ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΣΤΗ
1. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1.1. Όνομα ιδ/τος : VEKFAZOLIN
1.2. Σύνθεση : δραστική ουσία : Cefuroxime sodium
Έκδοχα : Δεν υπάρχουν
1.3. Φαρμακοτεχνική μορφή : Ενέσιμο ξηρό.
1.4. Περιεκτικότητα σε δραστική ουσία:
Cefuroxime sodium 790,7 mg / VIAL
που αντιστοιχεί σε Cefuroxime 750 mg / VIAL
1.5. Περιγραφή – Συσκευασία :
Κουτί που περιέχει 1 φιαλίδιο από άχρωμο γυαλί (τύπος ΙΙΙ) που κλείνεται με ελαστικό πώμα και
cap αλουμινίου και περιέχει 750mg ξηρής κόνης.
1.6. Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία : Αντιβιοτικό της ομάδας των κεφαλοσπορινών
1.7. Υπεύθυνος κυκλοφορίας : ΦΑΡΑΝ ΑΒΕΕ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Αχαϊας και Τροιζηνίας, 14564 Ν. Κηφισιά
Τηλ. 2106269200
1.8. Παρασκευαστής :ANFARM S.A.
2. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΑΣ
2.1 Γενικές πληροφορίες
H κεφουροξίμη είναι αντιβιοτικό που ανήκει στην ομάδα των ημισυνθετικών κεφαλοσπορινών 2
ης
γενιάς. Έχει μικροβιοκτόνο δράση έναντι μεγάλου αριθμού κοινών παθογόνων μικροβίων,
συμπεριλαμβανομένων και των στελεχών που παράγουν β-λακταμάσες και συνεπώς είναι δραστική
εναντίον πολλών στελεχών ανθεκτικών στην αμπικιλλίνη και την αμοξυκιλλίνη. Η μικροβιοκτόνος
δράση της κεφουροξίμης οφείλεται στην αναστολή συνθέσεως του κυτταρικού τοιχώματος των
μικροβίων δεσμεύοντας βασικές του πρωτεΐνες
2.2 Ενδείξεις
Η cefuroxime ενδείκνυται για την θεραπεία των κατωτέρων λοιμώξεων όταν προκαλούνται από
ευαίσθητα σε αυτή μικρόβια :
α. Λοιμώξεις από αιμόφιλο της ινφλουένζας (όχι μηνιγγίτιδα) ανθεκτικό στην αμπικιλλίνη.
β. Γονοκοκκικές λοιμώξεις από γονόκοκκο ανθεκτικό στην πενικιλλίνη.
γ. Λοιμώξεις από μικροοργανισμούς νοσοκομειακής προέλευσης, ανθεκτικούς στην 1
η
γενεά των
κεφαλοσπορινών (π.χ. κολοβακτηρίδια, κλεμπσιέλλες, πρωτείς, εντεροβακτηρίδια, προβιντέντσια
και κιτροβακτηρίδια).
Οι ενδείξεις της περιλαμβάνουν :
- Λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος όπως οξεία και χρόνια βρογχίτιδα,
Βρογχεκτασίες επιπλεγμένες με λοίμωξη, μικροβιακή πνευμονία, πνευμονικό απόστημα και
μετεγχειρητικές λοιμώξεις των πνευμόνων.
- Λοιμώξεις ωτο-ρινο-λαρυγγολογικές όπως ιγμορίτιδα, αμυγδαλίτιδα, φαρυγγίτιδα και μέση
ωτίτιδα.
- Λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος όπως οξεία και χρόνια πυελονεφρίτιδα
κυστίτιδα και ασυμπτωματική βακτηριουρία.
- Λοιμώξεις δέρματος και μαλακών μορίων όπως κυτταρίτιδα, ερυσίπελας και λoιμώξεις τραυμάτων.
- Λοιμώξεις των οστών και αρθρώσεων όπως οστεομυελίτιδα και σηπτική αρθρίτιδα.
- Λοιμώξεις μαιευτικές, γυναικολογικές, και φλεγμονώδεις νόσοι της πυέλου.
