ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Suprefact
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα φιαλίδιο πολλαπλών δόσεων Suprefact ενέσιμο περιέχει 7 ml ενέσιμο
διάλυμα. Ένα ml ενέσιμου διαλύματος περιέχει 1,05 mg οξική βουσερελίνη που
αντιστοιχεί σε 1 mg βουσερελίνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Suprefact ενδείκνυται σε ενήλικες για την αγωγή του προχωρημένου,
ορμονοεξαρτώμενου καρκίνου του προστάτη, αν δεν έχει γίνει ορχεκτομή (δεν
αναμένεται περαιτέρω καταστολή της τεστοστερόνης από τη βουσερελίνη).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Για να διασφαλιστεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, είναι πολύ σημαντικό οι δόσεις
να χορηγούνται ανά ίσα περίπου μεσοδιαστήματα.
Οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν αυστηρά τα διαστήματα αυτά.
Η δοσολογία γενικά βασίζεται στις ακόλουθες οδηγίες:
Το Suprefact ενέσιμο διάλυμα προορίζεται για την έναρξη της κατασταλτικής
αγωγής.
Ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος, η ημερήσια δόση είναι 1,5 mg βουσερελίνη.
Η ημερήσια αυτή δόση χορηγείται υποδορίως 3 φορές την ημέρα από 0,5 ml
βουσερελίνη σε περίπου ίδια χρονικά διαστήματα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το Suprefact δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά. Η ασφάλεια και η
αποτελεσματικότητα του Suprefact στα παιδιά δεν έχει τεκμηριωθεί.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, στα LHRH-ανάλογα ή σε κάποιο από τα
έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Σε υπερτασικούς ασθενείς θα πρέπει να ελέγχεται σε τακτά χρονικά
διαστήματα η αρτηριακή πίεση (κίνδυνος επιδείνωσης της αρτηριακής πίεσης).
Παράταση του διαστήματος QT
Θεραπεία αποστέρησης ανδρογόνου ενδέχεται να παρατείνει το διάστημα QT.
Σε ασθενείς με ιστορικό ή παράγοντες κινδύνου για παράταση του QT και σε
ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα φαρμακευτικά προϊόντα που ενδέχεται να
παρατείνουν το διάστημα QT (βλ. παράγραφο 4.5) οι ιατροί θα πρέπει να
αξιολογούν το λόγο οφέλους κινδύνου περιλαμβανομένης της πιθανότητας για
ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου Torsade de pointes») πριν από την έναρξη του
Suprefact.
Η χρήση αγωνιστών LH-RH πιθανώς να συνδέεται με ελάττωση της οστικής
πυκνότητας και πιθανώς να οδηγήσει σε οστεοπόρωση και αυξημένο κίνδυνο
οστικού κατάγματος (βλ. παράγραφο 4.8). Ιδιαίτερη προσοχή είναι αναγκαία σε
ασθενείς με πρόσθετους παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση (π.χ. χρόνια
κατάχρηση οινοπνευματωδών, καπνιστές, μακροχρόνια θεραπεία με
αντιεπιληπτικά ή κορτικοστεροειδή ή οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης).
Συνιστάται να παρακολουθείται η οστική πυκνότητα και να λαμβάνονται
προληπτικά μέτρα κατά τη θεραπεία για την πρόληψη της
οστεοπενίας/οστεοπόρωσης.
Σε κάποιους ασθενείς υπό αγωγή με αγωνιστές- GnRH, παρατηρείται αλλαγή
της ανοχής στη γλυκόζη (βλ. παράγραφο 4.8). Σε διαβητικούς ασθενείς τα
επίπεδα γλυκόζης στο αίμα θα πρέπει να ελέγχονται τακτικά (κίνδυνος
επιδείνωσης μεταβολικού ελέγχου).
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος κατάθλιψης εξαιτίας κάποιου γεγονότος οποία
ενδέχεται να είναι σοβαρή) σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αγωγή με
αγωνιστές της ορμόνης που διεγείρει την έκλυση γοναδοτροπινών (GnRH), όπως
η βουσερελίνη. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται ανάλογα και να
αντιμετωπίζονται κατάλληλα εάν εμφανιστούν συμπτώματα.
Ασθενείς με ιστορικό κατάθλιψης πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά και
να αντιμετωπίζονται θεραπευτικά εφόσον είναι αναγκαίο (κίνδυνος υποτροπής
ή επιδείνωσης της κατάθλιψης).
Συνιστάται συμπληρωματικά, περίπου 5 ημέρες πριν από την έναρξη της
αγωγής η χορήγηση αντιανδρογόνου.
