ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
ZANTAC
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΣΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Δισκία
Ranitidine Hydrochloride 168mg/TAB αντιστοιχεί σε Ranitidine
150mg/TAB
Ranitidine Hydrochloride 336mg/TAB αντιστοιχεί σε Ranitidine
300mg/TAB
Ενέσιμο διάλυμα
Μία φύσιγγα των 2ml περιέχει 50mg Ranitidine.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
Αναβράζον δισκίο.
Ενέσιμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Ενήλικες
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 150 mg και A ναβράζοντα δισκία
150 mg
- Χρόνια επεισοδιακή δυσπεψία που χαρακτηρίζεται από πόνο πιγαστρικό
ή οπισθοστερνικό) και που σχετίζεται με τη λήψη γευμάτων αλλά δεν
συνδέεται με τις παρακάτω καταστάσεις.
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 150 mg & 300 mg , A ναβράζοντα
δισκία 150 mg και E νέσιμο διάλυμα
- Έλκος βολβού 12δακτύλου, στομάχου και μετεγχειρητικό έλκος.
- Καταστάσεις γαστρικής υπερέκκρισης (σύνδρομο ZOLLINGER ELLISON,
συστηματική μαστοκύτωση κ.λ.π.).
- Οισοφαγίτιδα από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, πρόληψη
αιμορραγικής γαστρίτιδας σε βαρέως πάσχοντες, μεταβολικής
αλκάλωσης σε ασθενείς με παρατεταμένη γαστρική αναρρόφηση.
- Πρόληψη εισρόφησης γαστρικού περιεχομένου στις αναπνευστικές οδούς
κατά τη διάρκεια γενικής αναισθησίας και τοκετού.
- Πρόληψη του δωδεκαδακτυλικού έλκους που συνδέεται με τη θεραπεία
μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και ειδικότερα:
1
1. Σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με πρόσφατα διαγνωσθέν έλκος
ανεξαρτήτως ηλικίας και ιδιαιτέρως σ’ εκείνους άνω των 70 ετών.
2. Σε γυναίκες ηλικίας άνω των 70 ετών χωρίς ιστορικό έλκους, λόγω του
κατά 5 φορές υψηλότερου σχετικού κινδύνου ανάπτυξης πεπτικού έλκους
σε σύγκριση με άρρενες της αυτής ηλικίας.
3. Σε ασθενείς με ιστορικό ελκοπάθειας που η μακροχρόνια λήψη μη
στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων είναι αναγκαία.
Παιδιά (6 μηνών έως 18 ετών - ενέσιμο)
Παιδιά (3 ετών έως 18 ετών - χορηγούμενο από το στόμα)
- Βραχυχρόνια θεραπεία του πεπτικού έλκους
- Θεραπεία της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, περιλαμβανομένης της
οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση και της συμπτωματικής ανακούφισης
της νόσου της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Από του στόματος
Ενήλικες / Έφηβοι (12 ετών και άνω)
Σε χρόνια επεισοδιακή δυσπεψία η συνήθης δοσολογία είναι 150 mg δύο φορές
την ημέρα μέχρι 6 εβδομάδες. Οποιοσδήποτε ασθενής δεν ανταποκρίνεται
στη θεραπεία ή υποτροπιάζει πρέπει άμεσα να ελέγχεται.
Η συνήθης δοσολογία για γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος είναι 150mg δύο
φορές την ημέρα είτε 300mg το βράδυ.
Στις περισσότερες περιπτώσεις καλοήθους γαστρικού και δωδεκαδακτυλικού
έλκους η επούλωση γίνεται σε 4 εβδομάδες. Σε ασθενείς που η επούλωση δεν
ολοκληρώνεται σ' αυτό το διάστημα, παράταση της θεραπείας για ακόμη 4
εβδομάδες συνήθως οδηγεί σε επούλωση του έλκους.
Στο δωδεκαδακτυλικό έλκος δοσολογία 300mg δύο φορές την ημέρα για 4
εβδομάδες έχει σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερη συχνότητα επούλωσης
συγκριτικά με τη δοσολογία των 150mg δύο φορές την ημέρα ή 300mg κάθε
βράδυ. Θεραπεία συντήρησης: 150mg κάθε βράδυ.
Σε έλκη που εμφανίζονται μετά από θεραπεία με μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ή που σχετίζονται με την παρατεταμένη θεραπεία
με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, χορηγούνται 150 mg πρωί και
βράδυ. Θεραπεία 8 εβδομάδων μπορεί να κριθεί απαραίτητη.