- Γονόρροια, ιδιαίτερα όταν δεν ενδείκνυται η πενικιλλίνη.
- Διάφορες άλλες λοιμώξεις συμπεριλαμβανομένων της σηψαιμίας και της περιτονίτιδας.
- Προφύλαξη σε επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα, στην πύελο, στην ορθοπεδική, καρδιοχειρουργική,
θωρακοχειρουργική, χειρουργική του οισοφάγου και των αγγείων δηλαδή όπου υπάρχουν
αυξημένες πιθανότητες μικροβιακών επιπλοκών.
Συνήθως η cefuroxime είναι δραστική μόνη της, μπορεί όμως να συνδυασθεί
με αμινογλυκοσίδες ή μετρονιδαζόλη (από το στόμα ή σε υπόθετα ή ενέσιμη), ιδιαίτερα για την
προφύλαξη σε χειρουργική επέμβαση του παχέος εντέρου ή σε γυναικολογική επέμβαση (βλέπε
παρ. 2.4 προφυλάξεις).
Το Cefuroxime υπάρχει και υπό τη μορφή του εστέρα της αξετίλης (cefuroxime αxetil) για χορήγηση
από του στόματος.
Αυτό επιτρέπει τη συνέχιση της θεραπείας με το ίδιο αντιβιοτικό, όταν κατά την κρίση του ιατρού
ενδείκνυται κλινικά και μικροβιολογικά αλλαγή από παρεντερική θεραπεία σε από του στόματος.
Η διάρκεια της παρεντερικής και της από του στόματος θεραπείας προσδιορίζεται από τη
σοβαρότητα της λοίμωξης και της κλινικής κατάστασης του ασθενή.
2.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στις κεφαλοσπορίνες, ιστορικό αναφυλαξίας και αλλεργικού shock στην πενικιλλίνη.
2.4 Ειδικές προφυλάξεις και προειδοποιήσεις κατά τη χρήση :
2.4.1 Γενικά :
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με cefuroxime πρέπει να ληφθεί προσεκτικά ιστορικό
προκειμένου να καθορισθεί εάν ο ασθενής έχει εμφανίσει κατά το παρελθόν αντιδράσεις
υπερευαισθησίας στις κεφαλοσπορίνες, τις πενικιλλίνες ή άλλα φάρμακα.
Το συγκεκριμένο φάρμακο πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς υπερευαίσθητους στις
πενικιλλίνες λόγω διασταυρούμενης υπερευαισθησίας που έχει παρατηρηθεί μεταξύ των β-
λακταμικών αντιβιοτικών.
Σε περίπτωση εκδήλωσης αλλεργικής αντίδρασης από τη χορήγηση cefuroxime, η λήψη του
φαρμάκου πρέπει να διακοπεί και μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση αντιισταμινικών ή
κορτικοστεροειδών.
Σε σοβαρές περιπτώσεις οξείας υπερευαισθησίας μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση αδρεναλίνης και
η λήψη άλλων μέτρων επείγουσας αντιμετώπισης.
Τα αντιβιοτικά, περιλαμβανομένης και της cefuroxime, πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε κάθε
ασθενή ο οποίος έχει εμφανίσει κάποια μορφή αλλεργίας, ιδίως σε φάρμακα.
Υψηλές δόσεις κεφαλοσπορινών πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε άτομα που κάνουν
σύγχρονη θεραπεία με ισχυρά διουρητικά όπως η φουροσεμίδη ή με αμινογλυκοσίδες, επειδή οι
συνδυασμοί αυτοί μπορεί να έχουν επίδραση στη νεφρική λειτουργία.
Σ’ αυτούς τους ασθενείς, σε ηλικιωμένους και σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια, η
νεφρική λειτουργία θα πρέπει να ελέγχεται (βλέπε παρ. 2.6 δοσολογία και χορήγηση).
Εάν εμφανίσετε διάρροια η οποία επιμένει επικοινωνήστε αμέσως με το γιατρό σας.
