βαρφαρίνη). Λόγω του στενού θεραπευτικού δείκτη, συνιστάται στενή παρακολούθηση της αύξησης
ή της μείωσης του χρόνου προθρομβίνης, κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης θεραπείας με ρανιτιδίνη.
2. Ανταγωνισμός για νεφρική σωληναριακή απέκκριση.
Επειδή η ρανιτιδίνη απεκκρίνεται μερικώς από το κατιονικό σύστημα, μπορεί να επηρεάζει την
κάθαρση άλλων φαρμάκων που απεκκρίνονται μέσω αυτής της οδού. Υψηλές δόσεις ρανιτιδίνης
(π.χ. όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στην θεραπεία του συνδρόμου Zollinger-Ellison) μπορεί να
μειώσουν την έκκριση προκαϊναμίδης και Ν-ακετυλοπροκαϊναμίδης με αποτέλεσμα αύξηση των
επιπέδων στο πλάσμα αυτών των φαρμάκων.
3. Μεταβολή του γαστρικού pH.
Η βιοδιαθεσιμότητα ορισμένων φαρμάκων μπορεί να επηρεάζεται. Αυτό μπορεί να έχει ως
αποτέλεσμα είτε αύξηση της απορρόφησης (π.χ. τριαζολάμη, γλιπιζίδη, μιδαζολάμη) ή μείωση της
απορρόφησης (π.χ. κετοκοναζόλη, αταζαναβίρη, δελαβιριδίνη, γεφιτνίβη).
4.6 Κύηση και Γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση
Η ρανιτιδίνη διαπερνά τον πλακούντα. Όπως όλα τα φάρμακα, η ρανιτιδίνη πρέπει να
χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κυήσεως μόνο αν υπάρχει απόλυτη ανάγκη.
Χρήση κατά τη γαλουχία
Η ρανιτιδίνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα και γι’ αυτό δε συνιστάται η χορήγηση κατά την περίοδο της
γαλουχίας.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η λήψη ρανιτιδίνης
δεν επηρεάζει κατά κανόνα την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η ασφάλεια της ρανιτιδίνης έχει αξιολογηθεί σε παιδιά με πάθηση που σχετίζεται με την έκκριση
υδροχλωρικού οξέος, από τη γέννηση έως την ηλικία των 16 ετών και ήταν γενικά καλά ανεκτή με
ένα προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών που μοιάζει με αυτό των ενηλίκων.
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα μακροχρόνιας ασφάλειας, ιδιαίτερα όσον αφορά την ανάπτυξη
των παιδιών.
Η ακόλουθη συνθήκη έχει χρησιμοποιηθεί για την κατηγοριοποίηση των ανεπιθύμητων ενεργειών:
πολύ συχνές (>1/10), συχνές (>1/100, <1/10), όχι συχνές (>1/1.000, <1/100), σπάνιες (>1/10.000,
<1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000).
Οι συχνότητες των ανεπιθύμητων καταστάσεων έχουν υπολογισθεί από αυθόρμητες αναφορές από
στοιχεία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Αιματολογικές διαταραχές (λευκοπενία, θρομβοκυτοπενία). Αυτές είναι
συνήθως αναστρέψιμες. Ακοκκιοκυτταραιμία ή πανκυτταροπενία, μερικές
φορές με υποπλασία ή απλασία του μυελού των οστών.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας (κνίδωση, αγγειοοίδημα, πυρετός,
βρογχόσπασμος, υπόταση και πόνος στο θώρακα).
Πολύ σπάνιες: Αναφυλακτικό σοκ.
Αυτές οι καταστάσεις έχουν αναφερθεί μετά από χορήγηση μόνο μιας δόσης.
Ψυχιατρικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: Αναστρέψιμη διανοητική σύγχυση, κατάθλιψη και παραισθήσεις.
Αυτές έχουν αναφερθεί κυρίως σε σοβαρά άρρωστους και ηλικιωμένους ασθενείς.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Κεφαλαλγία (μερικές φορές έντονη), ζάλη και αναστρέψιμες ακούσιες κινητικές
διαταραχές.
Διαταραχές των οφθαλμών
Πολύ σπάνιες: Αναστρέψιμη θόλωση της όρασης
Έχουν αναφερθεί περιστατικά θόλωσης της όρασης που είναι πιθανό να οφείλεται σε μεταβολή της
προσαρμογής.
5