Σε απότομη διακοπή που υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υποτροπών και
επιπλοκών (διάτρηση, αιμορραγία) του έλκους.
Η χορήγηση αντιόξινων, όταν κρίνεται αναγκαία, να γίνεται στα ενδιάμεσα
της χορήγησης του φαρμάκου.
Στους υπερτασικούς συνιστάται η παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης.
Σπάνια έχει αναφερθεί βραδυκαρδία η οποία σχετίζεται με τη γρήγορη
χορήγηση του ενεσίμου, συνήθως σε ασθενείς με παράγοντες που
προδιαθέτουν σε διαταραχές της καρδιακής συχνότητας. Να ακολουθείται ο
συνιστώμενος στη δοσολογία ρυθμός χορήγησης.
Σε ασθενείς όπως ηλικιωμένοι, άτομα με χρόνια πνευμονοπάθεια, διαβήτη, ή
σε ανοσοκατασταλμένους, μπορεί να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης
πνευμονίας της κοινότητας. Μια μεγάλη επιδημιολογική μελέτη έδειξε
αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πνευμονίας της κοινότητας σε τρέχοντες
χρήστες ανταγωνιστών των Η
2
υποδοχέων, συγκριτικά με αυτούς που είχαν
σταματήσει τη θεραπεία, με παρατηρούμενη προσαρμοσμένη αύξηση του
σχετικού κινδύνου 1.82 (95% Cl, 1.26-2.64).
Η ενδοφλέβια χορήγηση Η
2
-ανταγωνιστών σε δόσεις μεγαλύτερες των
συνιστώμενων σχετίζεται με αύξηση των ηπατικών ενζύμων όταν η θεραπεία
παρατείνεται περισσότερο από πέντε ημέρες.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Η ρανιτιδίνη έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει την απορρόφηση, τον
μεταβολισμό ή την νεφρική κάθαρση άλλων φαρμάκων. Η μεταβαλλόμενη
φαρμακοκινητική μπορεί να απαιτεί ρύθμιση της δοσολογίας του φαρμάκου
που επηρεάζεται ή διακοπή της θεραπείας.
Οι αλληλεπιδράσεις συντελούνται με διάφορους μηχανισμούς που
περιλαμβάνουν:
1) Αναστολή του κυττοχρώματος P450 που συνδέεται με το σύστημα
οξυγενάσης
Η ρανιτιδίνη σε συνήθεις θεραπευτικές δόσεις δεν ενισχύει τις δράσεις
φαρμάκων που αδρανοποιούνται από αυτό το ενζυμικό σύστημα, όπως είναι η
διαζεπάμη, η λιδοκαϊνη, ή φαινυτοϊνη, ή προπρανολόλη και η θεοφυλλίνη.
Υπάρχουν αναφορές μεταβαλόμενου χρόνου προθρομβίνης με κουμαρινικά
αντιπηκτικά (π.χ βαρφαρίνη). Λόγω του στενού θεραπευτικού δείκτη,
συνιστάται στενή παρακολούθηση της αύξησης ή της μείωσης του χρόνου
προθρομβίνης, κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης θεραπείας με ρανιτιδίνη.
2) Ανταγωνισμός για νεφρική σωληναριακή απέκκριση:
Επειδή η ρανιτιδίνη απεκκρίνεται μερικώς από το κατιονικό σύστημα, μπορεί
να επηρεάζει την κάθαρση άλλων φαρμάκων που απεκκρίνονται μέσω αυτής
της οδού. Υψηλές δόσεις ρανιτιδίνης (π.χ όπως αυτές που χρησιμοποιούνται
στην θεραπεία του συνδρόμου Zollinger-Ellison) μπορεί να μειώσουν την έκκριση