Η πιθανότητα εμφάνισης ανθεκτικών μικροοργανισμών με αποτέλεσμα τον υπέρμετρο
πολλαπλασιασμό τους θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ιδίως σε περιπτώσεις μακροχρόνιας
χορήγησης αντιβιοτικών.
Σημαντική είναι η προσεκτική παρακολούθηση του ασθενούς. Εάν κατά τη διάρκεια της αγωγής
εμφανισθεί αναμόλυνση από το ίδιο μικρόβιο, πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Όπως και με άλλα θεραπευτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της μηνιγγίτιδας,
έχει αναφερθεί ήπια έως μέτρια απώλεια της ακοής σε λίγους παιδιατρικούς ασθενείς που έκαναν
θεραπεία με θειική κεφουροξίμη.
Έχει επίσης παρατηρηθεί συνέχιση των θετικών καλλιεργειών εγκεφαλονωτιαίου υγρού
από αιμόφιλο της ινφλουένζας για 18-36 ώρες με τη χρήση του cefuroxime injection, πράγμα που
παρατηρείται και με άλλα αντιβιοτικά. Εν τούτοις η κλινική συσχέτιση αυτής της παρατήρησης είναι
άγνωστη.
Όπως και με άλλα αντιβιοτικά η χρήση κεφουροξίμης μπορεί να προκαλέσει ανάπτυξη Candida. Η
παρατεταμένη χρήση μπορεί επίσης να προκαλέσει ανάπτυξη άλλων μη ευαίσθητων σε αυτή
μικροοργανισμών (π.χ. Enterococci, Clostridium difficile) η οποία μπορεί να απαιτήσει διακοπή της
θεραπείας.
2.4.2 Ηλικιωμένοι :
Η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να ελέγχεται.
2.4.3 Κύηση :
Θα πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μόνο όταν αυτό είναι απολύτως
απαραίτητο.
2.4.4 Γαλουχία :
Η κεφουροξίμη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή όταν η κεφουροξίμη
χορηγείται στη μητέρα που θηλάζει.
2.4.5 Παιδιά :
Βλέπε δοσολογία και χορήγηση.
2.4.6 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων :
Καμία.
2.4.7 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις για τα περιεχόμενα έκδοχα :
Δεν υπάρχουν έκδοχα.
2.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Αντίστοιχα με άλλα αντιβιοτικά η κεφουροξίμη μπορεί να επηρεάσει την εντερική χλωρίδα, με
αποτέλεσμα τη μικρότερη επαναπορρόφηση οιστρογόνων και τη μειωμένη αποτελεσματικότητα των
συνδυασμών αντισυλληπτικών από το στόμα.
Η πιθανότητα νεφροτοξικότητας επιτείνεται σε ταυτόχρονη χορήγηση με διουρητικά της αγκύλης,
αμινογλυκοσίδες ή μετά από χορήγηση ακτινοσκιερών ουσιών. Η προβενεκίδη αυξάνει τα επίπεδα
της κεφουροξίμης στο αίμα και παρατείνει τον χρόνο ημίσειας ζωής.
Η σύγχρονη χορήγηση τετρακυκλίνης και χλωραμφενικόλης πρέπει να αποφεύγεται.
Η cefuroxime μπορεί να προκαλέσει ψευδώς θετική αντίδραση στη δοκιμασία για γλυκοζουρία με τις
μεθόδους αναγωγής του χαλκού (Benedict, Fehling, Clinitest) όχι όμως και με τις ενζυμικές
δοκιμασίες για γλυκοζουρία (π.χ. Tes Tape).
Επίσης η cefuroxime προκαλεί ψευδώς αρνητική αντίδραση σε δοκιμασία με σιδηροκυανιούχο.
Σε ασθενείς που παίρνουν cefuroxime συνιστάται ο προσδιορισμός της γλυκόζης
στο αίμα να γίνεται με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οξειδάση ή εξοκινάση.
Η cefuroxime δεν επηρεάζει τον προσδιορισμό της κρεατινίνης με πικρικά αλκάλια.
