φυσιολογικών
μπορεί να επιδεινώσουν νευρολογικές αντιδράσεις προκαλούμενες από
ορισμένα εμβόλια. Κατά τη διάρκεια θεραπείας με κορτικοστεροειδή, οι
ασθενείς δεν πρέπει να εμβολιάζονται κατά της ευλογιάς. Η συνήθης
χρήση εμβολίων ή ανατοξινών πρέπει γενικά να αναβάλλεται μέχρι να
διακοπεί η χορήγηση των κοκορτικοστεροειδών. Εφόσον είναι
απαραίτητος ο εμβολιασμός σε ασθενή που υποβάλλεται σε θεραπεία με
κορτικοστεροειδή μπορεί να χρειαστεί η εκτέλεση ορολογικών
δοκιμασιών προς επιβεβαίωση επαρκούς ανοσολογικής ανταπόκρισης
καθώς και η επιπρόσθετη χορήγηση δόσεων των εμβολίων ή ανατοξινών.
Αντιπηκτικά από του στόματος: σπανίως έχει αναφερθεί ότι η
κορτιζόνη αυξάνει την πηκτικότητα του αίματος και ως εκ τούτου
αυξάνει και την απαιτούμενη δόση αντιπηκτικών σε ασθενείς που
λαμβάνουν σταθερή δόση των φαρμάκων αυτών από το στόμα. Τα
γλυκοκορτικοστεροειδή μειώνουν ή ενισχύουν τη δράση των
κουμαρινικών αντιπηκτικών.
Αναστολείς του CYP3A: η ταυτόχρονη θεραπεία με αναστολείς του
CYP3A, στους οποίους περιλαμβάνονται τα προϊόντα που περιέχουν
κομπισιστάτη, αναμένεται να αυξήσει τον κίνδυνο συστηματικών
ανεπιθύμητων ενεργειών. Ο συνδυασμός θα πρέπει να αποφεύγεται,
εκτός εάν το όφελος υπερτερεί του αυξημένου κινδύνου συστηματικών
ανεπιθύμητων ενεργειών από τα κορτικοστεροειδή και σε αυτή την
περίπτωση οι ασθενείς παρακολουθούνται για συστηματικές επιδράσεις
από τα κορτικοστεροειδή.
Άλλες αλληλεπιδράσεις: με εφεδρίνη μειώνεται η δραστικότητα των
γλυκοκορτικοστεροειδών, με το οινόπνευμα ενισχύεται η ελκογόνος
δράση τους, ενώ με την ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά από του στόματος
απαιτείται αύξηση των δόσεών τους διότι τα κορτικοστεροειδή
προκαλούν υπεργλυκαιμία και απορρυθμίζουν τον σακχαρώδη διαβήτη.
4.6 Κύηση και γαλουχία
9
Να αποφεύγεται η χορήγηση κορτικοστεροειδών κατά την κύηση και
γαλουχία ή σε γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία. Να χορηγούνται μόνον
όταν τα πιθανά οφέλη υπεραντισταθμίζουν τις πιθανές βλαπτικές
επιδράσεις στο έμβρυο ή στο νεογέννητο.
Αν η μητέρα λαμβάνει θεραπευτικές δόσεις κορτικοστεροειδών κατά την
κύηση υπάρχει κίνδυνος αναστολής της σωματικής ανάπτυξης του
εμβρύου.
Νεογνά των οποίων οι μητέρες έχουν λάβει κορτικοστεροειδή κατά την
κύηση πρέπει μετά την γέννηση να παρακολουθούνται για σημεία
φλοιοεπινεφριδικής ανεπάρκειας.
Τα κορτικοστεροειδή ανιχνεύονται στο μητρικό γάλα. Μπορεί να
προκαλέσουν αναστολή της ανάπτυξης του θηλάζοντος βρέφους.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Παρόλο που οι οπτικές διαταραχές ανήκουν στις σπάνιες ανεπιθύμητες
ενέργειες, συνιστάται προσοχή στους ασθενείς που οδηγούν ή
χειρίζονται μηχανήματα.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Διαταραχές ηλεκτρολυτών και ύδατος
Κατακράτηση νατρίου.
