Νεφρική ανεπάρκεια: κάθαρση κρεατινίνης <50ml/λεπτό
Η συνιστώμενη δόση είναι 150mg/24ωρο το βράδυ για 4-6 εβδομάδες. Συσσώρευση της
ρανιτιδίνης με αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντρωσης στο πλάσμα μπορεί να συμβεί σε
ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από 50ml/λεπτό). Σ'
αυτούς τους ασθενείς συνιστάται η ημερήσια δόση της ρανιτιδίνης να είναι 150mg. Εάν το απαιτεί
η κατάσταση του ασθενούς μπορεί να χορηγηθεί κάθε 12 ώρες με προσοχή.
Β. Ενέσιμου
Ενήλικες
Όταν η χορήγηση από το στόμα δεν είναι δυνατή μπορεί να χρησιμοποιηθεί η παρεντερική οδός.
To Epadoren injection χορηγείται ενδομυίκώς ή βραδέως ενδοφλεβίως ή με
ενδοφλέβια έγχυση Με βραδεία ενδοφλέβια ένεση (διάρκεια ένεσης περισσότερο από 2 λεπτά)
δόση 50mg, που αραιώνονται με διαλυτικό στην ποσότητα των 20ml/50mg δόσης. Η ένεση μπορεί
ν επαναλαμβάνεται κάθε 6-8 ώρες.
Με ενδοφλέβια έγχυση: 25mg/ώρα για 2 ώρες. Η έγχυση μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 6-8
ώρες.
Ενδομυϊκά: 50mg κάθε 6-8 ώρες ημερησίως.
Στην πρόληψη της αιμορραγίας ελκών από stress σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς αρχικά βραδεία
ενδοφλέβια ένεση (ως ανωτέρω) και στη συνέχεια συνεχής ενδοφλέβια έγχυση 125-250mcg/kg
ανά ώρα.
Η παρεντερική χορήγηση μπορεί να συνεχισθεί μέχρι να αρχίσει η διατροφή από το στόμα, οπότε
ασθενείς που θεωρούνται ότι διατρέχουν τον κίνδυνο υποτροπής μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα
δισκία των 150mg δύο φορές την ημέρα.
Σε πρόληψη εισρόφησης γαστρικού περιεχομένου. To Epadoren injection 50mg μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ενδομυϊκά ή βραδέως ενδοφλεβίως 45-60 λεπτά πριν την έναρξη της γενικής
αναισθησίας. Τα 50mg αραιώνονται μέχρι την ποσότητα των 20ml και χορηγούνται με βραδεία
ενδοφλέβια ένεση διάρκειας μεγαλύτερης των 2 λεπτών.
Παιδιά/Βρέφη (6 μηνών έως 11 ετών)
Βλέπε παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες-Ειδικοί πληθυσμοί ασθενών.
Η ενέσιμη ρανιτιδίνη μπορεί να χορηγηθεί με αργή (πάνω από 2 λεπτά) ενδοφλέβια έγχυση μέχρι
τη μέγιστη δόση των 50mg κάθε 6 έως 8 ώρες.
Οξεία αντιμετώπιση πεπτικού έλκους και γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης. Η ενδοφλέβια
θεραπεία σε παιδιά με πεπτικό έλκος ενδείκνυται μόνο εάν η από του στόματος θεραπεία δεν είναι
δυνατή. Για την οξεία αντιμετώπιση της νόσου του πεπτικού έλκους και της γαστροοισοφαγικής
παλινδρόμησης σε παιδιατρικούς ασθενείς η ενέσιμη ρανιτιδίνη μπορεί να χορηγηθεί σε αρχική
δόση (2,0mg/kg ή 2,5mg/kg, μέγιστη 50mg) ως αργή ενδοφλέβια έγχυση πάνω από 10 λεπτά, είτε
με αντλία έγχυσης ακολουθούμενη από έκπλυση με 3ml φυσιολογικού ορού για διάστημα πάνω
από 5 λεπτά ή αραίωση με 20ml φυσιολογικού ορού. Η διατήρηση του γαστρικού ρΗ>4,0 μπορεί
να επιτευχθεί με διαλείπουσα έγχυση 1,5mg/kg κάθε 6 έως 8 ώρες. Εναλλακτικά η θεραπεία
μπορεί να είναι συνεχής, χορηγώντας μια δόση εφόδου 0,45mg/kg ακολουθούμενη από συνεχή
έγχυση 0,15mg/kg/h.
Προφύλαξη του έλκους από στρες σε σοβαρά άρρωστους ασθενείς.
Η συνιστώμενη δόση για την προφύλαξη του έλκους από στρες είναι 1mg/kg (μέγιστη 50mg) κάθε
6 έως 8 ώρες.
Εναλλακτικά η θεραπεία μπορεί να είναι συνεχής χορηγώντας 125-250μg/kg/h ως συνεχή έγχυση.
Νεογνά (μικρότερα του 1 μηνός)
Βλέπε παράγραφο 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες-Ειδικοί πληθυσμοί ασθενών.
Νεφρική ανεπάρκεια
Συσσώρευση της ρανιτιδίνης με αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντρωσης στο πλάσμα μπορεί να
συμβεί σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από
50ml/λεπτό). Η συνιστώμενη δοσολογία σε αυτούς τους ασθενείς είναι 50mg κάθε 18 με 24 ώρες.
Αν η κατάσταση του ασθενούς το απαιτεί, τότε η συχνότητα της δοσολογίας μπορεί να αυξηθεί
(κάθε 12 ώρες) ή ακόμα και συχνότερα αλλά με προσοχή. Η αιμοδιϋλιση μειώνει τα επίπεδα της
ρανιτιδίνης στην κυκλοφορία. Το ιδεωδέστερο είναι η συχνότητα της δοσολογίας να ρυθμιστεί