ενίοτε σχετίζεται με φυσαλίδες ή βλάβες βλεννογόνων), η θεραπεία με
υδροχλωρική αμβροξόλη θα πρέπει να διακοπεί αμέσως και να
αναζητηθεί ιατρική συμβουλή.
Οι περισσότερες περιπτώσεις μπορούν να εξηγηθούν από τη σοβαρότητα
άλλων υποκείμενων ασθενειών και/ή συγχορηγούμενης φαρμακευτικής
αγωγής. Επιπρόσθετα, κατά την πρώιμη φάση του συνδρόμου Steven
Johnson ή της τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης, ο ασθενής μπορεί να
εμφανίσει αρχικά μη εξειδικευμένα πρόδρομα συμπτώματα που να
προσομοιάζουν με γρίπη, όπως πυρετός, πόνοι στο σώμα, ρινίτιδα, βήχας
και πονόλαιμος. Αυτά τα μη εξειδικευμένα πρόδρομα συμπτώματα που
προσομοιάζουν με γρίπη είναι πιθανόν να οδηγήσουν παραπλανητικά
στην έναρξη συμπτωματικής αγωγής για το βήχα και το κρυολόγημα.
Σε περίπτωση επηρεασμένης νεφρικής λειτουργίας ή σοβαρής
ηπατοπάθειας το Mucosolvan μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μετά από
ιατρική συμβουλή. Όπως με όλα τα φάρμακα που μεταβολίζονται από το
ήπαρ και ακολουθεί νεφρική απέκκριση τους, ενδέχεται να εμφανιστεί
συσσώρευση των μεταβολιτών της αμβροξόλης που σχηματίσθηκαν στο
ήπαρ, όταν υπάρχει σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια.
1 τεμάχιο κόμμεος Mucosolvan
15 mg περιέχει 523 mg σορβιτόλης (Ε-
420) που αντιστοιχούν σε 4,2 g σορβιτόλης ανά μέγιστη συνιστώμενη
ημερήσια δόση (120 mg). Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα
δυσανεξίας στη φρουκτόζη δε θα πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Μπορεί επίσης να έχει ήπια καθαρτική δράση.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν υπάρχουν κλινικά σημαντικές δυσμενείς αλληλεπιδράσεις με άλλα
φάρμακα.
Η ταυτόχρονη χορήγηση της αμβροξόλης με αντιβιοτικά (αμοξυκιλλίνη,
κεφουροξίμη, ερυθρομυκίνη, δοξυκυκλίνη) οδηγεί σε υψηλότερες
συγκεντρώσεις του αντιβιοτικού στον πνευμονικό ιστό.
Ταυτόχρονη χορήγηση ενός αντιβηχικού αναστέλλει το αντανακλαστικό
του βήχα και μπορεί να προκαλέσει στάση της ρευστοποιημένης λόγω της
αμβροξόλης βλέννας.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Η υδροχλωρική αμβροξόλη διαπερνά τον πλακούντα.
Μη κλινικές μελέτες δεν κατέδειξαν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς
επιδράσεις όσον αφορά στην κύηση, την εμβρυική ανάπτυξη, τον τοκετό
ή τη μεταγεννητική ανάπτυξη. Εκτεταμένη κλινική εμπειρία μετά την 28η
εβδομάδα κύησης δεν έχει καταδείξει επιβλαβείς επιδράσεις στο έμβρυο.
Ωστόσο, πρέπει να τηρούνται οι συνήθεις προφυλάξεις σε σχέση με τη
χρήση των φαρμάκων κατά την κύηση.
Η χρήση του Mucosolvan
δε συνιστάται κατά τη διάρκεια της κύησης,
ειδικά κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης.
Θηλασμός