2.6 Δοσολογία
Η συνήθης διάρκεια θεραπείας είναι 7 ημέρες (5-10) ημέρες.
Συστάσεις γενικής δοσολογίας
Χορηγείται ενδομυϊκώς, βραδέως ενδοφλεβίως ή σε έγχυση (ημίωρης διάρκειας).
Ενήλικοι : Οι περισσότερες λοιμώξεις ανταποκρίνονται με 750 mg τρεις φορές την ημέρα ενδομυϊκά
ή ενδοφλέβια. Σε πολύ σοβαρές λοιμώξεις η δόση αυξάνεται σε 1,5 g τρεις φορές την ημέρα
ενδοφλέβια. Επίσης αν χρειασθεί, χορηγείται ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια ανά 6 ώρες με σύνολο
ημερήσιας δοσολογίας 3-6 g.
Βρέφη και παιδιά: 30-100 mg/kg την ημέρα σε τρεις ή τέσσερις ημερήσιες δόσεις.
Τα 60 mg/kg την ημέρα είναι κατάλληλη δόση για τις περισσότερες λοιμώξεις.
Η Cefuroxime δεν χορηγείται σε παιδιά μικρότερα των 3 μηνών.
Γονόρροια
Στη γονόρροια χορηγείται 1,5 g κεφουροξίμης ενδομυϊκά εφ’άπαξ, δηλαδή δύο ενέσεις των 750 mg
από μία στον κάθε γλουτό.
Προφύλαξη
Η συνήθης δόση είναι 1,5 g εvδοφλέβια με την αναισθησία για επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα, στην
πύελο και στην ορθοπεδική, τα οποία συμπληρώνονται με δύο δόσεις των 750 mg ενδομυϊκά, από
μία δόση 8 και 16 ώρες αργότερα.
Για επεμβάσεις στην καρδιά, στο θώρακα, στον οισοφάγο και στα αγγεία, 1,5 g ενδοφλέβια με την
αναισθησία, τα οποία συμπληρώνονται με 750mg ενδομυϊκά ανά 8ωρο για 24-48 ώρες. Σε
αντικατάστασή της κατ’ ισχίον αρθρώσεως, 1,5 g σκόνης Cefuroxime ανακατεύεται με κάθε πακέτο
πολυμερούς μεθυλο-μεθακρυλικού τσιμέντου, πριν προστεθεί το υγρό μονομερές.
Νεφρική ανεπάρκεια
Το Cefuroxime απεκκρίνεται από τα νεφρά. Γι’ αυτό όπως και με τα άλλα αντιβιοτικά αυτής της
κατηγορίας συνιστάται η μείωση της δοσολογίας σε ασθενείς με σοβαρή ανεπάρκεια της νεφρικής
λειτουργίας, ώστε να αντισταθμίζεται η μειωμένη δυνατότητα απεκκρίσεως των νεφρών.
Πάντως δεν είναι απαραίτητο να μειωθεί η δοσολογία παρά μόνο στη βαρειά ανεπάρκεια ενηλίκων,
όταν δηλαδή η κάθαρση κρεατινίνης πέσει κάτω από 20ml / λεπτό. Αν η κάθαρση κρεατινίνης είναι
10-20 ml / λεπτό, χορηγούνται 750 mg δύο φορές την ημέρα.
Όταν είναι κάτω των 10 ml /λεπτό, 750 mg μία φορά την ημέρα είναι αρκετά.
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιύλιση χορηγούνται 750 mg επί πλέον ενδοφλέβια ή
ενδομυϊκά μετά τη διύλιση.
Σε συνδυασμό με την παρεντερική χορήγηση η Cefuroxime μπορεί να προστεθεί
στο υγρό της περιτοναϊκής διύλισης (συνήθως 250 mg σε κάθε δύο λίτρα υγρού διύλισης). Στους
ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια που βρίσκονται υπό συνεχή αρτηριοφλεβική αιμοδιύλιση ή
αιμοκάθαρση υψηλής ροής σε μονάδες εντατικής θεραπείας, η κατάλληλη δόση είναι 750 mg δύο
φορές την ημέρα.