Σε οισοφαγίτιδα από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση χορηγούνται 150mg
δύο φορές την ημέρα είτε 300mg κάθε βράδυ για 8 εβδομάδες και αν
χρειασθεί 12 εβδομάδες. Σε ασθενείς με σοβαρή οισοφαγίτιδα και σε όσους
δεν ανταποκρίνονται στη συνιστώμενη δοσολογία της ρανιτιδίνης, η δόση
αυξάνεται σε 150mg 4 φορές την ημέρα για 8 εβδομάδες.
Θεραπεία μακράς διάρκειας επουλωμένης οισοφαγίτιδας 150mgx2
ημερησίως.
Στο σύνδρομο Zollinger-Ellison αρχικά χορηγούνται 150mg 3 φορές την ημέρα
και αν κριθεί απαραίτητο η δοσολογία μπορεί να αυξηθεί πορεί να
απαιτηθούν δόσεις και πάνω από 3g ημερησίως σε διηρημένες δόσεις).
2
Στην πρόληψη αιμορραγίας ελκών από stress σε βαρέως πάσχοντες ή σε
ασθενείς με αιμορραγούντα έλκη, η θεραπεία 150mg δύο φορές την ημέρα
μπορεί να αντικαταστήσει την ενέσιμη χορήγηση μόλις αρχίσει η διατροφή
από το στόμα.
Στην πρόληψη εισρόφησης γαστρικού περιεχομένου χορηγούνται 150mg 2
ώρες πριν την έναρξη της γενικής αναισθησίας, και ακόμα καλύτερα άλλα
150mg την παραμονή το βράδυ. Για τον ίδιο σκοπό σαν εναλλακτική λύση
μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ενέσιμη μορφή.
Στις εγκύους χορηγούνται με την έναρξη του τοκετού 150mg και στη
συνέχεια κάθε 6 ώρες και αν απαιτηθεί γενική αναισθησία συνιστάται να
χορηγείται επιπρόσθετα ένα αντιόξινο (π.χ. κιτρικό νάτριο).
Παιδιά από 3 ετών έως 11 ετών και βάρους άνω των 30 kg
Βλέπε παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες Ειδικοί πληθυσμοί
ασθενών.
Οξεία αντιμετώπιση πεπτικού έλκους
Η συνιστώμενη δόση από το στόμα για τη θεραπεία του πεπτικού έλκους στα
παιδιά είναι 4-8 mg/kg/ημέρα χορηγούμενη σε δύο διηρημένες δόσεις με
μέγιστη δόση τα 300 mg ρανιτιδίνης ημερησίως για διάρκεια 4 εβδομάδων.
Για όσους ασθενείς δεν έχουν πλήρη επούλωση, ενδείκνυνται άλλες 4
εβδομάδες θεραπείας, καθώς η επούλωση συνήθως επισυμβαίνει μετά από
οκτώ εβδομάδες θεραπείας.
Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
Η συνιστώμενη δόση από το στόμα για τη θεραπεία της γαστροοισοφαγικής
παλινδρόμησης στα παιδιά είναι 5-10 mg/kg/ημέρα, χορηγούμενη σε δύο
διηρημένες δόσεις με μέγιστη δόση τα 600 mg μέγιστη δόση είναι πιθανό
να εφαρμόζεται σε βαρύτερα παιδιά ή έφηβους με σοβαρά συμπτώματα).
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα σε νεογέννητα δεν έχει τεκμηριωθεί.
Νεφρική ανεπάρκεια:
Συσσώρευση της ρανιτιδίνης με αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντρωσης
στο πλάσμα μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση
κρεατινίνης μικρότερη από 50ml/λεπτό). Σ' αυτούς τους ασθενείς συνιστάται
η ημερήσια δόση της ρανιτιδίνης να είναι 150mg το βράδυ για 4-8
εβδομάδες. Η ίδια δόση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία
συντήρησης εφόσον κρίνεται απαραίτητο. Σε περίπτωση όπου δεν έχει
επιτευχθεί επούλωση του έλκους μετά τη θεραπεία μπορεί να χορηγηθεί η
δόση των 150mg δύο φορές ημερησίως και να ακολουθείται εφόσον κρίνεται
απαραίτητο από θεραπεία συντήρησης των 150mg το βράδυ.
Τρόπος χορήγησης
Τα αναβράζοντα δισκία Zantac διαλύονται σε λιγότερο από μισό ποτήρι νερό
(περίπου 75ml) και λαμβάνονται τελείως διαλυμένα.
Τα αναβράζοντα δισκία περιέχουν ασπαρτάμη.
Ενέσιμο
3
Ενήλικες
Όταν η χορήγηση από το στόμα δεν είναι δυνατή μπορεί χρησιμοποιηθεί
παρεντερική οδός.
Το Zantac ενέσιμο χορηγείται ενδομυϊκώς ή βραδέως ενδοφλεβίως ή με
ενδοφλέβια έγχυση.
