διαλύματα παραμένουν σταθερά για την αναγραφόμενη χρονική περίοδο, υπό το
φως της ημέρας και σε θερμοκρασίες μέχρι 30C.
4.3 Αντενδείξεις
Το atracurium besilate αντενδείκνυται σε ασθενείς που έχουν υπερευαισθησία στο
atracurium, στο cisatracurium, στο benzenesulfonic acid. Οι φύσιγγες των 10ml
αντενδείκνυνται επίπλέον σε ασθενείς που έχουν υπερευαισθησία στη βενζυλική
αλκοόλη.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Όπως συμβαίνει και με όλους τους άλλους παράγοντες νευρομυϊκού
αποκλεισμού το Tracrium παραλύει τους αναπνευστικούς μυς όπως και
άλλους σκελετικούς μυς, αλλά δεν έχει καμία επίδραση επί της
συνειδήσεως. Το atracurium πρέπει να χορηγείται μόνο με κατάλληλη
γενική αναισθησία και μόνο κάτω από την επίβλεψη έμπειρου
αναισθησιολόγου, σε χώρο που να διαθέτει τα μέσα για διασωλήνωση
της τραχείας και τεχνητή αναπνοή.
Η ανάγκη ελέγχου διαδοχικών τιμών της κρεατινικής φωσφατάσης (CPK) πρέπει
να λαμβάνεται υπόψη σε ασθματικούς ασθενείς που λαμβάνουν υψηλές δόσεις
κορτικοστεροειδών και νευρομυϊκούς παράγοντες αποκλεισμού σε ασθενείς που
νοσηλεύονται σε ΜΕΘ.
Kατά τη χορήγηση atracurium σε ευαίσθητους ασθενείς, υπάρxει το ενδεxόμενο
έκκρισης ισταμίνης. Εφιστάται η προσοxή κατά τη χορήγηση του atracurium σε
ασθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας λόγω έκκρισης ισταμίνης.
Στη συνιστώμενη δοσολογία το atracurium δεν έχει σημαντικές
παρασυμπαθητικολυτικές ή γαγγλιοπληγικές ιδιότητες αποκλεισμού. Επομένως,
στις συνιστώμενες δόσεις δεν έxει κλινικά σημαντική επίδραση επί του
καρδιακού ρυθμού και δεν αναμένεται να αντισταθμίσει τη βραδυκαρδία που
προκαλείται κατά τη διάρκεια επέμβασης από πολλούς αναισθησιογόνους
παράγοντες ή από τη διέγερση του παρασυμπαθητικού συστήματος.
Εφιστάται επίσης προσοχή όταν χορηγείται atracurium σε ασθενείς που έχουν
εμφανίσει υπερευαισθησία σε άλλους παράγοντες νευρομυϊκού αποκλεισμού,
καθώς έχει αναφερθεί υψηλή συχνότητα διασταυρούμενης ευαισθησίας
(μεγαλύτερη από 50%) μεταξύ παραγόντων νευρομυϊκού αποκλεισμού (βλέπε
παράγραφο 4.3).
Το atracurium μπορεί να έχει σοβαρές επιδράσεις σε ασθενείς με βαρεία
μυασθένεια, σύνδρομο EATON-LAMBERT ή άλλες νευρομυικές ασθένειες στις
οποίες έχει παρατηρηθεί ενίσχυση της δράσης των μη αποπολωτικών φαρμάκων.
Στους ασθενείς αυτούς είναι ιδιαίτερα σημαντική η χορήγηση μειωμένης δόσης
ατρακούριου και ο κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος της λειτουργίας των
περιφερικών νεύρων για την αξιολόγηση του νευρομυϊκού αποκλεισμού. Πρέπει
να ληφθούν παρόμοια μέτρα στην περίπτωση ασθενών με σοβαρές διαταραχές
ηλεκτρολυτών ή καρκινομάτωση.
Όπως με άλλους νευρομυϊκούς παράγοντες αποκλεισμού η υποφωσφοραιμία
μπορεί να καθυστερήσει την ανάνηψη. Η ανάνηψη μπορεί να επισπευθεί με τη
διόρθωση αυτής της κατάστασης.