Για αιμοκάθαρση χαμηλής ροής εφαρμόζεται το δοσολογικό σχήμα που συνιστάται σε μειωμένη
νεφρική λειτουργία.
ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Ενδομυϊκά : Προστίθενται 3 ml ενέσιμου ύδατος στο cefuroxime 750 mg και ενίεται ως εναιώρημα.
Ενδοφλέβια : Προστίθενται τουλάχιστον 6 ml στο cefuroxime 750 mg, και ενίεται μόνο ως διάλυμα.
Τα διαλύματα αυτά χορηγούνται κατευθείαν στη φλέβα ή προστίθενται στα κατά σταγόνα
παρεντερικά διαλύματα.
Ενδοφλέβια έγχυση : Προστίθενται 15ml ενέσιμου ύδατος στην κεφουροξίμη 1,5g.Προσθέστε το
ανασυσταθέν διάλυμα σε 50 ή 100 ml συμβατού υγρού έγχυσης (βλέπε παρ. 2.11 Συμβατότητα –
Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος). Τα διαλύματα αυτά χορηγούνται κατευθείαν
στη φλέβα ή προστίθενται στα κατά σταγόνα παρεντερικά διαλύματα
2.7 Υπερδοσολογία- Αντιμετώπιση:
Υπερβολική λήψη κεφαλοσπορινών μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό στον εγκέφαλο
με ενδεχόμενους σπασμούς. Η στάθμη ορού του cefuroxime μπορεί να μειωθεί με αιμοδιύλιση ή με
περιτοναϊκή διύλιση.
Τηλέφωνο Κέντρου Δηλητηριάσεων Αθήνας (01)7793777
2.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν για την cefuroxime χαρακτηρίζονται πολύ
σπάνιες(<1/10.000) και γενικά είναι ήπιες και παροδικές.
Οι κατηγορίες συχνοτήτων για τις ανεπιθύμητες ενέργειες παρακάτω είναι κατά προσέγγιση καθώς
για τις περισσότερες ενέργειες δεν υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία για τον υπολογισμό της
συχνότητας. Επιπλέον η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με τη νατριούχο
κεφουροξίμη μπορεί να ποικίλλει ανάλογα μα την ένδειξη.
Στοιχεία από κλινικές μελέτες χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογιστεί η συχνότητα των πολύ συχνών
έως σπάνιων ανεπιθύμητων ενεργειών. Οι συχνότητες όλων των άλλων ανεπιθύμητων ενεργειών
(δηλ. αυτών που εμφανίζονται <1/1000) υπολογίστηκαν κυρίως χρησιμοποιώντας στοιχεία μετά την
κυκλοφορία του προϊόντος και αναφέρονται σε συχνότητα αναφοράς παρά σε πραγματική
συχνότητα. Η ακόλουθη συνθήκη έχει χρησιμοποιηθεί για τον χαρακτηρισμό της συχνότητας:
Πολύ συχνές >1/10
Συχνές >1/100, και <1/10
Όχι συχνές >1/1.000 και <1/100
Σπάνιες >1/10.000 και <1/1.000
Πολύ σπάνιες <1/10.000
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Σπάνιες : Υπερανάπτυξη Candida
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Συχνές ; Ουδετεροπενία, ηωσινοφιλία
Όχι συχνές : Λευκοπενία, μείωση της συγκέντρωσης της αιμοσφαιρίνης, θετική δοκιμασία Coomb’s
Σπάνιες : Θρομβοπενία
Πολύ σπάνιες : Αιμολυτική αναιμία
Η ομάδα των κεφαλοσπορινών έχει την τάση να προσροφάται στην επιφάνεια των μεμβρανών των
ερυθρών αιμοσφαιρίων και να αντιδρά με τα αντισώματα έναντι του φαρμάκου, ώστε να παράγεται
θετική άμεσος αντίδραση Coomb’s (που μπορεί να επιδρά στη διασταύρωση του αίματος) και
σπανίως να συνοδεύεται από αιμολυτική αναιμία.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας που περιλαμβάνουν
