Η πιθανότητα της τοξικής επιδράσεως αυξάνει στους αλκοολικούς,
σ' αυτούς που λαμβάνουν φάρμακα τα οποία επάγουν τα ενζυμικά
συστήματα του ήπατος και τους καχέκτες.
Η τοξικότητα της παρακεταμόλης οφείλεται στην παραγωγή ενός
εκ των μεταβολιτών της, της Ν-ακετυλ-ρ-βενζοκινονεϊμίνης
(NABQI), η οποία αδρανοποιείται με σύνδεση με γλουταθειόνη και
αποβάλλεται συνεζευγμένη με μερκαπτοπουρίνη και κυστεΐνη. Στις
περιπτώσεις υπερδοσολογίας τα αποθέματα της γλουταθειόνης
εξαντλούνται και η ελεύθερη NABQI ενώνεται με θειοϋδρυλικές
ομάδες στα ηπατοκύτταρα, τα οποία έτσι καταστρέφονται.
Ουσίες, όπως η ακετυλοκυστεΐνη και η μεθειονίνη, οι οποίες
επανορθώνουν τα αποθέματα της γλουταθειόνης χρησιμοποιούνται
ως αντίδοτα στη δηλητηρίαση από παρακεταμόλη.
Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας πρέπει να γίνεται αμέσως και
στο νοσοκομείο, ακόμα και αν απουσιάζουν τα συμπτώματα. Η
γαστρική πλύση όταν εκτελείται εντός 2 ωρών από τη λήψη
απομακρύνει από το στόμαχο τα υπολείμματα του φαρμάκου. Η
χορήγηση ενεργού άνθρακα εμποδίζει την απορρόφηση της
παρακεταμόλης από το έντερο. Η εφαρμογή γενικών μέτρων
υποστήριξης είναι απαραίτητη. Η χορήγηση του αντιδότου αρχίζει
αμέσως, εφόσον η ληφθείσα δόση είναι πάνω από 125 mg/kg ΒΣ για
τους ενήλικες και πάνω από 200 mg/kg ΒΣ για τα παιδιά και
συνεχίζεται ή όχι ανάλογα με τα αποτελέσματα των μετρήσεων
των επιπέδων της παρακεταμόλης στο πλάσμα.
Η μέτρηση των επιπέδων πρέπει να γίνεται 4 ώρες μετά την λήψη
και μέχρι 24 ώρες απ' αυτή. Οι τιμές των επιπέδων παρακεταμόλης
πλάσματος του ασθενούς συγκρίνονται με ένα προτυποποιημένο
νομόγραμμα των επιπέδων προς τον χρόνο από τη λήψη (βλέπε
σχήμα). Η χορήγηση του αντιδότου χρειάζεται εάν τα επίπεδα του
ασθενούς είναι πάνω από την γραμμή κινδύνου. Γενικώς θεωρείται
ότι η εφ' άπαξ λήψη άνω των 10g παρακεταμόλης μπορεί να
προκαλέσει κλινικώς έκδηλη ηπατοκυτταρική βλάβη. Βαριά
θανατηφόρα βλάβη συνήθως επέρχεται με τη λήψη άνω των 25 g. Οι
συγκεντρώσεις της παρακεταμόλης στο πλάσμα σχετίζονται με την
σοβαρότητα της ηπατικής βλάβης. Επίπεδα άνω των 300 μg/κ.εκ. 4
ώρες μετά την λήψη είναι ενδεικτικά ανάπτυξης σοβαρής βλάβης.
Επίπεδα κάτω των 150 μg/κ.εκ. σημαίνουν ότι η ανάπτυξη
ηπατοκυτταρικής βλάβης είναι απίθανη.
Η ακετυλοκυστεΐνη χορηγείται από του στόματος ή ενδοφλεβίως.
Παρά το ότι είναι πιο αποτελεσματική όταν η χορήγησή της αρχίζει
εντός 8 ωρών από τη λήψη, πρέπει να χορηγείται και αν ακόμη
έχουν παρέλθει 24 ώρες από την λήψη.
Ενδοφλεβίως χορηγούνται αρχικώς 150 mg/kg ΒΣ διαλυμένα σε 200
κ.εκ. γλυκόζης 5% σε έγχυση 15 - 20 λεπτών, ακολουθούμενα από
έγχυση 50 mg/kg ΒΣ σε 500 κ.εκ. γλυκόζης 5% τις επόμενες 4 ώρες