
χορηγηθεί με αργή ενδοφλέβια ένεση.
Παιδιά. 10μg /Kg B.Σ. (0,1 κ.εκ./Kg B.Σ. από διάλυμα 1: 10.000) με διάρκεια χορήγησης
5΄ λεπτά.
Ενήλικες, μέχρι 500μg (5 κ.εκ. από διάλυμα 1:10.000) με ρυθμό 100μg (1 κ.εκ.) ανά 1΄
λεπτό, των οποίων η χορήγηση διακόπτεται μόλις υπάρξει ανταπόκριση.
Σε περίπτωση ανάγκης, όπου δεν είναι δυνατή η ενδοφλέβια χορήγηση, μπορεί να ενεθεί,
σε διπλάσια δόση, εντός του αυλού του οστού της κνήμης.
Καρδιακή ανακοπή, σύνδρομο Adams - Stokes : Παιδιά, ενδοφλεβίως, αρχικώς 10μg/Kg
B.Σ., επόμενες δόσεις 100-200μg/Kg B.Σ. Ενήλικες, 500-1.000μg (0,5 έως 1 κ.εκ. του
1:1000 διαλύματος).
Ενδοφλεβίως σε κεντρική, εάν έχει καθετηριαστεί, αλλιώς σε περιφερική φλέβα και εν
συνεχεία έκπλυση του καθετήρα με φυσιολογικό ορό. Η δόση επαναλαμβάνεται κάθε 3΄-
10΄ λεπτά. Σε περίπτωση χωρίς ανταπόκριση χορηγούνται 5mg (5 κ.εκ.) ή 100μg/Kg Β.Σ.
που επαναλαμβάνονται ανάλογα με την ύπαρξη ή μη ανταπόκρισης και για όσο διάστημα
κρίνεται αναγκαίο. Σε καταστάσεις χαμηλής καρδιακής παροχής, μετά από εγχειρήσεις
ανοικτής καρδιάς, χορηγείται σε συνεχή ενδοφλέβια έγχυση σε δόσεις 2-20μg/1΄λεπτό από
ανάλογο διάλυμα που προστίθεται σε χορηγούμενο διάλυμα γλυκόζης 5%.
Εάν δεν είναι δυνατή η ενδοφλέβια χορήγηση, μπορεί να χορηγηθεί από έμπειρους
θεράποντες ενδοκαρδιακώς εντός της αριστερής κοιλίας.
Ορονοσία, οξεία κνίδωση: Υποδορίως 200-1000μg (0,2-1 κ.εκ.)
Βρέφη και παιδιά. 10μg/Kg Β.Σ. Η αντιμετώπιση αρχίζει με τη χορήγηση μικρής δόσεως, η
οποία, αν χρειάζεται αυξάνεται ανά 20΄ λεπτά και επαναλαμβάνεται μέχρι τέσσερις φορές.
Αλλεργικό άσθμα: Υποδορίως 300-500μg (0,3-0,5 κ.εκ.), επανάληψη κάθε 15-30΄ λεπτά
μέχρι τέσσερις φορές.
Παιδιά., 10μg/Kg Β.Σ. ανά 4ωρο μέχρι τέσσερις φορές.
Αιμορραγίες δέρματος ή βλεννογόνων: Διήθησης της αιμορραγούσης περιοχής με έως και
1000μg από αραιωμένο κατά ≤1:50.000 διάλυμα.
Ενίσχυση αναισθησίας: Συγχορήγηση με τοπικά αναισθητικά, 1-2 κ.εκ. ενός αραιωμένου
κατά 1:200.000 (5 μg/κ.εκ.) διαλύματος. Δεν πρέπει να ενίεται στα δάκτυλα, πτερύγια
ώτων, ρίνα, πέος και οσχέο. Για την αναισθησία των οδόντων χρησιμοποιούνται
διαλύματα 1:80.000 (0,2-0,4κ.εκ.) από το 1: 1000 διάλυμα.
2.7 Υπερδοσολογία - Αντιμετώπιση:
Η χορήγηση υπερβολικών δόσεων επινεφρίνης προκαλεί επίταση των φαρμακολογικών
της δράσεων οι οποίες εκδηλώνονται με προκάρδιο άλγος ή δυσφορία, έμετο, κεφαλαγία,
δύσπνοια, αύξηση της αρτηριακής πιέσεως που μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλική
αιμορραγία ιδίως στους υπερήλικες, αύξηση των περιφερικών αγγειακών αντιστάσεων με
ταχυκαρδία, αύξηση των αντιστάσεων των πνευμονικών αρτηριών, πνευμονικό οίδημα,
αρρυθμίες και θάνατο από μαρμαρυγή των κοιλιών. Μπορεί επίσης να εμφανιστούν έντονη
ωχρότης και ψυχρότης δέρματος, μεταβολική οξέωση και νεφρική ανεπάρκεια.
Η θανατηφόρος δόση ποικίλλει ανάλογα με την ευαισθησία κάθε ατόμου. Δόσεις ίσες ή
μεγαλύτερες των 10mg ενδοφλεβίως έχουν αποδειχθεί θανατηφόρες, όμως έχουν επιβιώσει
και άτομα που έλαβαν μέχρι και 30mg ενδοφλεβίως ή 110mg υποδορίως.
Η αντιμετώπιση είναι συμπτωματική. Στην περίπτωση αρτηριακής υπέρτασης, η χορήγηση
ταχέως δρόντων αγγειοδιασταλτικών, όπως τα νιτρώδη ή οι άλφα αδρενεργικοί
αναστολείς, μειώνει την αρτηριακή πίεση. Η εμφάνιση πνευμονικού οιδήματος
αντιμετωπίζεται με χορήγηση ταχέως δρώντος άλφα αδρενεργικού αναστολέως, όπως η
φαιντολαμίνη ή με εφαρμογή περιοδικής θετικής πιέσεως αναπνοής. Οι καρδιακές
αρρυθμίες μπορεί να αντιμετωπισθούν με ένα βήτα-αναστολέα, όπως η προπρανολόλη.
2.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες:
Η επινεφρίνη είναι ισχυρό συμπαθητικομιμητικό και μπορεί να εμφανίσει ευρύ φάσμα
ανεπιθύμητων ενεργειών ως αποτέλεσμα της διεγέρσεως του συμπαθητικού συστήματος.
Εκ του καρδιαγγειακού: Αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία, στηθάγχη, αρρυθμία, αύξηση
αρτηριακής πιέσεως, περιφερική αγγειοσυστολή, βραδυκαρδία, στα παιδιά συγκοπή,