μερικές φορές παρατηρήθηκαν μετά από μια μόνο δόση.
Όπως και με άλλους Η
2
-ανταγωνιστές της ισταμίνης, έχει αναφερθεί σπάνια
βραδυκαρδία και κολπο-κοιλιακός αποκλεισμός. Σπάνια ταχυκαρδία. Σε πολύ
μικρό ποσοστό ασθενών έχει αναφερθεί κεφαλαλγία μερικές φορές έντονη και
ζάλη.
Σπάνια έχουν αναφερθεί περιστατικά αναστρέψιμης διανοητικής σύγχυσης,
κατάθλιψης και παραισθήσεων, ιδιαίτερα σε βαρέως πάσχοντες και
ηλικιωμένους. Σπάνια έχουν αναφερθεί περιστατικά αναστρέψιμης θόλωσης της
όρασης που είναι πιθανό να οφείλεται σε μεταβολή της προσαρμογής.
Έχει αναφερθεί δερματικό εξάνθημα, συμπεριλαμβανομένων σπάνιων
περιστατικών πολύμορφου ερυθήματος και αλωπεκίας. Σπάνια έχουν αναφερθεί
μυοσκελετικά συμπτώματα όπως αρθραλγία και μυαλγία. Δεν έχουν αναφερθεί
κλινικά σημαντικές παρεμβάσεις στην ενδοκρινική και γενετική λειτουργία.
Σπάνια αναφέρθηκαν συμπτώματα από τους μαστούς σε άνδρες που
χρησιμοποίησαν ρανιτιδίνη.
4. 9 Υπερδοσολογία
Πρόκληση εμετού ή πλύση στομάχου. Υποστηρικτική-συμπτωματική
αντιμετώπιση. Αν κριθεί αναγκαίο, αιμοδιϋλιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
To Epadoren είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός Η
2
-ανταγωνιστής της ισταμίνης. Η
δράση της επίσης είναι πολύ γρήγορη. Αναστέλλει την βασική και την μετά από
διέγερση γαστρική έκκριση, μειώνοντας τον όγκο και την περιεκτικότητα της σε
οξύ και πεψίνη. To Epadoren έχει σχετικά παρατεταμένη δράση, ώστε με ένα
δισκίο των 150mg να αναστέλλεται η γαστρική έκκριση τουλάχιστον για 12
ώρες.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η βιοδιαθεσιμότητα της ρανιτιδίνης είναι σταθερή σε ποσοστό περίπου 50%. Οι
ανώτατες στάθμες στο πλάσμα, φυσιολογικά κυμαίνονται στα 300-550ng/ml, και
επιτυγχάνονται 2-3 ώρες μετά την χορήγηση από το στόμα 150mg. Οι
πυκνότητες της ρανιτιδίνης στο πλάσμα είναι ανάλογες της χορηγούμενης δόσης
μέχρι τα 300mg. Οταν χορηγούνται υψηλές δόσεις sucralfate (2 γραμμάρια) σε
συνδυασμό με ρανιτιδίνη, η απορρόφηση της ρανιτιδίνης μπορεί να μειωθεί. Το
αποτέλεσμα αυτό δεν παρατηρείται αν το sucralfate χορηγηθεί 2 ώρες μετά την
χορήγηση της ρανιτιδίνης. Η ρανιτιδίνη μεταβολίζεται σε μικρές μόνο
ποσότητες. Η αποβολή του φαρμάκου γίνεται κυρίως με σωληναριακή
απέκκριση. Η ημιπερίοδος ζωής της αποβολής είναι περίπου 2-3 ώρες.
Σε φαρμακοκινητικές μελέτες με 150mg 3Η-ρανιτιδίνης, το 93% μιας
ενδοφλέβιας δόσης απεκκρίθηκε από τα ούρα ενώ των 5% από τα κόπρανα, ενώ
στην ίδια δόση από το στόμα το 60-70% απεκκρίθηκε από τα ούρα και 26% από
τα κόπρανα. Σε ανάλυση ούρων των πρώτων 24 ωρών μετά τη χορήγηση μιας
δόσης ρανιτιδίνης διαπιστώθηκε ότι το 70% της ενδοφλέβιας χορήγησης και το
35% της χορήγησης από το στόμα απεκκρίθηκε αναλλοίωτη. Ο μεταβολισμός της
ρανιτιδίνης είναι ίδιος μετά τη χορήγηση από το στόμα και ενδοφλέβια. Περίπου
το 6% της δόσης αποβάλλεται από τα ούρα σαν Ν-οξείδιο, 2% σαν S-οξείδιο, 2%
σαν απομεθυλιωμένη ρανιτιδινη και 1-2% σαν ανάλογο του φουροϊκού οξέος.
5. 3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια (τοξικολογικά στοιχεία)
Καρκινογένεση, Μεταλλαξιογένεση, Αναπαραγωγή:
Δεν υπάρχουν ενδείξεις ογκογένεσης ή καρκινογένεσης σε μελέτες αρουραίων
και ποντικών σε δόσεις μέχρι και 2.000mg/kg ανά ημέρα.
Η ρανιτιδινη δεν είχε μεταλλαξιογόνο δράση σε βακτηριακές εξετάσεις
(Salmonella, Escherichia coli) για μεταλλαξιογένεση.