ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
TILDIEM 90 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
TILDIEM 120 mg δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης περιέχει 90 mg ή 120 mg diltiazem
hydrochloride.
Έκδοχo με γνωστές δράσεις: κάθε δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης Tildiem
90 mg περιέχει 49,70 mg σακχαρόζης (κόνις), ενώ κάθε δισκίο παρατεταμένης
αποδέσμευσης Tildiem 120 mg περιέχει 69,40 mg σακχαρόζης (κόνις).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Στηθάγχη λόγω σπασμού των στεφανιαίων (στηθάγχη τύπου Prinzmetal),
στηθάγχη προσπάθειας, ελαφράς έως μέτριας βαρύτητας υπέρταση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Τρόπος χορήγησης: Λαμβάνεται από το στόμα.
Δοσολογία:
Η δόση εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ασθενούς.
Ελαφρά έως μέτριας βαρύτητας υπέρταση
Η συνήθης δόση είναι ένα δισκίο των 90 mg ή των 120 mg δύο φορές την ημέρα.
Εφόσον κριθεί απαραίτητο η δοσολογία μπορεί να αυξηθεί μέχρι 360 mg
ημερησίως σε διηρημένες δόσεις.
Στην περίπτωση ηλικιωμένων ασθενών και ασθενών με νεφρική ή ηπατική
ανεπάρκεια, αρχικά 120 mg μία φορά την ημέρα, αυξανόμενο εάν κριθεί
απαραίτητο σε 90 mg δύο φορές την ημέρα ή το ανώτερο μέχρι 120 mg δύο φορές
την ημέρα. Σε αυτούς τους ασθενείς απαιτείται στενή παρακολούθηση της
καρδιακής συχνότητας. Εάν αυτή μειωθεί κάτω από 50 παλμούς ανά λεπτό, η
δόση δεν πρέπει να αυξηθεί.
Στηθάγχη
1
Η συνήθης δόση έναρξης είναι ένα δισκίο των 90 mg ή των 120 mg δύο φορές
την ημέρα. Εφόσον κριθεί απαραίτητο η δοσολογία μπορεί να αυξηθεί μέχρι
480 mg ημερησίως σε διηρημένες δόσεις. Στην περίπτωση ηλικιωμένων
ασθενών και ασθενών με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια τα δισκία
παρατεταμένης αποδέσμευσης 90 mg και 120 mg δεν είναι κατάλληλα για
έναρξη της αγωγής. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να χορηγηθεί ως δόση
έναρξης ένα δισκίο των 60 mg δύο φορές την ημέρα, η οποία στη συνέχεια
μπορεί να αυξηθεί εάν κριθεί απαραίτητο σε 90 mg δύο φορές την ημέρα ή το
ανώτερο μέχρι 120 mg δύο φορές την ημέρα. Σε αυτούς τους ασθενείς
απαιτείται στενή παρακολούθηση της καρδιακής συχνότητας. Εάν αυτή μειωθεί
κάτω από 50 σφύξεις ανά λεπτό, η δόση δεν πρέπει να αυξηθεί.
Παιδιά: Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα στα παιδιά δεν έχει
τεκμηριωθεί. Επομένως, η χρήση της διλτιαζέμης δεν συνιστάται σε παιδιά.
Το δισκίο δεν πρέπει να μασάται, αλλά να καταπίνεται ολόκληρο με λίγο νερό.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη διλτιαζέμη ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου (εκτός εάν υπάρχει βηματοδότης σε
λειτουργία)
Κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2
ου
ή 3
ου
βαθμού (εκτός εάν υπάρχει
βηματοδότης σε λειτουργία)
Σοβαρή βραδυκαρδία (λιγότερο από 40 σφύξεις ανά λεπτό)
Βαρειά υπόταση
Αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια με πνευμονική συμφόρηση
Συνδυασμός με δαντρολένιο σε έγχυση (
βλ. παράγραφο 4.5)
Συνδυασμός με ιβαμπραδίνη (βλ. παράγραφο 4.5)
Γαλουχία
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Ειδικές προειδοποιήσεις
Απαιτείται συστηματική παρακολούθηση σε ασθενείς με μειωμένη
λειτουργικότητα της αριστερής κοιλίας, βραδυκαρδία (κίνδυνος επιδείνωσης) ή
με 1
ου
βαθμού κολποκοιλιακό αποκλεισμό με ΗΚΓκή διάγνωση (κίνδυνος
επιδείνωσης και σπάνια πλήρους αποκλεισμού).