Με βραδεία ενδοφλέβια ένεση (διάρκεια ένεσης περισσότερο από δύο λεπτά)
δόση 50mg, που αραιώνονται με διαλυτικό στην ποσότητα των 20ml/50mg
δόσης. Η ένεση μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 6-8 ώρες.
Με ενδοφλέβια έγχυση: 25mg/ώρα για 2 ώρες. Η έγχυση μπορεί να
επαναλαμβάνεται κάθε 6-8 ώρες.
Ενδομυϊκά: 50mg κάθε 6-8 ώρες ημερησίως.
Στην πρόληψη της αιμορραγίας ελκών από stress σε βαρέως πάσχοντες
ασθενείς αρχικά βραδεία ενδοφλέβια ένεση ς ανωτέρω) και στη συνέχεια
συνεχής ενδοφλέβια έγχυση 125-250mcg/kg ανά ώρα.
Η παρεντερική χορήγηση μπορεί να συνεχισθεί μέχρι να αρχίσει η διατροφή
από το στόμα, οπότε ασθενείς που θεωρούνται ότι διατρέχουν τον κίνδυνο
υποτροπής μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα δισκία των 150mg δύο φορές την
ημέρα.
Σε πρόληψη εισρόφησης γαστρικού περιεχομένου. Το Zantac ενέσιμο 50mg
μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενδομυϊκά ή βραδέως ενδοφλεβίως 45-60 λεπτά
πριν την έναρξη της γενικής αναισθησίας. Τα 50mg αραιώνονται μέχρι την
ποσότητα των 20ml και χορηγούνται με βραδεία ενδοφλέβια ένεση διάρκειας
μεγαλύτερης των 2 λεπτών.
Παιδιά / Βρέφη (6 μηνών έως 11 ετών)
Βλέπε παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες Ειδικοί πληθυσμοί
ασθενών.
Το Zantac ενέσιμο μπορεί να χορηγηθεί ως αργή (πάνω από 2 λεπτά)
ενδοφλέβια έγχυση μέχρι τη μέγιστη δόση 50 mg κάθε 6 έως 8 ώρες.
Οξεία αντιμετώπιση πεπτικού έλκους και γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
Η ενδοφλέβια θεραπεία σε παιδιά με πεπτικό έλκος ενδείκνυται μόνο εάν η
από του στόματος θεραπεία δεν είναι δυνατή.
Για την οξεία αντιμετώπιση της νόσου του πεπτικού έλκους και της
γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης σε παιδιατρικούς ασθενείς το Zantac
ενέσιμο μπορεί να χορηγηθεί σε αρχική δόση (2,0 mg/kg ή 2,5 mg/kg, μέγιστη
50 mg) ως αργή ενδοφλέβια έγχυση πάνω από 10 λεπτά, είτε με μία αντλία
έγχυσης ακολουθούμενη από έκπλυση με 3 ml φυσιολογικού ορού για διάστημα
πάνω από 5 λεπτά, ή αραίωση με 20 ml φυσιολογικού ορού. Η διατήρηση του
γαστρικού pH > 4,0 μπορεί να επιτευχθεί με διαλείπουσα έγχυση 1,5 mg/kg
κάθε 6 έως 8 ώρες. Εναλλακτικά η θεραπεία μπορεί να είναι συνεχής,
χορηγώντας μία δόση εφόδου 0,45 mg/kg ακολουθούμενη από συνεχή έγχυση
0,15 mg/kg/hr.
Προφύλαξη του έλκους από στρες σε σοβαρά άρρωστους ασθενείς
Η συνιστώμενη δόση για την προφύλαξη του έλκους από στρες είναι 1mg/kg
(μέγιστη 50 mg) κάθε 6 έως 8 ώρες.
Εναλλακτικά η θεραπεία μπορεί να είναι συνεχής, χορηγώντας 125 - 250
μικρογραμμάρια/kg/hr ως συνεχή έγχυση.
4
Νεογνά (μικρότερα του 1 μηνός)
Βλέπε παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες Ειδικοί πληθυσμοί
ασθενών.
Ασθενείς ηλικίας άνω των 50 ετών
(Βλέπε Φαρμακοκινητικές ιδιότητες Ειδικοί πληθυσμοί ασθενών, Ασθενείς
ηλικίας άνω των 50 ετών).