Η συμπληρωματική αυτή αγωγή πρέπει να συνεχιστεί παράλληλα με τη
χορήγηση βουσερελίνης για 3-4 εβδομάδες. Μετά από αυτή τη χρονική περίοδο
συνήθως η βουσερελίνη προκαλεί ικανοποιητική ελάττωση των επιπέδων της
τεστοστερόνης αίματος.
Σε ασθενείς με γνωστές μεταστάσεις, π.χ. της σπονδυλικής στήλης, η
συμπληρωματική αυτή αγωγή με ένα αντιανδρογόνο είναι απαραίτητη
2
προκειμένου να προληφθούν οι αρχικές επιπλοκές συμπεριλαμβανόμενης της
συμπίεσης του νωτιαίου μυελού και της εξ αυτής παράλυσης που οφείλεται σε
παροδική έξαρση του όγκου και των μεταστάσεών του (βλ. επίσης παράγραφο
4.8).
Δημοσιευμένες επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν συσχέτιση μεταξύ της
αγωγής με αγωνιστές GnRH και του αυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου
(όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου, αιφνίδιο καρδιακό θάνατο και αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο) και της εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη. Οι κίνδυνοι
αυτοί πρέπει να αξιολογούνται πριν από την έναρξη και κατά τη διάρκεια της
θεραπείας και οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται και να
αντιμετωπίζονται ανάλογα.
Λόγω της καταστολής της τεστοστερόνης, η θεραπεία με αγωνιστές GnRH
πιθανόν να αυξήσει τον κίνδυνο αναιμίας. Οι ασθενείς πρέπει να
αξιολογούνται για τον κίνδυνο αυτό και να αντιμετωπίζονται ανάλογα.
Η ανταπόκριση στην αγωγή μπορεί να ελεγχθεί με μέτρηση των επιπέδων
τεστοστερόνης στον ορό, της όξινης φωσφατάσης και με το ειδικό αντιγόνο για
τον προστάτη (PSA). Τα επίπεδα τεστοστερόνης αυξάνουν κατά την έναρξη της
αγωγής και στη συνέχεια μειώνονται για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των
2 εβδομάδων. Τα επίπεδα τεστοστερόνης μετά από 2-4 εβδομάδες φθάνουν στα
όρια ευνουχισμού και παραμένουν εκεί σε όλη τη διάρκεια της αγωγής.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ειδικές μελέτες αλληλεπίδρασης.
Κατά τη διάρκεια της αγωγής με βουσερελίνη είναι δυνατόν να μειωθεί η
δράση των αντιδιαβητικών φαρμάκωνλ. επίσης παράγραφο 4.8).
Εφόσον η θεραπευτική αγωγή αποστέρησης ανδρογόνου ενδέχεται να
παρατείνει το διάστημα QT, η ταυτόχρονη χρήση του Suprefact με φαρμακευτικά
προϊόντα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT ή φαρμακευτικά
προϊόντα που είναι ικανά να επάγουν ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου Torsade de
pointes») όπως αντιαρρυθμικά φαρμακευτικά προϊόντα κατηγορίας IA (π.χ.
κινιδίνη, δισοπυραμίδη) ή κατηγορίας III (π.χ. αμιοδαρόνη, σοταλόλη,
δοφετιλίδη, ιβουτιλίδη), μεθαδόνη, μοξιφλοξασίνη, αντιψυχωσικά κ.λπ. θα
πρέπει να αξιολογείται προσεκτικά.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Δεν εφαρμόζεται.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες για τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Συγκεκριμένες ανεπιθύμητες ενέργειες (π.χ.
ζάλη) δυνατόν να επηρεάσουν την ικανότητα του ασθενή να συγκεντρωθεί και
να αντιδράσει και γι’ αυτό να προκαλέσουν κίνδυνο σε περιστάσεις όπου η
ικανότητα αυτή είναι ιδιαίτερης σημασίας (π.χ. χειρισμός αυτοκινήτου ή
μηχανημάτων). Επομένως, οι ασθενείς πρέπει να προειδοποιούνται για τη
3
δυνητική επίδραση αυτών των συμβαμάτων στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η αγωγή με βουσερελίνη μπορεί να προκαλέσει:
Παρακλινικές εξετάσεις:
αλλαγές στα λιπίδια του αίματος, αύξηση των
επιπέδων των ηπατικών ενζύμων στον ορό (π.χ. τρανσαμινάσες), αύξηση της
χολερυθρίνης, αλλαγές σωματικού βάρους (αύξηση ή μείωση).
Εμπειρία μετά την κυκλοφορία του προϊόντος με μη γνωστή συχνότητα:
παράταση του διαστήματος QT (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.5).
