Ιδιαίτερες Προειδοποιήσεις και Ιδιαίτερες Προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η μακρόχρονη χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως προαναφέρθηκε
σε καταστολή του άξονα ΥΥΕ, δηλαδή σε αναστολή της φλοιοεπινεφριδικής
λειτουργίας. Ο βαθμός της αναστολής αυτής εξαρτάται από τη δόση, την ισχύ
του χορηγούμενου κορτικοστεροειδούς, τη συχνότητα και τον χρόνο
χορήγησής του στη διάρκεια του 24ώρου, την ημιπερίοδο ζωής του στους
ιστούς και τη συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας. Σημειώνεται ότι η
κατασταλτική ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών στον άξονα ΥΥΕ είναι
εντονώτερη και πιο παρατεταμένη, όταν χορηγούνται τις νυκτερινές ώρες. Σε
φυσιολογικά άτομα δόση 1mg δεξαμεθαζόνης χορηγούμενης τη νύχτα
αναστέλλει την έκκριση της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης για 24 ώρες.
Αιφνίδια ή απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να
προκαλέσει “σύνδρομο αποστέρησης”, που χαρακτηρίζεται από οξεία
φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυϊκή αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία,
ναυτία, εμέτους, ανησυχία, μυαλγίες, αρθραλγίες.
Σε μερικές περιπτώσεις τα συμπτώματα μπορεί να δίνουν την κλινική εικόνα
υποτροπής της νόσου για την οποία ο άρρωστος θεραπευόταν. Έτσι μετά την
επίτευξη του επιθυμητού θεραπευτικού αποτελέσματος η δόση πρέπει να
μειώνεται βαθμιαίως μέχρι την ελάχιστη αποτελεσματική. Επίσης θα πρέπει
να προσαρμόζεται ανάλογα με την έναρξη ή ύφεση της νόσου, την
εξατομικευμένη ανταπόκριση του αρρώστου και την έκθεση σε συγκινησιακά ή
σωματικά Stress (λοιμώξεις, εγχειρήσεις, τραυματισμοί κ.λ.π.). Μετά από την
διακοπή και για χρονικό διάστημα ενός έτους περίπου ο άρρωστος βρίσκεται
στον δυνητικό κίνδυνο εξέλιξης φλοιοεπινεφρικής ανεπάρκειας σε
περιπτώσεις Stress και πρέπει να αντιμετωπίζεται με χορήγηση αυξημένων
δόσεων.
Οι αναφερόμενες πιο πάνω αντενδείξεις και παρενέργειες δεν ισχύουν μόνο
στις περιπτώσεις που τα γλυκοκορτικοειδή χορηγούνται σαν επινεφριδική
θεραπεία υποκατάστασης (π.χ. πρωτοπαθής και δευτεροπαθής επινεφριδική
ανεπάρκεια) και στα ανδρογεννητικά σύνδρομα.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπιδράσεων
Με φαινυτοίνη, φαινοβαρβιτάλη, εφεδρίνη και ριφαμπικίνη μειώνεται η
δραστικότητά τους. Το οινόπνευμα και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
ενισχύουν την ελκογόνο δράση τους. Με καλιοπενικά διουρητικά ενισχύεται η
υποκαλιαιμία, ενώ με δακτυλίτιδα αυξάνει ο κίνδυνος τοξικού δακτυλιδισμού
(από καλιοπενία). Μειώνουν ή ενισχύουν τη δράση των κουμαρινικών
αντιπηκτικών.
Όταν τα γλυκοκορτικοειδή χορηγούνται ταυτόχρονα με αντιδιαβητικά φάρμακα
απαιτείται αύξηση των δόσεων ινσουλίνης ή των χορηγούμενων από το στόμα
αντιδιαβητικών.
Χορήγηση κατά την Κύηση και το Θηλασμό
Κύηση: Στην εγκυμοσύνη, αν και δεν έχουν αναφερθεί δυσάρεστες
παρενέργειες, θα πρέπει να σταθμίζονται τα πλεονεκτήματα από το φάρμακο
έναντι των πιθανών κινδύνων για την μητέρα.
Γαλουχία: Στον θηλασμό υπάρχει κίνδυνος αναστολής στη σωματική
διάπλαση του βρέφους, όταν η θηλάζουσα μητέρα λαμβάνει θεραπευτικές
δόσεις γλυκοκορτικοειδών.