Κατακράτηση υγρών.
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε επιρρεπή άτομα.
Απώλεια ακλίου.
Υποκαλιαιμική αλκάλωση.
Υπέρταση.
Μυοσκελετικές
Μυική αδυναμία.
Μυοπάθεια από στεροειδή.
Μείωση της μυϊκής μάζας.
Οστεοπόρωση.
Συμπιεστικά κατάγματα των σπονδύλων.
Άσηπτη νέκρωση των κεφαλών του μηριαίου και του βραχιονίου.
Παθολογικά κατάγματα των μακρών οστών.
Γαστρεντερικές
Πεπτικό έλκος με πιθανή διάτρηση και αιμορραγία.
Παγκρεατίτιδα.
Διάταση της κοιλίας.
Ελκώδης οισοφαγίτιδα.
Δερματολογικές
Ελαφρός δασυτριχισμός.
Επιβράδυνση επουλώσεως τραυμάτων.
Λέπτυνση και αύξηση της ευθραυστότητας του δέρματος.
Πετέχειες και εκχυμώσεις.
Ερύθημα του προσώπου.
Αύξηση εφιδρώσεως.
Πιθανή καταστολή δερμοαντιδράσεων.
Νευρολογικές
10
Σπασμοί.
Αύξηση ενδοκρανιακής πίεσης με οίδημα της οπτικής θηλής (εικόνα
ψευδοόγκου εγκεφάλου) συνήθως μετά τη θεραπεία.
Ίλιγγοι.
Κεφαλαλγία.
Ψυχωσικές εκδηλώσεις.
Ενδοκρινολογικές
Διαταραχές της περιόδου.
Ανάπτυξη συνδρόμου Cushing.
Αναστολή της ανάπτυξης στα παιδιά.
Δευτεροπαθής φλοιοεπινεφριδική και υποφυσιακή έλλειψη ανταπόκρισης
κυρίως σε περίοδο στρες ως επί τραύματος, χειρουργικών επεμβάσεων ή
άλλων νοσημάτων.
Μείωση της ανοχής των υδατανθράκων.
Κλινική εκδήλωση λανθάνοντος σακχαρώδους διαβήτη.
Αύξηση των απαιτήσεων σε ινσουλίνη ή των από του στόματος
υπογλυκαιμικών φαρμάκων σε διαβητικούς ασθενείς.
Οφθαλμικές
Οπίσθιος υποκαψικός καταρράκτης.
Αύξηση ενδοφθαλμίου πίεσης.
Γλαύκωμα.
Εξώφθαλμος.
μ (Χοριοα φιβληστροειδοπάθεια μη γνωστή συχνότητα).
Καρδιαγγειακές
Ρήξη μυοκαρδίου επακόλουθη πρόσφατου εμφράγματος του μυοκαρδίου
(βλ. Προφυλάξεις).
Μεταβολικές
Αρνητικό ισοζύγιο αζώτου οφειλόμενο σε καταβολισμό των πρωτεϊνών
και αρνητικό ισοζύγιο του ασβεστίου.
Διάφορες άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες
Ευαισθησία στις λοιμώξεις και εξάπλωση μικροβιακών φλεγμονών.
Συγκάλυψη οξείας χειρουργικής κοιλίας (αθόρυβη περιτονίτιδα σε
περιπτώσεις διάτρησης).
Αναφυλακτικές αντιδράσεις ή αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Θρομβοεμβολή.
Αύξηση βάρους.
Αυξημένη όρεξη.
Ναυτία.
Κακουχία.
Λόξυγκας.
