Η ταχεία ενδοφλέβια ένεση ωκυτοκίνης σε δόσεις που ανέρχονται σε
αρκετές μονάδες (IU) μπορεί να οδηγήσει σε οξεία βραχείας-διάρκειας
υπόταση που συνοδεύεται από έξαψη και αντανακλαστική ταχυκαρδία
(βλέπε παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά
τη χρήση»). Αυτές οι ταχείες αιμοδυναμικές αλλαγές μπορεί να
οδηγήσουν σε ισχαιμία του μυοκαρδίου, ιδιαίτερα σε ασθενείς με
προϋπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο. Η ταχεία ενδοφλέβια ένεση
ωκυτοκίνης σε δόσεις που ανέρχονται σε αρκετές IU μπορεί επίσης να
οδηγήσει σε παράταση του QTc.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, η φαρμακολογική επαγωγή του τοκετού
χρησιμοποιώντας παράγοντες που αυξάνουν τον μυϊκό τόνο της μήτρας,
συμπεριλαμβανομένης της ωκυτοκίνης, αυξάνει τον κίνδυνο επιλόχειας
διάχυτης ενδαγγειακής πήξης (βλ. παράγραφο 4.4 «Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
Δηλητηρίαση εξ’ ύδατος
Δηλητηρίαση εξ’ ύδατος που συνδέεται με μητρική και νεογνική
υπονατριαιμία έχει αναφερθεί σε περιπτώσεις όπου έχουν χορηγηθεί
υψηλές δόσεις ωκυτοκίνης μαζί με μεγάλες ποσότητες υγρών χωρίς
ηλεκτρολύτες για παρατεταμένη χρονική περίοδο (βλέπε παράγραφο 4.4
«Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»). Το
συνδυασμένο αντιδιουρητικό αποτέλεσμα της ωκυτοκίνης και της
ενδοφλέβιας χορήγησης υγρών μπορεί να προκαλέσει υπερφόρτωση
υγρών που οδηγεί σε μια αιμοδυναμική μορφή οξέος πνευμονικού
οιδήματος, χωρίς υπονατριαιμία (βλ. παράγραφο 4.4. «Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης εξ’ ύδατος περιλαμβάνουν:
1. Κεφαλαλγία, ανορεξία, ναυτία, έμετο και κοιλιακό άλγος.
2. Λήθαργος, υπνηλία, απώλεια των αισθήσεων και επιληπτικές κρίσεις
τύπου grand-mal.
3. Χαμηλή αρτηριακή συγκέντρωση ηλεκτρολυτών.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες (Πίνακες 1 και 2) κατατάσσονται ανάλογα με
την συχνότητα εμφάνισής τους, ξεκινώντας από τη συχνότερη, και
χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση: πολύ συχνές (≥ 1/10), συχνές
(≥ 1/100, < 1/10), όχι συχνές (≥ 1/1.000, < 1/100), σπάνιες (≥ 1/10.000,
< 1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000), συμπεριλαμβανομένων
μεμονωμένων αναφορών, μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με
βάση τα διαθέσιμα δεδομένα). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που
συνοψίζονται παρακάτω βασίζονται σε αποτελέσματα κλινικών δοκιμών,
καθώς και σε αναφορές μετά την κυκλοφορία.