Όχι συχνές : Δερματικό εξάνθημα, κνίδωση και κνησμός
Σπάνιες : Φαρμακευτικός πυρετός
Πολύ σπάνιες : Διάμεση νεφρίτιδα, αναφυλαξία, λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα
Βλέπε επίσης Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού και διαταραχές των νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές ; Θρομβοφλεβίτιδα μπορεί να ακολουθήσει μετά την ενδοφλέβια ένεση
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Όχι συχνές : Γαστρεντερικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Συχνές: Παροδική αύξηση των ηπατικών ενζύμων
Όχι συχνές: Παροδική αύξηση της χολερυθρίνης
Παροδικές αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων στον ορό ή της χολερυθρίνης εμφανίζονται ιδιαίτερα σε
ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική νόσο, αλλά δεν υπάρχει ένδειξη κινδύνου για το ήπαρ.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Πολύ σπάνιες: Πολύμορφο ερύθημα, τοξική νεκρωτική επιδερμόλυση και σύνδρομο Stevens
Johnson
Βλέπε επίσης Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Πολύ σπάνιες: Αύξηση της κρεατινίνης του ορού, αύξηση του αζώτου της ουρίας του
αίματος και μείωση της κάθαρσης κρεατινίνης (βλέπε προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη
χρήση)
Βλέπε επίσης Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές: Αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης που μπορεί να περιλαμβάνουν
πόνο και θρομβοφλεβίτιδα
Ο πόνος στο σημείο που γίνεται η ενδομυϊκή ένεση είναι πιο πιθανό να συμβεί με τις υψηλές δόσεις.
Ωστόσο είναι απίθανο να γίνει αιτία διακοπής της θεραπείας.
2.9 Τι πρέπει να γνωρίζετε στη περίπτωση που παραλείψατε να πάρετε κάποια δόση :
Εάν πρέπει να λαμβάνεται το φάρμακο συνεχώς και παραλείψατε μία δόση, θα
πρέπει να πάρετε τη δόση αυτή το ταχύτερο δυνατόν. Εάν, εν τούτοις, πλησιάζει η
ώρα για την επόμενη δόση μη λάβετε τη δόση που παραλείψατε, αλλά συνεχίστε
κανονικά τη θεραπεία.
Μη διπλασιάζετε τις δόσεις.
2.10 Ημερομηνία λήξης του προϊόντος :
Αναγράφεται στη εξωτερική και εσωτερική συσκευασία
Σε περίπτωση που η ημερομηνία αυτή έχει παρέλθει μην το χρησιμοποιήσετε
2.11 Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη φύλαξη του προϊόντος :
Φυλάγεται μακριά από το φως.
Το εναιώρημα του cefuroxime για ενδομυϊκή χορήγηση και το διάλυμα για την
ενδοφλέβια διατηρούν την ισχύ τους επί 5 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου κάτω
των 25º C και 48 ώρες στο ψυγείο στους 4º C. Αραιότερα διαλύματα π.χ. 1,5 g σε
50 ml ενέσιμου ύδατος, διατηρούν την ισχύ τους 24 ώρες κάτω των 25º C και 72
ώρες στο ψυγείο. Η διατήρηση κάνει εντονότερη τη χρώση των διαλυμάτων και των
εναιωρημάτων του cefuroxime.
ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ
Διάλυμα 1,5g cefuroxime σε 15ml ενέσιμου ύδατος μπορεί να προστεθεί σε 100ml διαλύματος
500mg μετρονιδαζόλης και παραμένει δραστικό μέχρι 24 ώρες κάτω των 25º C.
