μεταβολίζονται παρόμοια με την αλπραζολάμη αποδεικνύουν ότι υπάρχουν ποικίλοι
βαθμοί αλληλεπίδρασης και πιθανή αλληλεπίδραση της αλπραζολάμης με έναν
αριθμό φαρμάκων. Με βάση το βαθμό αλληλεπίδρασης και το είδος των διαθέσιμων
στοιχείων, γίνονται οι ακόλουθες συστάσεις:
• Η συγχορήγηση της αλπραζολάμης με κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη ή άλλα αζολικά
αντιμυκητιασικά δεν συνιστάται.
• Η συγχορήγηση της νεφαζοδόνης ή φλουβοξαμίνης αυξάνει την AUC της
αλπραζολάμης κατά περίπου 2 φορές. Συνιστάται προσοχή και να εξετάζεται το
ενδεχόμενο μείωσης της δόσης, όταν η αλπραζολάμη συγχορηγείται με νεφαζοδόνη,
φλουβοξαμίνη και σιμετιδίνη.
• Συνιστάται προσοχή όταν η αλπραζολάμη συγχορηγείται με φλουοξετίνη,
προποξυφαίνη, από του στόματος αντισυλληπτικά, διλτιαζέμη ή μακρολίδια, όπως η
ερυθρομυκίνη, η κλαριθρομυκίνη και η τρολεανδομυκίνη.
• Έχουν αναφερθεί αυξημένες συγκεντρώσεις διγοξίνης με χορήγηση αλπραζολάμης,
ιδιαίτερα σε υπερήλικες (ηλικίας > 65 ετών). Ως εκ τούτου, ασθενείς που λαμβάνουν
αλπραζολάμη και διγοξίνη θα πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία και
συμπτώματα που σχετίζονται με την τοξικότητα της διγοξίνης.
Επαγωγείς του CYP3A4
Δεδομένου ότι η αλπραζολάμη μεταβολίζεται από το CYP3A4, οι επαγωγείς του
ενζύμου αυτού μπορεί να ενισχύσουν το μεταβολισμό της αλπραζολάμης.
Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των αναστολέων της HIV πρωτεάσης (π.χ. ριτοναβίρη)
και της αλπραζολάμης είναι πολύπλοκες και εξαρτώνται από το χρόνο.
Βραχυπρόθεσμα, χαμηλές δόσεις ριτοναβίρης οδήγησαν σε σημαντική ελάττωση της
κάθαρσης της αλπραζολάμης, παρέτειναν το χρόνο της ημίσειας ζωής της και
ενίσχυσαν τις κλινικές της δράσεις. Ωστόσο, μετά από παρατεταμένη έκθεση στη
ριτοναβίρη, η επαγωγή του CYP3A αντισταθμίζει αυτή την αναστολή. Για αυτή την
αλληλεπίδραση απαιτείται μείωση της δόσης ή διακοπή της αλπραζολάμης.
Διγοξίνη
Έχουν αναφερθεί αυξημένες συγκεντρώσεις διγοξίνης με χορήγηση αλπραζολάμης,
ιδιαίτερα σε υπερήλικες (ηλικίας > 65 ετών). Ως εκ τούτου, ασθενείς που λαμβάνουν
αλπραζολάμη και διγοξίνη θα πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία και
συμπτώματα που σχετίζονται με την τοξικότητα της διγοξίνης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Τα δεδομένα σχετικά με τερατογένεση και επιδράσεις στη μεταγεννητική ανάπτυξη
και συμπεριφορά, μετά από θεραπεία με βενζοδιαζεπίνες, είναι αντιφατικά. Ένας
μεγάλος αριθμός δεδομένων, που βασίζονται σε μελέτες κοόρτης, υποδεικνύουν ότι η
έκθεση σε βενζοδιαζεπίνη, κατά το πρώτο τρίμηνο, δεν σχετίζεται με αύξηση του
κινδύνου για μείζονα δυσπλασία. Ωστόσο, σε ορισμένες, πρώτου σταδίου,
επιδημιολογικές μελέτες, ελεγχόμενων περιστατικών, έχει φανεί μια διπλάσια
αύξηση του κινδύνου εμφάνισης λυκοστόματος.
Με τη θεραπεία με βενζοδιαζεπίνες σε υψηλές δόσεις, κατά το δεύτερο ή / και το
τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, έχει φανεί μια μείωση στις ενεργητικές κινήσεις του
εμβρύου και διακυμάνσεις του καρδιακού ρυθμού του εμβρύου.
Όταν η θεραπεία πρέπει να χορηγείται για ιατρικούς λόγους κατά τη διάρκεια του
τελευταίου τριμήνου της εγκυμοσύνης, ακόμα και σε χαμηλές δόσεις, μπορεί να
παρατηρηθούν σύνδρομο υποτονικού βρέφους, όπως αξονική υποτονία, προβλήματα
6
6
of
of
15
15