Νεφρική ανεπάρκεια
Συσσώρευση της ρανιτιδίνης με αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντρωσης
στο πλάσμα μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση
κρεατινίνης μικρότερη από 50ml/λεπτό). Σ' αυτούς τους ασθενείς συνιστάται
η ημερήσια δόση της ρανιτιδίνης να είναι 25mg.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη ρανιτιδίνη ή σε κάποιο από τα συστατικά του φαρμάκου.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Τα αναβράζοντα δισκία Zantac περιέχουν:
- Νάτριο και χρειάζεται προσοχή όταν γίνεται θεραπεία σε
ασθενείς στους οποίους συνιστάται αυστηρός περιορισμός νατρίου.
- Ασπαρτάμη και δεν πρέπει να χορηγούνται σε άτομα που πάσχουν
από φαινυλκετονουρία.
Κακοήθεια
Η ύπαρξη κακοήθειας πρέπει να αποκλεισθεί πριν από την έναρξη θεραπείας
ασθενών με γαστρικό έλκος (είτε πρόκειται για μεσήλικες ή και μεγαλύτερης
ηλικίας άτομα είτε για άτομα με πρόσφατη μεταβολή των δυσπεπτικών τους
συμπτωμάτων), επειδή η θεραπεία με ρανιτιδίνη μπορεί να αποκρύψει
συμπτώματα γαστρικού καρκινώματος.
Νεφρική ανεπάρκεια
Η ρανιτιδίνη απεκκρίνεται από τους νεφρούς με αποτέλεσμα η συγκέντρωση
της στο πλάσμα, να αυξάνονται σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Το δοσολογικό σχήμα πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με τη δοσολογία που
συνιστάται στη νεφρική ανεπάρκεια.
Αιματολογικές διαταραχές
Σπάνιες κλινικές αναφορές πιθανολογούν ότι η ρανιτιδίνη μπορεί να
προδιαθέσει σε οξείες πορφυρικές προσβολές. Γι' αυτό η χρήση της
ρανιτιδίνης θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με ιστορικό οξείας
πορφυρίας. Προσοχή σε ασθενείς με λευκοπενία, σε περίπτωση χορήγησης
απαιτείται συχνή παρακολούθηση των λευκών αιμοσφαιρίων.
Ηπατική ανεπάρκεια
Να χορηγείται με προσοχή και σε μειωμένη δόση σε ασθενείς με ηπατική
ανεπάρκεια.
Ηλικιωμένοι ή πάσχοντες από σοβαρά νοσήματα
Συνιστάται μείωση της δόσης ανάλογα με την περίπτωση λόγω του αυξημένου
κινδύνου εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών.
5
Συνιστάται ο τακτικός έλεγχος των ασθενών που παίρνουν μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη σε συνδυασμό με ρανιτιδίνη, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους
και σε άτομα με ιστορικό πεπτικού έλκους.
Γενικά
Σε απότομη διακοπή που υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υποτροπών και
επιπλοκώνιάτρηση, αιμορραγία) του έλκους.
Η χορήγηση αντιόξινων, όταν κρίνεται αναγκαία, να γίνεται στα ενδιάμεσα
της χορήγησης του φαρμάκου.
Στους υπερτασικούς συνιστάται η παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης.
Σπάνια έχει αναφερθεί βραδυκαρδία η οποία σχετίζεται με τη γρήγορη
χορήγηση του ενεσίμου, συνήθως σε ασθενείς με παράγοντες που
προδιαθέτουν σε διαταραχές της καρδιακής συχνότητας. Να ακολουθείται ο
συνιστώμενος στη δοσολογία ρυθμός χορήγησης.
Σε ασθενείς όπως ηλικιωμένοι, άτομα με χρόνια πνευμονοπάθεια, διαβήτη, ή
σε ανοσοκατασταλμένους, μπορεί να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης
πνευμονίας της κοινότητας. Μια μεγάλη επιδημιολογική μελέτη έδειξε
αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πνευμονίας της κοινότητας σε τρέχοντες
χρήστες ανταγωνιστών των Η
2
υποδοχέων, συγκριτικά με αυτούς που είχαν
σταματήσει τη θεραπεία, με παρατηρούμενη προσαρμοσμένη αύξηση του
σχετικού κινδύνου 1.82 (95% Cl, 1.26-2.64).
Η ενδοφλέβια χορήγηση Η
2
-ανταγωνιστών σε δόσεις μεγαλύτερες των
συνιστώμενων σχετίζεται με αύξηση των ηπατικών ενζύμων όταν η θεραπεία
παρατείνεται περισσότερο από πέντε ημέρες.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Η ρανιτιδίνη έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει την απορρόφηση, τον
μεταβολισμό ή την νεφρική κάθαρση άλλων φαρμάκων. Η μεταβαλλόμενη
φαρμακοκινητική μπορεί να απαιτεί ρύθμιση της δοσολογίας του φαρμάκου
που επηρεάζεται ή διακοπή της θεραπείας.
