Εκ του νευρικού: Ανησυχία, άγχος, τρόμος, αδυναμία, ζάλη, κεφαλαγία, αίσθημα φόβου, αϋπνία,
σύγχυση, ευερεθιστότητα, ψυχωσικές αντιδράσεις, εγκεφαλική αιμορραγία, υπαραχνοειδής
αιμπρραγία, ημιπληγία.
Γενικώς: Κνίδωση, πομφός και αιμορραγία στην θέση της ενέσεως, ωχρότις, δύσπνοια,
πνευμονικό οίδημα, εφίδρωση, ψυχρά άκρα, ανορεξία, ναυτία, έμετος, δυσχέρεια ουρήσεως,
επίσχεση ούρων, υπεργλυκαιμία, υποκαλιαιμία, γαλακτική οξέωση.
4. 9 Υπερδοσολογία :
Η χορήγηση υπερβολικών δόσεων επινεφρίνης προκαλεί επίταση των φαρμακολογικών της
δράσεων οι οποίες εκδηλώνονται με προκάρδιο άλγος ή δυσφορία, έμετο, κεφαλαγία, δύσπνοια,
αύξηση της αρτηριακής πιέσεως που μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλική αιμορραγία ιδίως στους
υπερήλικες, αύξηση των περιφερικών αγγειακών αντιστάσεων με ταχυκαρδία, αύξηση των
αντιστάσεων των πνευμονικών αρτηριών, πνευμονικό οίδημα, αρρυθμίες και θάνατο από
μαρμαρυγή των κοιλιών. Μπορεί επίσης να εμφανιστούν έντονη ωχρότης και ψυχρότης
δέρματος, μεταβολική οξέωση και νεφρική ανεπάρκεια.
Η θανατηφόρος δόση ποικίλλει ανάλογα με την ευαισθησία κάθε ατόμου. Δόσεις ίσες ή
μεγαλύτερες των 10mg ενδοφλεβίως έχουν αποδειχθεί θανατηφόρες, όμως έχουν επιβιώσει και
άτομα που έλαβαν μέχρι και 30mg ενδοφλεβίως ή 110mg υποδορίως.
Η αντιμετώπιση είναι συμπτωματική. Στην περίπτωση αρτηριακής υπέρτασης, η χορήγηση
ταχέως δρώντων αγγειοδιασταλτικών, όπως τα νιτρώδη ή οι άλφα αδρενεργικοί αναστολείς,
μειώνει την αρτηριακή πίεση. Η εμφάνιση πνευμονικού οιδήματος αντιμετωπίζεται με χορήγηση
ταχέως δρώντος άλφα αδρενεργικού αναστολέως, όπως η φαιντολαμίνη ή με εφαρμογή
περιοδικής θετικής πιέσεως αναπνοής. Οι καρδιακές αρρυθμίες μπορεί να αντιμετωπισθούν με
ένα βήτα-αναστολέα, όπως η προπρανολόλη.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5. 1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες :
Κωδικοί ATC: BO2 BCO9 τοπικά αιμοστατικά
CO1 C A24 αδρενεργικοί και ντοπαμινεργικοί παράγοντες.
Η επινεφρίνη δρα, σε ποικίλο βαθμό, τόσο στους άλφα όσο και στους βήτα αδρενεργικούς
υποδοχείς. Στις συνήθεις δόσεις, οι πιο έκδηλες δράσεις της σχετίζονται με τους βήτα υποδοχείς
της καρδιάς και των αγγειακών και άλλων λείων μυϊκών ινών. Σε μεγάλες δόσεις επικρατούν οι
άλφα αδρενεργικές επιδράσεις. Χορηγούμενη ταχέως ενδοφλεβίως προκαλεί ταχεία άνοδο
κυρίως της συστολικής αρτηριακής πιέσεως, διεγείρει το μυοκάρδιο και αυξάνει τη
συσταλτικότητα των κοιλίων, αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό και συστέλλει τα αρτηρίδια στο
δέρμα, τους βλεννογόνους και τα σπλάχνα.
Χαλαρώνει τις λείες μυϊκές ίνες των βρόγχων και της ίριδας. Αυξάνει τα επίπεδα του σακχάρου
του αίματος και την γλυκογονόλυση στο ήπαρ.
5. 2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες :
Μετά από ενδοφλέβια ένεση, η επινεφρίνη απομακρύνεται ταχέως από το κυκλοφορούν αίμα.
Χορηγούμενη υποδορίως ή ενδομυϊκώς έχει ταχεία και βραχείας διάρκειας δράση. Διαπερνά τον
πλακουντιακό, αλλά όχι τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Καθηλώνεται στους ιστούς όπου
αδρανοποιείται ταχέως μεταβολιζόμενη ενζυματικώς σε μετανεφρίνη ή νορματανεφρίνη, οι
οποίες εν συνεχεία συνδέονται με θειϊκό και γλυκουρονικό οξύ και αποβάλλονται από τους
νεφρούς. Στα ούρα ανιχνεύεται βανιλυλμανδελενικό οξύ. Η επινεφρίνη ταχέως και συστηματικώς
αποικοδομείται στο ήπαρ και άλλους ιστούς από τα ένζυμα της μονοαμινικής οξειδάσης και της
κατεχολο-μεθυλτρανσφεράσης.