To Suprefact ενδέχεται να παρεμβληθεί στη δράση κάποιων φαρμάκων που
χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση προβλημάτων του
καρδιακού ρυθμού (π.χ. κινιδίνη, προκαϊναμίδη, αμιωδαρόνη και σοταλόλη) ή
ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο προβλημάτων του καρδιακού ρυθμού όταν
χρησιμοποιείται με κάποια άλλα φάρμακα [π.χ. μεθαδόνη (χρησιμοποιείται για
την ανακούφιση από τον πόνο και ως μέρος της διαδικασίας αποτοξίνωσης από
εθισμό σε φάρμακα), μοξιφλοξασίνη (ένα αντιβιοτικό), αντιψυχωσικά που
χρησιμοποιούνται για σοβαρές νοητικές ασθένειες].
2.6 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η δοσολογία πρέπει να εξατομικεύεται με τις ανάγκες κάθε ασθενούς.
Για να διασφαλιστεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, είναι πολύ σημαντικό οι δόσεις
να χορηγούνται ανά ίσα περίπου μεσοδιαστήματα.
Οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν αυστηρά τα διαστήματα αυτά.
Η δοσολογία γενικά βασίζεται στις ακόλουθες οδηγίες:
Το Suprefact ενέσιμο διάλυμα προορίζεται για την έναρξη της κατασταλτικής
αγωγής.
Ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος, η ημερήσια δόση είναι 1,5 mg βουσερελίνη.
Η ημερήσια αυτή δόση χορηγείται υποδορίως 3 φορές την ημέρα από 0,5 ml
βουσερελίνη σε περίπου ίσα χρονικά διαστήματα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το Suprefact δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά. Η ασφάλεια και η
αποτελεσματικότητα του Suprefact στα παιδιά δεν έχει τεκμηριωθεί.
2.7 Υπερδοσολογία - Αντιμετώπιση
Από την υπερδοσολογία μπορεί να προκύψουν σημεία και συμπτώματα τέτοια
όπως εξασθένηση, κεφαλαλγία, νευρικότητα, εξάψεις, ζάλη, ναυτία,
υπογάστριο άλγος, οίδημα των κάτω άκρων και άλγος των μαστών, καθώς
επίσης και τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, όπως άλγος,
αιμορραγία και σκληρία.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας προσδιορίζεται ανάλογα με
τα συμπτώματα.
2.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Μαζί με τις επιθυμητές ενέργειες, κάθε φάρμακο μπορεί να προκαλέσει και
ορισμένες παρενέργειες. Αν και όλες αυτές οι παρενέργειες δεν εμφανίζονται
πολύ συχνά, όταν εμφανισθούν θα πρέπει να ενημερωθεί ο γιατρός σας, για να
σας δώσει τις απαραίτητες οδηγίες.
Η αγωγή με βουσερελίνη μπορεί να προκαλέσει:
Παρακλινικές εξετάσεις:
αλλαγές στα λιπίδια του αίματος, αύξηση των
επιπέδων των ηπατικών ενζύμων στον ορό (π.χ. τρανσαμινάσες), αύξηση της
χολερυθρίνης, αλλαγές σωματικού βάρους (αύξηση ή μείωση).