Οι αλληλεπιδράσεις συντελούνται με διάφορους μηχανισμούς που
περιλαμβάνουν:
1) Αναστολή του κυττοχρώματος P450 που συνδέεται με το σύστημα
οξυγενάσης
Η ρανιτιδίνη σε συνήθεις θεραπευτικές δόσεις δεν ενισχύει τις δράσεις
φαρμάκων που αδρανοποιούνται από αυτό το ενζυμικό σύστημα, όπως είναι η
διαζεπάμη, η λιδοκαϊνη, ή φαινυτοϊνη, ή προπρανολόλη και η θεοφυλλίνη.
Υπάρχουν αναφορές μεταβαλόμενου χρόνου προθρομβίνης με κουμαρινικά
αντιπηκτικά (π.χ βαρφαρίνη). Λόγω του στενού θεραπευτικού δείκτη,
συνιστάται στενή παρακολούθηση της αύξησης ή της μείωσης του χρόνου
προθρομβίνης, κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης θεραπείας με ρανιτιδίνη.
2) Ανταγωνισμός για νεφρική σωληναριακή απέκκριση:
Επειδή η ρανιτιδίνη απεκκρίνεται μερικώς από το κατιονικό σύστημα, μπορεί
να επηρεάζει την κάθαρση άλλων φαρμάκων που απεκκρίνονται μέσω αυτής
της οδού. Υψηλές δόσεις ρανιτιδίνης όπως αυτές που χρησιμοποιούνται
στην θεραπεία του συνδρόμου Zollinger-Ellison) μπορεί να μειώσουν την έκκριση
6
προκαϊναμίδης και Ν-ακετυλοπροκαϊναμίδης με αποτέλεσμα αύξηση των
επιπέδων στο πλάσμα αυτών των φαρμάκων.
3) Μεταβολή του γαστρικού pH:
Η βιοδιαθεσιμότητα ορισμένων φαρμάκων μπορεί να επηρεάζεται. Αυτό
μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα είτε αύξηση της απορρόφησης (π.χ.
τριαζολάμη, γλιπιζίδη, μιδαζολάμη) ή μείωση της απορρόφησης (π.χ
κετοκοναζόλη, αταζαναβίρη, δελαβιριδίνη, γεφιτνίβη).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν δεδομένα για τις επιδράσεις της ρανιτιδίνης στην ανθρώπινη
γονιμότητα. Δεν υπήρξαν επιδράσεις στην ανδρική και γυναικεία γονιμότητα
σε μελέτες σε ζώα (βλέπε παράγραφο 5.3).
Κύηση
Η ρανιτιδίνη διαπερνά τον πλακούντα. Όπως όλα τα φάρμακα, η ρανιτιδίνη
πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κυήσεως μόνο αν υπάρχει
απόλυτη ανάγκη.
Γαλουχία
Η ρανιτιδίνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα και γι' αυτό δε συνιστάται η
χορήγηση κατά την περίοδο της γαλουχίας.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η λήψη ρανιτιδίνης δεν επηρεάζει κατά κανόνα την ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η ασφάλεια της ρανιτιδίνης έχει αξιολογηθεί σε παιδιά με πάθηση που
σχετίζεται με την έκκριση υδροχλωρικού οξέος από τη γέννηση έως την
ηλικία των 16 ετών και ήταν γενικά καλά ανεκτή με ένα προφίλ ανεπιθύμητων
ενεργειών που ομοιάζει με αυτό των ενηλίκων. Υπάρχουν περιορισμένα
διαθέσιμα δεδομένα μακροχρόνιας ασφάλειας, ιδιαίτερα όσον αφορά την
ανάπτυξη των παιδιών.
Η ακόλουθη συνθήκη έχει χρησιμοποιηθεί για την κατηγοριοποίηση των
ανεπιθύμητων ενεργειών: πολύ συχνές (>1/10), συχνές (>1/100, <1/10), όχι
συχνές (>1/1.000, <1/100), σπάνιες (>1/10.000), <1/1.000), πολύ σπάνιες
(<1/10.000).
Οι συχνότητες των ανεπιθύμητων καταστάσεων έχουν υπολογισθεί από
αυθόρμητες αναφορές από στοιχεία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Αιματολογικές διαταραχές ευκοπενία,
θρομβοκυτοπενία). Αυτές είναι συνήθως αναστρέψιμες.
Ακοκκιοκυτταραιμία ή πανκυτταροπενία, μερικές φορές με
υποπλασία ή απλασία του μυελού των οστών.
7
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας νίδωση, αγγειοοίδημα,
πυρετός, βρογχόσπασμος, υπόταση και πόνος στο
θώρακα).
Πολύ σπάνιες: Αναφυλακτικό σοκ.