Οι ακόλουθες επιπλέον ανεπιθύμητες ενέργειες σχετίζονται με την
παρεντερική θεραπεία με κορτικοστεροειδή: σπάνιες περιπτώσεις
τύφλωσης μετά από τοπική έγχυση σε βλάβη στην περιοχή του προσώπου
και της κεφαλής. Αύξηση ή ελάττωση της χρωστικής του δέρματος.
Υποδερματική ή δερματική ατροφία.
Στείρο απόστημα.
Έξαρση μετά την ένεση (μετά από ενδοαρθρική χρήση).
11
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του
εθνικού συστήματος αναφοράς:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 213 2040380/337
Φαξ: + 30 210 6549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Η δεξαμεθαζόνη είναι ουσιαστικά μη τοξική ουσία. Τυχαία υπέρμετρη
δόση είναι δυνατό να προκαλέσει ναυτία και έμετο που δεν απαιτούν
ιδιαίτερα μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Αν παραστεί ανάγκη,
χορηγούνται υγρά από το στόμα. Ο ασθενής μπορεί ακόμη να απευθυνθεί
στο Κέντρο Ελέγχου Δηλητηριάσεων στη Αθήνα, τηλ.: 210 7793777.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: H02AB02
5.1 Φαρμακοδυναμικές Ιδιότητες
5.2 Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες
Οι φλοιοεπινεφρικές ορμόνες διακρίνονται σε γλυκοκορτικοειδή,
αλατοκορτικοειδή και επινεφριδικά ανδρογόνα. Σε φυσιολογικές
συνθήκες η σύνθεση και έκκρισή τους - εκτός της αλδοστερόνης -
βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του άξονα Υποθάλαμος - Υπόφυση -
Επινεφρίδια (ΥΥΕ) διαμέσου μηχανισμού παλίνδρομης αλληλορύθμισης ή
αρνητικής επανατροφοδότησης (Feed Back Mechanism). Αντίθετα, η
σύνθεση και έκκριση της αλδοστερόνης βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο
του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης. Στη θεραπευτική
χρησιμοποιούνται τα φυσικά γλυκοκορτικοειδή και κυρίως η κορτιζόλη ή
υδροκορτιζόνη και το συνθετικό της παράγωγο, η κορτιζόνη, καθώς και
άλλα συνθετικά, όπως η πρεδνιζόνη, πρεδνιζολόνη, τριαμσινολόνη,
παραμεθαζόνη, βηταμεθαζόνη και δεξαμεθαζόνη.
Όλα τα συνθετικά παράγωγα έχουν τις ίδιες βιολογικές ιδιότητες και
διαφέρουν μόνο ποσοτικώς ως προς την απόλυτη δοσολογία, δηλαδή, με
βάση τη δόση, είναι περισσότερο ισχυροί αντιφλεγμονώδεις παράγοντες
σε σύγκριση με τα φυσικά στεροειδή.
Στον πίνακα αναγράφονται η φλεγμονώδης και η αλατοκορτικοειδής
δράση των συνθετικών παραγώγων σε σχέση με τα φυσικά
κορτικοστεροειδή.