Καρδιακές διαταραχές:
αίσθημα παλμών.
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
θρομβοπενία και
λευκοπενία.
Δ μ : ιαταραχές του νευρικού συστή ατος κεφαλαλγία (σε σπάνιες περιπτώσεις υπό
μορφή ημικρανίας), διαταραχές ύπνου, υπνηλία, διαταραχές της συγκέντρωσης
και της μνήμης, ζάλη.
Οφθαλμικές διαταραχές:
διαταραχές της όρασης (π.χ. θολή όραση), αίσθημα
πίεσης πίσω από τους οφθαλμούς.
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου:
εμβοές των ώτων, διαταραχές της
ακοής.
Διαταραχές του γαστρεντερικού:
ναυτία, έμετος, διάρροια, δυσκοιλιότητα.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
αλλαγές στην τρίχωση του
σώματος και της κεφαλής (αύξηση ή μείωση).
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού:
μυοσκελετική δυσκαμψία και άλγος (συμπεριλαμβανόμενου του
άλγους/δυσκαμψίας στον ώμο). Η χρήση των αγωνιστών LHRH μπορεί να
συνδέεται με ελάττωση της οστικής πυκνότητας που μπορεί να οδηγήσει σε
οστεοπόρωση και σε αυξημένο κίνδυνο κατάγματος των οστών. Ο κίνδυνος
των σκελετικών καταγμάτων αυξάνει με τη διάρκεια της θεραπείας.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
αυξημένη δίψα, αλλαγές στην
όρεξη, μείωση της ανοχής στη γλυκόζη. Σε διαβητικούς ασθενείς, αυτό πιθανόν
να οδηγήσει σε απορύθμιση του μεταβολικού ελέγχου.
Νεοπλάσματα καλοήθη, κακοήθη και μη καθορισμένα (περιλαμβανομένων των
κύστεων και των πολυπόδων):
Έχουν αναφερθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις αδενωμάτων της υπόφυσης κατά
τη θεραπεία με LHRH-αγωνιστές, συμπεριλαμβανόμενης της βουσερελίνης.
Αγγειακές διαταραχές:
επιδείνωση της αρτηριακής πιέσεως σε υπερτασικούς
ασθενείς.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης:
κόπωση.
4
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Αυτές δυνατόν να εκδηλωθούν με την μορφή ερυθρότητας του δέρματος,
κνησμού, δερματικών εξανθημάτων (συμπεριλαμβανόμενης της κνίδωσης) και
αλλεργικού άσθματος με δύσπνοια που σε μεμονωμένες περιπτώσεις μπορεί να
οδηγήσει σε αναφυλακτική/αναφυλακτοειδή καταπληξία.
Ψυχιατρικές διαταραχές:
νευρικότητα, συγκινησιακή αστάθεια, αισθήματα
άγχους.
Διαταραχές της διάθεσης, κατάθλιψη (συχνές στη μακροχρόνια χρήση· όχι
συχνές στη βραχυχρόνια χρήση)
Κατά την έναρξη της αγωγής συνήθως παρουσιάζεται μια προσωρινή αύξηση
των επιπέδων τεστοστερόνης στον ορό και μπορεί να οδηγήσει σε παροδική
ενεργοποίηση του όγκου με δευτεροπαθείς αντιδράσεις, τέτοιες όπως:
- εμφάνιση ή έξαρση άλγους των οστών σε ασθενείς με μετάσταση στα
οστά,
- σημεία νευρολογικών διαταραχών λόγω συμπιέσεως από τον όγκο π.χ.
με μυϊκή αδυναμία στα άκρα,
- μειωμένη διούρηση, υδρονέφρωση ή λεμφική στάση,
- θρόμβωση με πνευμονική εμβολή.
Οι αντιδράσεις αυτές μπορούν κατά μεγάλο ποσοστό να αποφευχθούν με
ταυτόχρονη χορήγηση αντιανδρογόνου κατά την έναρξη της αγωγής με
βουσερελίνη (βλ. επίσης παράγραφο 4.4).
Μερικοί ασθενείς παρ’ όλα αυτά, ακόμη και με την παράλληλη χορήγηση
αντιανδρογόνου, μπορεί να εμφανίσουν ελαφρά αλλά παροδική αύξηση του
άλγους στην περιοχή του όγκου καθώς επίσης και επιδείνωση της γενικής
ευεξίας.