Αυτές οι καταστάσεις έχουν αναφερθεί μετά από χορήγηση μόνο μίας δόσης.
Ψυχιατρικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: Αναστρέψιμη διανοητική σύγχυση, κατάθλιψη και
παραισθήσεις.
Αυτές έχουν αναφερθεί κυρίως σε σοβαρά άρρωστους και ηλικιωμένους
ασθενείς.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Κεφαλαλγία (μερικές φορές έντονη), ζάλη και
αναστρέψιμες ακούσιες κινητικές διαταραχές.
Διαταραχές των οφθαλμών
Πολύ σπάνιες: Αναστρέψιμη θόλωση της όρασης.
Έχουν αναφερθεί περιστατικά θόλωσης της όρασης που είναι πιθανό να
οφείλεται σε μεταβολή της προσαρμογής.
Καρδιακές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: Όπως και με άλλους Η
2
-ανταγωνιστές της ισταμίνης,
βραδυκαρδία, ταχυκαρδία και κολποκοιλιακός
αποκλεισμός.
Αγγειακές διαταραχές.
Πολύ σπάνιες: Αγγειίτιδα.
Γαστρεντερικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: Οξεία παγκρεατίτιδα, διάρροια.
Όχι συχνές: Κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, ναυτία, α συμπτώματα
αυτά βελτιώνονται σε μεγάλο βαθμό με τη συνέχιση της
αγωγής)
Hπατοχολικές διαταραχές
Σπάνιες: Παροδικές και αναστρέψιμες μεταβολές στις λειτουργικές
δοκιμασίες του ήπατος.
8
Πολύ σπάνιες Ηπατίτιδα (ηπατοκυτταρική, ηπατοχολαγγειακή ή μικτή)
με ή χωρίς ίκτερο. Αυτά τα περιστατικά ήταν συνήθως
αναστρέψιμα.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Σπάνιες: Δερματικό εξάνθημα.
Πολύ σπάνιες: Πολύμορφο ερύθημα, αλωπεκία
Μυοσκελετικές διαταραχές και διαταραχές των συνδετικών ιστών
Πολύ σπάνιες: Μυοσκελετικά συμπτώματα όπως αρθραλγία και μυαλγία.
Διαταραχές των νεφρών και του ουροποιητικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Οξεία διάμεση νεφρίτιδα.
Σπάνιες: Αύξηση της κρεατινίνης πλάσματος (συνήθως ελαφρά:
επανέρχεται σε φυσιολογικές τιμές με τη συνέχιση της
αγωγής)
Αναπαραγωγικό σύστημα και διαταραχές των μαστών
Πολύ σπάνιες: Αναστρέψιμη ανικανότητα, συμπτώματα από τους
μαστούς και καταστάσεις των μαστών πως
γυναικομαστία και γαλακτόρροια).
4.9 ερδοσολογία
Πρόκληση εμέτου, ή πλύση στομάχου για την απομάκρυνση των
καταποθέντων δισκίων. Υποστηρικτική – συμπτωματική αντιμετώπιση.
Στην περίπτωση των αναβραζουσών μορφών, ο ιατρός θα πρέπει να λαμβάνει
υπόψη την περιεκτικότητα σε νάτριο (Να).
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: ανταγωνιστές των Η2 υποδοχέων,
Κωδικός ATC: A02BA02
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η ρανιτιδίνη είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός Η
2
-ανταγωνιστής της
ισταμίνης. Η δράση της επίσης είναι πολύ γρήγορη. Αναστέλλει την βασική
και την μετά από διέγερση γαστρική έκκριση, μειώνοντας τον όγκο και την
περιεκτικότητά της σε οξύ και πεψίνη. Η ρανιτιδίνη έχει σχετικά
παρατεταμένη δράση, ώστε με ένα δισκίο των 150mg να αναστέλλεται η
γαστρική έκκριση τουλάχιστον για 12 ώρες.
Υπάρχουν κλινικά δεδομένα χρήσης της ρανιτιδίνης σε παιδιά για την
πρόληψη του έλκους από στρες. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει διαθέσιμη ισχυρή
ένδειξη για την πρόληψη του έλκους από στρες. Η αντιμετώπιση αυτών των
9
ασθενών βασίζεται στην παρατήρηση ότι το γαστρικό pH διατηρείται πάνω
από 4 μετά τη χορήγηση ρανιτιδίνης. Η αξία αυτής της παρατήρησης στα
παιδιά με έλκη από στρες μένει να τεκμηριωθεί.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Μετά από του στόματος χορήγηση 150 mg ρανιτιδίνης, οι μέγιστες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα (300 έως 550 ng/mL) εμφανίσθηκαν μετά από 1-3
ώρες. Η επαναπορρόφηση του φαρμάκου που εκκρίθηκε στο έντερο έχει ως
αποτέλεσμα δύο ξεχωριστές μέγιστες τιμές ή ένα πλατώ στη φάση
απορρόφησης. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της ρανιτιδίνης είναι 50-60% και
οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα αυξάνονται ανάλογα με την αύξηση της δόσης
έως τα 300 mg.