ΠΑΡΑΓΩΓΟ
ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗΣ
ΔΡΑΣΗ (Σε σύγκριση με
την κορτιζόλη)
ΑΛΑΤΟΚΟΡΤΙΚΟΕΙΔΗΣ
ΔΡΑΣΗ (Σε σύγκριση με
την
ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΗ
ΣΧΕΣΗ
12
φθοριοϋδροκορτιζόνη)
( mg)Σε
Φθοριο-
ϋδροκορτιζόνη
Κορτιζόλη
Οξική κορτιζόλη
Πρεδνιζολόνη
Πρεδνιζόνη
μΤρια σινολόνη
μΠαρα εθαζόνη
μΒητα εθαζόνη
15
1
0.8
4
3,5
5
10
25
+++++
++
++
+
+
0
0
0
-
20
25
5
5
4
2
0,6
Δ μεξα εθαζόνη 30 0 0,75
Με βάση τον βαθμό ικανότητας καταστολής του άξονα ΥΥΕ (βλ. προσοχή
στη χορήγηση) τα γλυκοκορτικοειδή μπορούν να ταξινομηθούν (α) στα
βραχείας ενέργειας (κορτιζόλη και κορτιζόνη), με χρόνο
υποδιπλασιασμού t
½
= 90’ και διάρκεια δράσης 8-12 ώρες), (β) στα
μέσης ενέργειας (πρεδνιζόνη, πρεδνιζολόνη, τριαμσινολόνη), των
οποίων ο χρόνος υποδιπλασιασμού είναι t
½
> 200’ και η κατασταλτική
δράση στον άξονα ΥΥΕ διαρκεί 12 - 36 ώρες και (γ) στα μακράς
ενέργειας (παραμεθαζόνη, βηταμεθαζόνη, δεξαμεθαζόνη), που έχουν
χρόνο ανασταλτικής δράσης στον άξονα ΥΥΕ πάνω από 48 ώρες, ενώ ο
χρόνος υποδιπλασιασμού στο πλάσμα είναι t
½
> 300’.
Η δραστική ουσία του DEXAMETHASONE/G.A.P. είναι η δεξαμεθαζόνη,
ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές με επταπλάσια αντιφλεγμονώδη δράση
από την πρεδνιζολόνη. Όπως άλλα γλυκοκορτικοειδή, η δεξαμεθαζόνη
έχει επίσης αντιαλλεργικές, αντιτοξικές, ενάντια του σοκ, αντιπυρετικές
και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες. Πρακτικά, η δεξαμεθαζόνη δεν
προκαλεί κατακράτηση νερού και αλάτων και ως εκ τούτου είναι
ιδιαίτερα κατάλληλη για χρήση σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια ή
υπέρταση. Εξαιτίας του μεγάλου χρόνου βιολογικής ημισείας ζωής (36-
54 ώρες), η δεξαμεθαζόνη είναι ιδιαίτερα κατάλληλη σε καταστάσεις
όπου είναι επιθυμητή συνεχής γλυκοκορτικοειδής δράση.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Δεν υπάρχουν.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Θειώδες νάτριο, κιτρικό νάτριο, νατριούχο μεθυλοπαραμπέν, νατριούχο
προπυλοπαραμπέν, κρεατινίνη & ενέσιμο ύδωρ.
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή.
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Διατηρείται σε θερμοκρασία 25C και σε σκοτεινό μέρος. Το προϊόν
αυτό, όπως και πολλά άλλα στεροειδή σκευάσματα, είναι ευαίσθητο στη
θερμοκρασία. Συνεπώς, δεν πρέπει να κλιβανίζεται όταν απαιτείται
αποστείρωση της εξωτερικής φύσιγγας. Μην το καταψύχετε.
13
Όταν το ενέσιμο DEXAMETHASONE/G.A.P. προστίθεται σε ένα διάλυμα
προς έγχυση, το μίγμα πρέπει να χρησιμοποιηθεί μέσα σε 24 ώρες εφόσον
τα διαλύματα προς έγχυση δεν περιέχουν συντηρητικά. Πρέπει να
τηρούνται οι συνήθεις κανόνες ασηψίας για τα ενέσιμα.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Χάρτινο κουτί με τυπωμένες όλες τις απαιτούμενες επισημάνσεις.
Το κουτί περιέχει το φύλλο οδηγιών και 1 blister αλουμινίου/PVC της 1 και
6 φυσιγγών αντίστοιχα. Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
Στο blister είναι τυπωμένες όλες οι απαιτούμενες επισημάνσεις.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Βλέπε 4.2 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης»).
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές
διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
GAP A.E.
Αγησιλάου 46
Αγ. Δημήτριος
173 41
Αθήνα
Τηλ.: 2109310980-4
Fax: 2109338759
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
15690/23-7-2013
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
29-9-86/6-2-2007
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
14