Επιπλέον, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν εξάψεις, ατροφία των όρχεων και
απώλεια της ικανότητας ή της γενετήσιας ορμής (στην πλειονότητα των
ασθενών ως αποτέλεσμα ορμονικής αποστέρησης), συνήθως ανώδυνη
γυναικομαστία (παροδικά) καθώς επίσης και ήπιο οίδημα των αστραγάλων και
των κάτω άκρων.
Είναι πιθανόν να παρουσιαστούν άλγος ή τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της
ένεσης.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς:
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
5
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
Κύπρος
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www . moh . gov . cy / phs
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Από την υπερδοσολογία μπορεί να προκύψουν σημεία και συμπτώματα όπως
εξασθένηση, κεφαλαλγία, νευρικότητα, εξάψεις, ζάλη, ναυτία, υπογάστριο
άλγος, οίδημα των κάτω άκρων και άλγος των μαστών, καθώς επίσης και
τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, όπως άλγος, αιμορραγία και
σκληρία.
Αντιμετώπιση
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας προσδιορίζεται ανάλογα με
τα συμπτώματα.
Τηλέφωνο Κέντρου Δηλητηριάσεων: + 30 210 77 93 777
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ορμονικά ανάλογα απελευθέρωσης
γοναδοτροφινών,
κωδικός ATC: L02AE01.
Μηχανισμός δράσης
Η βουσερελίνη είναι ένα ανάλογο της φυσικής ορμόνης που απελευθερώνει τη
γοναδοτροφίνηοναδορελίνη, GnRH) με ενισχυμένη βιολογική δράση.
Μετά από επανειλημμένες χορηγήσεις βουσερελίνης, αναστέλλεται σημαντικά
η έκκριση γοναδοτροφινών και των στεροειδών των γονάδων.
Η φαρμακολογική δράση αποδίδεται στην καταστολή των υποδοχέων LH-RH της
υπόφυσης.
Ειδικώς στους άρρενες η διακοπή της απελευθέρωσης γοναδοτροφινών
καταλήγει σε διαρκή μείωση της σύνθεσης και έκκρισης της τεστοστερόνης.
6
Η κατασταλτική δράση της βουσερελίνης στην έκκριση των στεροειδών των
γονάδων εξαρτάται από την ημερήσια δοσολογία, τη συχνότητα χορήγησης και
τη διάρκεια της αγωγής.
Ακόμη και όταν τα επίπεδα βουσερελίνης στον ορό βρίσκονται κάτω από τα
όρια ανίχνευσης, η απελευθέρωση γοναδοτροφίνης αναστέλλεται εξαιτίας της
παρατεταμένης δέσμευσης με τους υποδοχείς του πρόσθιου λοβού της
υπόφυσης (περίπου 3 ώρες).
Παρ’ όλο που η απελευθέρωση γοναδοτροφινών αναστέλλεται κατά τη
μακρόχρονη χορήγηση βουσερελίνης, η απέκκριση των άλλων ορμονών της
υπόφυσης (αυξητική ορμόνη, προλακτίνη, ΑCΤΗ, ΤSΗ) δεν επηρεάζεται άμεσα.
Εντούτοις, η έλλειψη οιστρογόνων μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη απέκκριση
της αυξητικής ορμόνης και της προλακτίνης. Η απέκκριση των στεροειδών των
επινεφριδίων παραμένει αναλλοίωτη.
Από την άποψη της πλήρους αναστολής συνθέσεως τεστοστερόνης στους
όρχεις, η βουσερελίνη είναι εξίσου αποτελεσματική με την ορχεκτομή για τη
θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη.
Σε σύγκριση με την ορχεκτομή, η βουσερελίνη πλεονεκτεί ως προς την
αναστρεψιμότητα και ως προς το μειωμένο ψυχολογικό stress που δημιουργείται
στους ασθενείς.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση και κατανομή
Η βουσερελίνη είναι υδατοδιαλυτή. Όταν χορηγείται με υποδόρια ένεση,
απορροφάται σταθερά.
Μετά από υποδόρια ένεση 200 μg, η βουσερελίνη είναι 70% βιοδιαθέσιμη.
Αντιθέτως, μετά την από του στόματος χορήγηση η βουσερελίνη δεν είναι
δραστική.
Η βουσερελίνη συγκεντρώνεται κατά προτίμηση στο ήπαρ και στους νεφρούς
καθώς επίσης και στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης, το οποίο βιολογικά
αποτελεί και το όργανο-στόχο.
Η ημιπερίοδος ζωής της αποβολής είναι περίπου 50-80 λεπτά μετά την
ενδοφλέβια χορήγηση, 80 λεπτά μετά την υποδόρια χορήγηση.