Όταν χορηγούνται υψηλές δόσεις sucralfate (2 γραμμάρια) σε συνδυασμό με
ρανιτιδίνη, η απορρόφηση της ρανιτιδίνης μπορεί να μειωθεί. Το αποτέλεσμα
αυτό δεν παρατηρείται αν το sucralfate χορηγηθεί 2 ώρες μετά την
χορήγηση της ρανιτιδίνης. Η απορρόφηση της ρανιτιδίνης μετά από
ενδομυϊκή χορήγηση είναι γρήγορη και η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα
επιτυγχάνεται σε 15 λεπτά.
Κατανομή
Η ρανιτιδίνη δεν συνδέεται εκτεταμένα με πρωτεΐνες του πλάσματος (15%),
αλλά επιδεικνύει ένα μεγάλο όγκο κατανομής που ποικίλει από 96 έως 142
λίτρα.
Μεταβολισμός
Η ρανιτιδίνη μεταβολίζεται σε μικρές μόνο ποσότητες. Η αποβολή του
φαρμάκου γίνεται κυρίως με σωληναριακή απέκκριση. Η ημιπερίοδος ζωής
της αποβολής είναι περίπου 2-3 ώρες.
Το κλάσμα της δόσης που ανακτάται είναι παρόμοιο μετά τη χορήγηση τόσο
από το στόμα όσο και ενδοφλέβια και περιλαμβάνει 6% της δόσης από τα
ούρα σαν Ν-οξείδιο, 2% σαν S-οξείδιο, 2% σαν απομεθυλιωμένη ρανιτιδίνη
και το 1-2% σαν ανάλογο του φουροϊκού οξέος.
Αποβολή
Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα μειώνονται δι-εκθετικά, με τελική ημιπερίοδο
ζωής 2-3 ώρες. Η κυριότερη οδός αποβολής είναι η νεφρική. Μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση 150 mg
3
H-ρανιτιδίνης, ανακτήθηκε 98% της δόσης,
περιλαμβανομένου 5% από τα κόπρανα και 93% από τα ούρα, από τα οποία
70% ήταν αμετάβλητο αρχικό φάρμακο. Μετά από του στόματος χορήγηση
150 mg
3
H-ρανιτιδίνης, ανακτήθηκε 96% της δόσης, 26% από τα κόπρανα και
70% από τα ούρα, από τα οποία 35% ήταν αμετάβλητο αρχικό φάρμακο.
Λιγότερο από 3% της δόσης εκκρίνεται από τη χολή. Η νεφρική κάθαρση είναι
περίπου 500 mL/min, που υπερβαίνει σπειραματική διήθηση, υποδεικνύοντας
καθαρή νεφρική σωληναριακή απέκκριση.
Ειδικοί πληθυσμοί ασθενών
Από του στόματος χορήγηση
10
Παιδιά (3 ετών και άνω)
Περιορισμένα φαρμακοκινητικά δεδομένα δείχνουν ότι δεν υπήρξαν
σημαντικές διαφορές στην ημίσεια ζωή (εύρος για παιδιά 3 ετών και άνω: 1,7
2,2 h) και την κάθαρση πλάσματος (εύρος για παιδιά 3 ετών και άνω: 9 - 22
ml/min/kg) μεταξύ παιδιών και υγιών ενηλίκων που λαμβάνουν ρανιτιδίνη από
το στόμα όταν γίνει διόρθωση για το βάρος σώματος.
Ασθενείς ηλικίας άνω των 50 ετών
Σε ασθενείς ηλικίας άνω των 50 ετών, η ημίσεια ζωή παρατείνεται (3-4 h) και
η κάθαρση μειώνεται ανάλογα με την μείωση της νεφρικής λειτουργίας λόγω
ηλικίας. Ωστόσο η συστηματική έκθεση και η συσσώρευση είναι 50%
υψηλότερες. Η διαφορά αυτή υπερβαίνει τη δράση που έχει η μείωση της
νεφρικής λειτουργίας και δείχνει αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα σε
ηλικιωμένους ασθενείς.
