υποβάλλονται σε ταυτόχρονη θεραπεία με ανθρακυκλίνες
(συμπεριλαμβανομένης της επιρουβικίνης). Η δευτερογενής λευχαιμία
εμφανίζεται συχνότερα, όταν τα φάρμακα αυτά χορηγούνται σε
συνδυασμό με αντινεοπλασματικούς παράγοντες, που έχουν
καταστροφική δράση στο DNA, σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία, όταν οι
ασθενείς έχουν λάβει προηγουμένως κυταρροτοξικά φάρμακα ή όταν η
δοσολογία των ανθρακυκλινών αυξάνεται κλιμακωτά. Οι λευχαιμίες αυτές
μπορεί να έχουν βραχεία λανθάνουσα περίοδο (1 - 3 ετών).
Καρδιοτοξικότητα:
Η καρδιοτοξικότητα που προκαλείται από
ανθρακυκλίνες μπορεί να εμφανισθεί με πρώιμες (οξείες) ή όψιμες
εκδηλώσεις. Η πρώιμη καρδιοτοξικότητα της επιρουβικίνης εκδηλώνεται
κυρίως ως κολπική ταχυκαρδία και/ή ανωμαλίες στο ΗΚΓ, π.χ. μη ειδικές
αλλαγές στο κύμα ST-T, ωστόσο έχουν αναφερθεί και ταχυαρρυθμίες
όπως πρόωρες κοιλιακές συστολές, κοιλιακή ταχυκαρδία, βραδυκαρδία,
καθώς και αποκλεισμός του κολποκοιλιακού δεματίου του His και
ασυμπτωματική πτώση στο κλάσμα εξώθησης. Με εξαίρεση τις
επικίνδυνες καρδιακές αρρυθμίες, οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες δεν
αποτελούν συνήθως ένδειξη μεταγενέστερης ανάπτυξης όψιμης
καρδιοτοξικότητας, σπάνια είναι κλινικής σημασίας και σε γενικές
γραμμές δεν αποτελούν λόγο για τη διακοπή της θεραπείας με
επιρουβικίνη. Η όψιμη καρδιοτοξικότητα χαρακτηρίζεται από
μυοκαρδιοπάθεια η οποία εκδηλώνεται κλινικά με συμπτώματα/ενδείξεις
κοιλιακής δυσλειτουργίας/συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας [όπως
δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, οίδημα κάτω άκρων (π.χ. στα σφυρά),
ηπατομεγαλία, ασκίτης, πλευρίτιδα, καλπαστικός ρυθμός]. Η τοξικότητα
αυτή φαίνεται να εξαρτάται από την αθροιστική δόση της επιρουβικίνης
και αντιπροσωπεύει την
αθροιστική
δοσοπεριοριστική τοξικότητα του
φαρμάκου. Σε έναν αριθμό μελετών αξιολογήθηκε ότι ο κίνδυνος
ανάπτυξης αποφρακτικής καρδιακής νόσου, σε απουσία άλλων καρδιακών
παραγόντων κινδύνου, αυξάνεται απότομα όταν η αθροιστική δόση της
επιρουβικίνης φθάσει τα 900 mg/m
2
. Ωστόσο, όταν υπάρχει επιπρόσθετος
κίνδυνος για ανάπτυξη καρδιοτοξικότητας (π.χ. ενεργό ή λανθάνουσα
καρδιαγγειακή νόσος, προηγούμενη ακτινοθεραπεία,
προηγούμενη/ταυτόχρονη χρήση άλλων καρδιοτοξικών φαρμάκων) η
καρδιοτοξικότητα μπορεί να εμφανισθεί σε χαμηλότερες αθροιστικές
δόσεις. Η όψιμη καρδιοτοξικότητα αναπτύσσεται κυρίως κατά τη
διάρκεια της αγωγής με επιρουβικίνη και μέχρι και δυο-τρεις μήνες μετά,
ωστόσο έχουν αναφερθεί και απώτερα συμβάντα (αρκετούς μήνες μέχρι
χρόνια μετά την αποπεράτωση της αγωγής). Σοβαρή καρδιακή βλάβη
μπορεί να αποτραπεί με τακτική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της
αγωγής (βλ. επίσης παράγραφο 2.4). Έχει αναφερθεί επίσης και
περικαρδιακή έκχυση.
Γαστρεντερική Τοξικότητα:
Βλεννογονίτιδα (κυρίως στοματίτιδα,
λιγότερο συχνά οισοφαγίτιδα) μπορεί να παρατηρηθεί σε ασθενείς που
υποβάλλονται σε θεραπεία με επιρουβικίνη. Οι κλινικές εκδηλώσεις της
βλεννογονίτιδας περιλαμβάνουν πόνο ή αίσθημα καύσου, διαβρώσεις-
εξελκώσεις, αιμορραγία και λοιμώξεις. Η στοματίτιδα εμφανίζεται γενικά
σχεδόν αμέσως μετά τη χορήγηση του φαρμάκου και, σε περίπτωση που
είναι σοβαρή, μπορεί να προχωρήσει μέσα σε διάστημα ημερών σε
εξελκώσεις του βλεννογόνου. Ωστόσο, οι περισσότεροι ασθενείς
ανανήπτουν από αυτήν την ανεπιθύμητη ενέργεια μέχρι την τρίτη
εβδομάδα της θεραπείας. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί ναυτία, έμετος
17