χορηγείται από την ενδοφλέβια οδό. Η ενδοκυστική χορήγηση έχει αποδειχθεί
εφικτή. Μετά από αυτήν την οδό χορήγησης, η δίοδος της επιρουβικίνης στην
συστηματική κυκλοφορία είναι ελάχιστη.
Κατανομή:
Μετά την ενδοφλέβια χορήγησή της, η επιρουβικίνη κατανέμεται
ταχέως και σε μεγάλο βαθμό στα εξωαγγειακά διαμερίσματα, όπως φαίνεται
από τον πολύ βραχύ χρόνο ημιζωής κατανομής και από τον όγκο κατανομής σε
κατάσταση ισορροπίας που υπερβαίνει τα 40 L/kg. Ωστόσο, παρά τον ευρύ όγκο
κατανομής της, η επιρουβικίνη δεν διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό σε
ανιχνεύσιμες ποσότητες.
Μεταβολισμός:
Η επιρουβικίνη μεταβολίζεται σε σημαντικό βαθμό, κυρίως από
το ήπαρ. Οι κυριότεροι μεταβολίτες που έχουν ταυτοποιηθεί είναι η epirubicinol
(13-OH επιρουβικίνη), που εμφανίζει ορισμένο βαθμό κυτταροστατικής δράσης,
και τα γλυκουρονίδια της επιρουβικίνης και της epirubicinol. Τα επίπεδα στο
πλάσμα του κυριότερου μεταβολίτη, της epirubicinol, είναι χαμηλότερα από
εκείνα του αμετάβλητου φαρμάκου. Από μεταβολικής άποψης, η 4-O-
γλυκουρονιδίωση ξεχωρίζει την επιρουβικίνη από την doxorubicin και μπορεί να
ευθύνεται για τη μειωμένη τοξικότητά της.
Αποβολή:
Σε ασθενείς με φυσιολογική ηπατική και νεφρική λειτουργία, τα
επίπεδα της επιρουβικίνης στο πλάσμα μετά από ενδοφλέβια χορήγηση 60 - 150
mg/m
2
ακολουθούν τριεκθετικό μειούμενο πρότυπο, με βραδεία τελική φάση (t
1/2γ) 30 μέχρι 40 ωρών. Οι δόσεις αυτές βρίσκονται μέσα στα όρια της
φαρμακοκινητικής γραμμικότητας. Ο τελικός χρόνος ημιζωής της epirubicinol
είναι όμοιος με εκείνον της επιρουβικίνης. Η κάθαρση από το πλάσμα
κυμαίνεται από 0,9 μέχρι 1,4 λίτρα/λεπτό. Η επιρουβικίνη αποβάλλεται κυρίως
από το ήπαρ: περίπου το 38% της χορηγηθείσης δόσης ανακτάται σε χολή 24
ωρών σε μορφή επιρουβικίνης (περίπου 19%), epirubicinol και άλλων
μεταβολιτών. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, μόνον το 9 μέχρι 12% της δόσης
αποβάλλεται στα ούρα σαν αμετάβλητο φάρμακο ή μεταβολίτες. Μετά από 72
ώρες, οι αριθμοί είναι περίπου 43% στη χολή και περίπου 16% στα ούρα.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η LD
50
επιρουβικίνης ήταν 29,3 και 14,2 mg/kg για ποντίκια και αρουραίους,
αντίστοιχα και περίπου 2,0 mg/kg για σκύλους. Τα κυριότερα όργανα στόχος
μετά από εφάπαξ δόση ήταν το αιμολεμφοποιητικό σύστημα και, ειδικά στους
σκύλους, ο γαστρεντερικός σωλήνας. Τα τοξικά αποτελέσματα μετά από
επανειλημμένη χορήγηση της επιρουβικίνης διερευνήθηκαν σε αρουραίους, σε
κουνέλια και σε σκύλους. Τα κυριότερα όργανα στόχος στα πειραματόζωα αυτά
ήταν το αιμολεμφοποιητικό σύστημα, ο γαστρεντερικός σωλήνας, τα νεφρά, το
ήπαρ και τα γεννητικά όργανα σε αρσενικά και θηλυκά ζώα. Όσον αφορά την
καρδιά, από τις μελέτες υποξείας τοξικότητας και καρδιοτοξικότητας
αποδείχθηκε ότι η επιρουβικίνη είναι καρδιοτοξική σε όλα τα είδη
πειραματόζωων που μελετήθηκαν. Η επιρουβικίνη, όμοια με τις άλλες
ανθρακυκλίνες και κυτταροτοξικά φάρμακα, βρέθηκε καρκινογόνος σε
αρουραίους. Η επιρουβικίνη βρέθηκε γονιδιοτοξική στις περισσότερες από τις in
vitro ή in vivo δοκιμασίες που διεξάχθηκαν, τοξική στα γεννητικά όργανα, και
εμβρυοτοξική σε αρουραίους. Καμία παραμόρφωση δεν παρατηρήθηκε στους
αρουραίους και στα κουνέλια. Ωστόσο, η επιρουβικίνη, όμοια με τις άλλες
ανθρακυκλίνες και κυτταροτοξικά φάρμακα, θα πρέπει να θεωρείται δυνητικά
τερατογόνος. Καμία αξιόλογη επίδραση δεν παρατηρήθηκε σε αρουραίους που
έλαβαν επιρουβικίνη κατά τη διάρκεια της περι- και μεταγεννητικής περιόδου
σε δόσεις μέχρι και 0,15 mg/kg ημερησίως για τις μητέρες και 0,50 mg/kg για
τα νεογνά. Δεν είναι γνωστό αν η ένωση απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Σε μία