Με εξαίρεση τη Humulin Regular, κανένα προϊόν Humulin δεν πρέπει να χορηγείται ενδοφλέβια.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η μετάβαση του ασθενούς σε οποιoδήποτε άλλο τύπο ή σκεύασμα ινσουλίνης πρέπει να γίνεται υπό
αυστηρή ιατρική παρακολούθηση. Κάθε μεταβολή στην περιεκτικότητα, στο σκεύασμα
(παρασκευαστής), στον τύπο (Regular, NPH, Μ3), στο είδος (ζωϊκή, ανθρώπινη, ανάλογο ανθρώπινης
ινσουλίνης), και/ή στη μέθοδο παρασκευής (ανασυνδυασμένο DNA ή ζωϊκής προέλευσης) απαιτεί
αλλαγή στη δοσολογία.
Μερικοί ασθενείς που μεταφέρονται στην ανθρώπινης προέλευσης ινσουλίνη από την ζωϊκής
προέλευσης ινσουλίνη, μπορεί να χρειασθούν μεταβολή της δοσολογίας. Αν χρειασθεί προσαρμογή
της δοσολογίας, αυτή μπορεί να γίνει με την πρώτη δόση ή κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων
ή μηνών.
Μερικοί ασθενείς που εμφάνισαν υπογλυκαιμικές αντιδράσεις μετά από τη μετάβαση σε ανθρώπινη
ινσουλίνη ανέφεραν ότι τα πρόδρομα προειδοποιητικά συμπτώματα ήταν λιγότερο έντονα ή ακόμα
και διαφορετικά σε σχέση με αυτά της προηγούμενης ινσουλινοθεραπείας με ινσουλίνη ζωϊκής
προέλευσης. Ασθενείς των οποίων βελτιώθηκε σημαντικά ο έλεγχος των συγκεντρώσεων γλυκόζης
στο αίμα, π.χ. με εντατικοποιημένη ινσουλινοθεραπεία, μπορεί να μην εμφανίσουν κάποια ή και όλα
τα πρόδρομα προειδοποιητικά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας και πρέπει να ενημερώνονται σχετικά.
Άλλες καταστάσεις οι οποίες μπορούν να μεταβάλλουν ή να μειώσουν την οξύτητα των πρόδρομων
προειδοποιητικών συμπτωμάτων της υπογλυκαιμίας περιλαμβάνουν τη μεγάλη διάρκεια της νόσου
του διαβήτη, τη διαβητική νευροπάθεια ή τη λήψη σκευασμάτων όπως οι β-αναστολείς.
Υπογλυκαιμικές και υπεργλυκαιμικές αντιδράσεις που δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά μπορεί
να προκαλέσουν απώλεια συνειδήσεως, κώμα ή θάνατο.
Η χορήγηση δόσεων οι οποίες είναι ανεπαρκείς ή η διακοπή της θεραπευτικής αγωγής, ιδιαίτερα
στους ινσουλινο-εξαρτώμενους διαβητικούς ασθενείς, μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις δυνητικά
θανατηφόρες όπως η υπεργλυκαιμία και η διαβητική κετοοξέωση.
Η θεραπεία με χορήγηση ανθρώπινης ινσουλίνης μπορεί να προκαλέσει την δημιουργία αντισωμάτων,
οι τίτλοι των οποίων είναι χαμηλότεροι από εκείνους που παρατηρούνται με την χρήση κεκαθαρμένης
ζωϊκής προέλευσης ινσουλίνης.
Οι ανάγκες σε ινσουλίνη μπορεί να τροποποιηθούν σημαντικά σε νόσο των επινεφριδίων, της
υπόφυσης ή του θυροειδούς καθώς και σε περιπτώσεις νεφρικής ή ηπατικής ανεπάρκειας.
Οι ανάγκες σε ινσουλίνη μπορεί να είναι αυξημένες κατά τη διάρκεια νόσου ή συναισθηματικών
διαταραχών.
Μπορεί να απαιτηθεί προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς που υποβάλλονται σε σωματική
δραστηριότητα ή μεταβάλλουν το συνηθισμένο διαιτολόγιό τους.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Κάποια φαρμακευτικά προϊόντα είναι γνωστό ότι αλληλεπιδρούν με το μεταβολισμό του σακχάρου. Ο
γιατρός θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη πιθανές αλληλεπιδράσεις και να ρωτήσει τους ασθενείς για
τη λήψη άλλων φαρμάκων παράλληλα με την ανθρώπινη ινσουλίνη.
Οι ανάγκες σε ινσουλίνη μπορεί να αυξηθούν με τη χορήγηση φαρμακευτικών προϊόντων που έχουν
υπεργλυκαιμική δράση, όπως τα κορτικοστεροειδή, τα θυροειδικά σκευάσματα, η αυξητική ορμόνη, η
δαναζόλη, οι β
2
διεγέρτες (όπως η ριτοδρίνη, η σαλβουταμόλη, η τερβουταλίνη), οι θιαζίδες.
Οι ανάγκες σε ινσουλίνη μπορεί να μειωθούν με τη λήψη φαρμακευτικών προϊόντων που έχουν
υπογλυκαιμική δράση, όπως τα από του στόματος υπογλυκαιμικά, τα σαλικυλικά (π.χ.
ακετυλοσαλικυλικό οξύ), ορισμένα αντικαταθλιπτικά (αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης), ορισμένοι
2