Η βουσερελίνη κυκλοφορεί στον ορό, κυρίως σε αμετάβλητη, ενεργό μορφή. Η
δέσμευση με τις πρωτεΐνες ανέρχεται στο 15% περίπου. Η βουσερελίνη και οι
αδρανείς μεταβολίτες αυτής απεκκρίνονται μέσω των νεφρών και της χολής. Η
συγκέντρωση στον ορό και η αποβολή βουσερελίνης με τα ούρα εμφανίζουν
χρονικά την ίδια διακύμανση. Στον άνδρα, περίπου 50% της βουσερελίνης
απεκκρίνεται αμετάβλητη με τα ούρα.
Βιομετασχηματισμός
7
Μελέτες in vitro έδειξαν ότι η βουσερελίνη αδρανοποιείται από τις πεπτιδάσες
(πυρογλουταμυλική πεπτιδάση και ενδοπεπτιδάσες που μοιάζουν με τη
χυμοθρυψίνη) στο ήπαρ και στους νεφρούς. Στην υπόφυση, η βουσερελίνη που
συνδέεται με τους υποδοχείς αδρανοποιείται από τα ένζυμα που είναι
εντοπισμένα στη μεμβράνη.
Αποβολή
Η βουσερελίνη και οι αδρανείς μεταβολίτες της απεκκρίνονται μέσω των
νεφρών, ενώ από μελέτες σε πειραματόζωα διαπιστώθηκε επίσης και αποβολή
μέσω της χολής.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε μακροχρόνιες μελέτες που διεξήχθησαν σε αρουραίους, σκύλους και
πιθήκους σχετικά με τη φαρμακολογία και την τοξικολογία δεν εντοπίσθηκαν
σημεία τοξικότητας ή ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις. Η ενδοκρινική δράση που
παρατηρήθηκε, ήταν περιορισμένη στις γονάδες.
Kατά τη μακρόχρονη αγωγή σε αρουραίους, παρατηρείται αδένωμα της
υπόφυσης. Το φαινόμενο αυτό δεν ανευρέθη σε σκύλους και πιθήκους.
Τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή
Η βουσερελίνη δεν εμφάνισε εμβρυοτοξική ή τερατογόνο δράση. Μελέτες που
διεξήχθησαν σε πειραματόζωα δεν εντόπισαν κάποια τοξικότητα στη μητέρα ή
τοξική επίδραση στο έμβρυο που να έχει σχέση με τους ανθρώπους.
Ανοσολογική τοξικότητα
Τόσο στα ζώα όσο και στον άνθρωπο δεν προκλήθηκε σχηματισμός
αντισωμάτων προς τη βουσερελίνη, ούτε και μετά από μακρόχρονη αγωγή.
Μεταλλαξιογόνος δράση
Δεν παρατηρήθηκαν ευρήματα μεταλλαξιογόνου δράσης από τη βουσερελίνη σε
καμιά από τις μελέτες που διεξήχθησαν.
Δυναμικό νεοπλασιών
Σε καμιά από τις μελέτες που διεξήχθησαν δεν παρατηρήθηκε δυναμικό
καρκινογένεσης από τη βουσερελίνη.
Τοπική ανοχή
Η τοπική ανοχή της βουσερελίνης μετά από ένεση ή μετά από εφαρμογή στο
βλεννογόνο σε υδατικό διάλυμα είναι εξαιρετική.
Η τοπική ανοχή των εμφυτευμάτων βουσερελίνης είναι καλή και οι
αντιδράσεις των ιστών στο σημείο της ένεσης είναι λιγότερες.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
8
6.1 Κατάλογος εκδόχων
. Βenzyl alcohol
. Sodium phosphate monobasic
. Sodium chloride
. Sodium hydroxide
. Water for injection
6.2 Ασυμβατότητες
Καμιά γνωστή
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες
Διάρκεια ζωής μετά την αποσυσκευασία
14 ημέρες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε σε θερμοκρασία μικρότερη των 25 C με προστασία από το φως.
Μην καταψύχετε. Μετά την αποσυσκευασία διατηρείται 14 ημέρες στις
ανωτέρω συνθήκες.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιαλίδια που περιέχουν 7 ml διαλύματος το καθένα (5,5 ml ωφέλιμη ποσότητα
και 1,5 ml υπερπλήρωση ως δικλείδα ασφαλείας).
ΒΤ x 2 VIALS x 7 ml MULTI DOSE
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Sanofi-aventis AEBE
Λεωφ. Συγγρού 348 – Κτίριο Α
176 74 Καλλιθέα – Αθήνα
Τηλ.: +30 210 90 01 600
8. AΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτη έγκρισης: 14 Ιουνίου 1985
9
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 27 Μαΐου 2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
10