Ενέσιμο
Παιδιά (6 μηνών και άνω)
Περιορισμένα φαρμακοκινητικά δεδομένα δείχνουν ότι δεν υπήρξαν
σημαντικές διαφορές στην ημiσεια ζωή ύρος για παιδιά 3 ετών και άνω: 1,7
2,2 h) και την κάθαρση πλάσματος (εύρος για παιδιά 3 ετών και άνω: 9 - 22
ml/min/kg) μεταξύ παιδιών και υγιών ενηλίκων που λαμβάνουν ρανιτιδίνη
ενδοφλέβια όταν γίνει διόρθωση για το βάρος σώματος. Τα φαρμακοκινητικά
δεδομένα σε βρέφη είναι εξαιρετικά περιορισμένα αλλά φαίνεται να
ευθυγραμμίζονται με αυτά των μεγαλύτερων παιδιών.
Νεογνά (κάτω του 1 μηνός)
Περιορισμένα φαρμακοκινητικά δεδομένα από τελειόμηνα μωρά που έκαναν
θεραπεία με Οξυγόνωση Εξωσωματικής Μεμβράνης (Extracorporeal Membrane
Oxygenation - EMCO) υποδεικνύουν ότι η κάθαρση πλάσματος μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να μειωθεί (1.5-8.2 ml/min/kg) και ο χρόνος
ημίσειας ζωής του φαρμάκου να αυξηθεί. Η κάθαρση της ρανιτιδίνης φάνηκε
να σχετίζεται με τον εκτιμούμενο ρυθμό σπειραματικής διήθησης στα νεογνά.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μη κλινικά δεδομένα δεν αποκάλυψαν ειδικούς κινδύνους για τον άνθρωπο σε
συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενης δόσης, γονοτοξικότητας, καρκινογόνου δυναμικού και
τοξικότητας επί της αναπαραγωγής και ανάπτυξης
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 150 mg / TAB :
Cellulose microcrystalline
Magnesium stearate
Hypromellose*
Titanium dioxide E171, CI 77891*
Triacetin*
Water Purified**
11
*Opadry White OY-S-7322
**Εξατμίζεται τελείως κατά την παραγωγική διαδικασία
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 300 mg / TAB :
Cellulose microcrystalline
Croscarmellose Sodium Type A USNF
Magnesium stearate
Hypromellose
Titanium dioxide E171, CI 77891,
Triacetin
Αναβράζοντα δισκία :
Monosodium citrate anhydrous
Sodium bicarbonate
Aspartame
Polyvidone K30
Sodium benzoate
Orange flavour IFF No6
Grapefruit flavour IFF 18C 222
Ενέσιμο : διάλυμα
Sodium chloride
Potassium phosphate monobasic
Sodium phosphate dibasic
Water for injection
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία.
6.3 Χρόνος ζωής
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: 36 μήνες.
Αναβράζοντα δισκία: 24 μήνες.
Ενέσιμο διάλυμα: 36 μήνες ζωής
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη διατήρηση του προϊόντος
To Zantac ενέσιμο είναι συμβατό με τα ακόλουθα ενδοφλέβια διαλύματα.
-0.9% χλωριούχου νατρίου
-5% γλυκόζης
-0.18% χλωριούχου νατρίου και 4% γλυκόζης
-4.2% διττανθρακικού νατρίου
-Διάλυμα Hartmann
Αν και οι μελέτες συμβατότητας έχουν γίνει μόνο με σάκους για έγχυση από
χλωριούχο πολυβινύλιο πιστεύεται ότι παραμένει σταθερό και σε σάκους από
πολυαιθυλένιο.
12
Όλα τα μίγματα ρανιτιδίνης με υγρά εγχύσεως απορρίπτονται 24 ώρες μετά
την παρασκευή τους.
Το Zantac ενέσιμο δεν πρέπει να υποστεί αποστείρωση.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία:
Τα δισκία συσκευάζονται σε φύλλα αλουμινίου.
150mg: συσκευασία 20, 30 ή 60 δισκίων, 300mg: συσκευασία 10 δισκίων.
Αναβράζοντα δισκία:
Τα δισκία συσκευάζονται σε φύλλα αλουμινίου.
150mg: συσκευασία 6 ή 10 δισκίων.
Ενέσιμο διάλυμα:
Το ενέσιμο διάλυμα είναι ένα καθαρό άχρωμο έως ανοικτό κίτρινο
υγρό..Φέρεται σε γυάλινες φύσιγγες. Συσκευασία 5 φυσίγγων.
6.6 Οδηγίες για τη χρήση
Βλέπε δοσολογία και χορήγηση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
GlaxoSmithKline α.ε.β.ε.
Λ. Κηφισίας 266
Χαλάνδρι 152 32
Αθήνα
Τηλ: 210 6882100
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ
F.C Tablets 150 mg: 3-3-1983
F.C Tablets 300 mg: 6-12-1985
Effervescent Tablets 150 mg: 23-11-1992
Solution for Injection: 3-3-1983
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
13