ενέσιμου ύδατος στο cefuroxime 750 mg και ενίεται ως εναιώρημα.
Ενδοφλέβια : Προστίθενται τουλάχιστον 2 ml ενέσιμου ύδατος στο cefuroxime
250 mg, τουλάχιστον 6 ml στο cefuroxime 750 mg, ή 15 ml στο cefuroxime
1,5 g και ενίεται μόνο ως διάλυμα.
Για ενδοφλέβια έγχυση : Προστίθενται 15ml ενέσιμου ύδατος στην κεφουροξίμη
1,5g. Προσθέστε το ανασυσταθέν διάλυμα σε 50 ή 100 mlσυμβατού υγρού έγχυσης
(βλέπε παρ. 6.4 Συμβατότητα – Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του
προιόντος). Τα διαλύματα αυτά χορηγούνται κατευθείαν στη φλέβα ή προστίθενται
στα κατά σταγόνα παρεντερικά διαλύματα.
4.3. Αντενδείξεις :
Υπερευαισθησία στις κεφαλοσπορίνες, ιστορικό αναφυλαξίας και αλλεργικού
shock στην πενικιλλίνη.
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη
χρήση :
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με cefuroxime πρέπει να ληφθεί προσεκτικά
ιστορικό προκειμένου να καθορισθεί εάν ο ασθενής έχει εμφανίσει κατά το
παρελθόν αντιδράσεις υπερευαισθησίας στις κεφαλοσπορίνες, τις πενικιλλίνες
ή άλλα φάρμακα.
Το συγκεκριμένο φάρμακο πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς
υπερευαίσθητους στις πενικιλλίνες λόγω διασταυρούμενης υπερευαισθησίας
που έχει παρατηρηθεί μεταξύ των β-λακταμικών αντιβιοτικών.
Σε περίπτωση εκδήλωσης αλλεργικής αντίδρασης από τη χορήγηση cefuroxime,
η λήψη του φαρμάκου πρέπει να διακοπεί και μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση
αντιισταμινικών ή κορτικοστεροειδών.
Σε σοβαρές περιπτώσεις οξείας υπερευαισθησίας μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση
αδρεναλίνης και η λήψη άλλων μέτρων επείγουσας αντιμετώπισης.
Τα αντιβιοτικά, περιλαμβανομένης και της cefuroxime, πρέπει να χορηγούνται με
προσοχή σε κάθε ασθενή ο οποίος έχει εμφανίσει κάποια μορφή αλλεργίας, ιδίως
σε φάρμακα.
Υψηλές δόσεις κεφαλοσπορινών πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε άτομα
που κάνουν σύγχρονη θεραπεία με ισχυρά διουρητικά όπως η φουροσεμίδη ή
με αμινογλυκοσίδες, επειδή οι συνδυασμοί αυτοί μπορεί να έχουν επίδραση στη
νεφρική λειτουργία.
Σ’ αυτούς τους ασθενείς, σε ηλικιωμένους και σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική
ανεπάρκεια, η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να ελέγχεται (βλέπε δοσολογία και
χορήγηση).
Η πιθανότητα εμφάνισης ανθεκτικών μικροοργανισμών με αποτέλεσμα τον
υπέρμετρο πολλαπλασιασμό τους θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ιδίως σε
περιπτώσεις μακροχρόνιας χορήγησης αντιβιοτικών.
Σημαντική είναι η προσεκτική παρακολούθηση του ασθενούς. Εάν κατά τη
διάρκεια της αγωγής εμφανισθεί αναμόλυνση από το ίδιο μικρόβιο, πρέπει να
ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Όπως και με άλλα θεραπευτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της
μηνιγγίτιδας, έχει αναφερθεί ήπια ως μέτρια απώλεια της ακοής σε λίγους
παιδιατρικούς ασθενείς που έκαναν θεραπεία με θειική κεφουροξίμη.
Έχει παρατηρηθεί συνέχιση των θετικών καλλιεργειών εγκεφαλονωτιαίου υγρού
από αιμόφιλο της ινφλουένζας για 18-36 ώρες με τη χρήση του cefuroxime injection,
πράγμα που παρατηρείται και με άλλα αντιβιοτικά.
Εν τούτοις η κλινική συσχέτιση αυτής της παρατήρησης είναι άγνωστη.
Όπως και με άλλα αντιβιοτικά η χρήση κεφουροξίμης μπορεί να προκαλέσει
ανάπτυξη Candida. H παρατεταμένη χρήση μπορεί επίσης να προκαλέσει ανάπτυξη
άλλων μη ευαίσθητων σε αυτή μικροοργανισμών (π.χ. Enterococci, Clostridium
difficile), η οποία μπορεί να απαιτήσει διακοπή της θεραπείας.