1,5g cefuroxime είναι συμβατό με 1g αζλοκιλλίνης σε 15ml ή 5g σε 50ml για 24 ώρες στους 4º C ή
για 6 ώρες κάτω των 25º C. Όταν το cefuroxime (5 mg/ml ) αναμειγνύεται με 5% ή 10% ενέσιμη
ξυλιτόλη διατηρείται για 24ώρες στους 25º C. Το cefuroxime είναι συμβατό με τα ενδοφλέβια
διαλύματα, διατηρεί την ισχύ του για 24 ώρες στη θερμοκρασία δωματίου με τα εξής διαλύματα:
χλωριούχου νατρίου 0,9%, δεξτρόζης 5%, χλωριούχου νατρίου 0,18% και δεξτρόζης 4%, 5%
δεξτρόζης και 0,9% χλωριούχου νατρίου, 5% δεξτρόζης και 0,45% χλωριούχου νατρίου, 5%
δεξτρόζης
και 0,225%, χλωριούχου νατρίου, 10% δεξτρόζης, 10% ιμβερτοσακχάρου σε ενέσιμο ύδωρ, διάλυμα
Ringer, διάλυμα Ringer με γαλακτικό νάτριο, Μ/6 γαλακτικού νατρίου και διάλυμα Hartmann.
Η σταθερότητα του cefuroxime στο φυσιολογικό ορό και στο διάλυμα 5% δεξτρόζης
δεν επηρεάζεται από την παρουσία της μετά νατρίου φωσφορικής υδροκορτιζόνης.
Στα άτομα όμως που γίνεται έγχυση διαλύματος διττανθρακικού νατρίου, το cefuroxime μπορεί να
προστεθεί στο σωλήνα της συσκευής. Το cefuroxime είναι συμβατό με υδατικά διαλύματα
υδροχλωρικής λιγνοκαίνης 1%. Το cefuroxime είναι επίσης συμβατό για 24 ώρες σε θερμοκρασία
δωματίου όταν αναμειγνύεται για ενδοφλέβια έγχυση με ηπαρίνη (10 και 50 μονάδες/ml) σε διάλυμα
0,9% χλωριούχου νατρίου, χλωριούχο κάλιο (10 και 40 χιλιοστοϊσοδύναμα) σε διάλυμα 0,9%
χλωριούχου νατρίου.
2.12 Ημερομηνία τελευταίας αναθεώρησης του φύλλου οδηγιών
3. 3. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ.
-Το φάρμακο αυτό σας το έγραψε ο γιατρός σας μόνο για το συγκεκριμένο ιατρικό σας
πρόβλημα. Δεν θα πρέπει να το δίνετε σε άλλα άτομα ή να το χρησιμοποιείτε για κάποια άλλη
πάθηση, χωρίς προηγουμένως να έχετε συμβουλευθεί το γιατρό σας.
-Εάν κατά τη διάρκεια της θεραπείας εμφανισθεί κάποιο πρόβλημα με το φάρμακο, ενημερώστε
αμέσως το γιατρό σας ή το φαρμακοποιό σας.
-Εάν έχετε οποιαδήποτε ερωτηματικά γύρω από τις πληροφορίες που αφορούν το φάρμακο που
λαμβάνετε ή χρειάζεσθε καλύτερη ενημέρωση για το ιατρικό σας πρόβλημα μη διστάσετε να
ζητήσετε τις πληροφορίες αυτές από το γιατρό σας ή το φαρμακοποιό σας.
-Για να είναι αποτελεσματικό και ασφαλές το φάρμακο που σας χορηγήθηκε θα πρέπει να
λαμβάνεται σύμφωνα με τις οδηγίες που σας δόθηκαν.
-Για την ασφάλειά σας και την υγεία σας είναι απαραίτητο να διαβάσετε με προσοχή κάθε
πληροφορία που αφορά το φάρμακο που σας χορηγήθηκε.
-Να μη διατηρείτε τα φάρμακα σε ερμάρια του λουτρού, διότι η ζέστη και η υγρασία μπορεί να
αλλοιώσουν το φάρμακο και να το καταστήσουν επιβλαβές για την υγεία σας.
-Να μη κρατάτε φάρμακα που δεν τα χρειάζεστε πλέον ή που ήδη έχουν λήξει.
-Για μεγαλύτερη ασφάλεια κρατάτε όλα τα φάρμακα σε ασφαλές μέρος μακριά από τα παιδιά.
Το φάρμακο αυτό χορηγείται μόνο με ιατρική συνταγή.