Αναισθησία: Πριν από γενική αναισθησία, ο αναισθησιολόγος πρέπει να
ενημερώνεται ότι ο ασθενής είναι υπό αγωγή με διλτιαζέμη. Η καταστολή της
καρδιακής συσταλτικότητας, αγωγιμότητας και αυτοματισμού, καθώς επίσης
και η αγγειοδιασταλτικότητα που συνδέεται με τα αναισθητικά μπορούν να
ενισχυθούν από τους αποκλειστές διαύλων ασβεστίου. Κατά τη διάρκεια της
αναισθησίας, λόγω της υποτασικής δράσης της διλτιαζέμης, η ταυτόχρονη
χορήγηση νιτρωδών θα πρέπει να γίνεται με προσοχήλ. παράγραφο 4.5).
Προφυλάξεις
2
Αύξηση της συγκέντρωσης της διλτιαζέμης στο πλάσμα μπορεί να παρατηρηθεί
σε ηλικιωμένους και σε άτομα με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια. Οι
αντενδείξεις και οι προφυλάξεις πρέπει να ακολουθούνται προσεκτικά και
απαιτείται στενή παρακολούθηση, κυρίως της καρδιακής συχνότητας, στην
αρχή της θεραπείας.
Οι αποκλειστές διαύλων ασβεστίου, όπως η διλτιαζέμη, είναι πιθανό να
σχετίζονται με μεταβολές της διάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της
κατάθλιψης.
Όπως και άλλοι ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου, η διλτιαζέμη παρουσιάζει
ανασταλτική δράση στην κινητικότητα του εντέρου. Επομένως, πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με κίνδυνο απόφραξης του εντερικού
σωλήνα.
Η προσεκτική παρακολούθηση είναι απαραίτητη σε ασθενείς με λανθάνοντα ή
έκδηλο σακχαρώδη διαβήτη λόγω πιθανής αύξησης της γλυκόζης αίματος.
Υπολείμματα του δισκίου Tildiem 90 mg και 120 mg πιθανόν να περάσουν στα
κόπρανα του ασθενούς. Ωστόσο, το εύρημα αυτό δεν έχει κάποια κλινική
σημασία.
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας σε γλυκόζη, κακή
απορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκεια σουκράσης-ισομαλτάσης δεν
πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Συνδυασμοί που αντενδείκνυνται
- ΔΑΝΤΡΟΛΕΝΙΟ (έγχυση): Συχνά έχει παρατηρηθεί σε ζώα θανατηφόρα
κοιλιακή ταχυκαρδία όταν χορηγείται ενδοφλέβια βεραπαμίλη και
δαντρολένιο συγχρόνως. Ο συνδυασμός του δαντρολενίου με ανταγωνιστές
ασβεστίου είναι επομένως δυνητικά επικίνδυνος (
βλ. παράγραφο 4.3
).
- Η ταυτόχρονη χρήση με ιβαμπραδίνη αντενδείκνυται λόγω της αθροιστικής
επίδρασης μείωσης του καρδιακού ρυθμού της διλτιαζέμης στην ιβαμπραδίνη
(βλ. παράγραφο 4.3).
Συνδυασμοί που δε συνιστώνται
- ΕΣΜΟΛΟΛΗ (σε ασθενείς με μειωμένη λειτουργικότητα της αριστερής
καρδιακής κοιλίας): διαταραχές του ρυθμού (σημαντική βραδυκαρδία,
φλεβοκομβικός αποκλεισμός), διαταραχές φλεβοκόμβου και κολποκοιλιακής
αγωγιμότητας και καρδιακή ανεπάρκεια (συνεργιστική δράση).
Συνδυασμοί που απαιτούν προσοχή
- ΑΛΦΕΝΤΑΝΙΛΗ: ενίσχυση της κατασταλτικής δράσης στο αναπνευστικό.
Συνιστάται προσαρμογή της δόσης της κατά τη συγχορήγηση με διλτιαζέμη.
- ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ: Η καταστολή της καρδιακής συσταλτικότητας, αγωγιμότητας
και αυτοματισμού, καθώς επίσης και η αγγειοδιασταλτικότητα που συνδέεται
με τα αναισθητικά μπορούν να ενισχυθούν από τους αποκλειστές ασβεστίου.
Εάν συγχορηγηθούν αναισθητικά που περιέχουν αλογόνα και διλτιαζέμη, η
δοσολογία της διλτιαζέμης θα πρέπει να προσαρμόζεται στην αιμοδυναμική
ανταπόκριση. Μείωση στο ρυθμό απομάκρυνσης του μυοχαλαρωτικού μπορεί
να παρατηρηθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα μυοχαλαρωτικό και
3
διλτιαζέμη κατά την αναισθησία. Η ταυτόχρονη χορήγηση νιτρωδών, κατά τη
διάρκεια της αναισθησίας, μπορεί να ενισχύσει την υποτασική δράση της
διλτιαζέμηςλ. παράγραφο 4.4).
- ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΛΦΑ
1
ΑΔΡΕΝΕΡΓΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ: αυξημένη αντι-
υπερτασική δράση.
Ταυτόχρονη χορήγηση με ανταγωνιστές των α
1
-αδρενεργικών υποδοχέων
μπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει την υπόταση. Η συγχορήγηση
διλτιαζέμης με κάποιον ανταγωνιστή των α
1
-αδρενεργικών υποδοχέων πρέπει
να γίνεται μόνο με συχνή παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης.
- ΒΗΤΑ-ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ: Πιθανότητα διαταραχών του ρυθμού (σημαντική
βραδυκαρδία, φλεβοκομβικός αποκλεισμός), διαταραχές φλεβοκόμβου και
κολποκοιλιακής αγωγιμότητας και καρδιακή ανεπάρκεια (συνεργιστική
δράση).
Αυτός ο συνδυασμός πρέπει να γίνεται μόνο με στενή κλινική και ΗΚΓκή
παρακολούθηση, ιδίως στην αρχή της θεραπείας.
- ΑΝΤΙΑΡΡΥΘΜΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ: Επειδή η διλτιαζέμη έχει αντιαρρυθμικές
ιδιότητες, η ταυτόχρονη χορήγησή της με άλλα αντιαρρυθμικά δεν συνιστάται
λόγω του αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων ενεργειών στην καρδιά που
προέρχονται από αθροιστικά φαινόμενα. Αυτός ο συνδυασμός θα πρέπει να
γίνεται μόνο κάτω από στενή κλινική και ΗΚΓκή παρακολούθηση.
- ΑΜΙΟΔΑΡΟΝΗ, ΔΙΓΟΞΙΝΗ: Αυξημένος κίνδυνος βραδυκαρδίας.
Χρειάζεται προσοχή η συγχορήγησή της με διλτιαζέμη, ιδίως σε ηλικιωμένους
ασθενείς και με υψηλές δόσεις χορήγησης.
- ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΝΙΤΡΩΔΩΝ: Αυξημένη υποτασική δράση και λιποθυμία (λόγω
αθροιστικής αγγειοδιασταλτικής δράσης).
Σε όλους τους ασθενείς που παίρνουν ανταγωνιστές ασβεστίου, η
συνταγογράφηση παραγώγων νιτρωδών θα πρέπει να γίνεται με προοδευτική
αύξηση των δόσεων.
- ΚΥΚΛΟΣΠΟΡΙΝΗ: Αύξηση των επιπέδων της κυκλοσπορίνης στην κυκλοφορία.
Συνιστάται η μείωση της δόσης της κυκλοσπορίνης, ο έλεγχος της νεφρικής
λειτουργίας, ο προσδιορισμός των επιπέδων κυκλοσπορίνης στην κυκλοφορία
και η ρύθμιση της δόσης της, κατά τη συγχορήγηση και μετά τη διακοπή της.
- ΚΑΡΒΑΜΑΖΕΠΙΝΗ: Αύξηση των επιπέδων της καρβαμαζεπίνης.
Συνιστάται ο έλεγχος των επιπέδων της καρβαμαζεπίνης στο πλάσμα και η
προσαρμογή της δόσης, εάν θεωρηθεί απαραίτητο.
- ΘΕΟΦΥΛΛΙΝΗ: Αύξηση των επιπέδων θεοφυλλίνης στο πλάσμα.
- ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΩΝ Η
2
ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΑΜΙΝΗΣ (σιμετιδίνη και
ρανιτιδίνη): Αύξηση των συγκεντρώσεων διλτιαζέμης στο πλάσμα.
Οι ασθενείς που ακολουθούν αγωγή με διλτιαζέμη θα πρέπει να εξετάζονται
προσεκτικά κατά την έναρξη ή τη διακοπή της αγωγής με αναστολείς των Η
2
υποδοχέων της ισταμίνης. Προσαρμογή της ημερήσιας δόσης διλτιαζέμης ίσως
θεωρηθεί απαραίτητη.
- ΡΙΦΑΜΠΙΚΙΝΗ: Κίνδυνος μείωσης των συγκεντρώσεων διλτιαζέμης στο
πλάσμα μετά την έναρξη της θεραπείας με ριφαμπικίνη. Ο ασθενής θα πρέπει
να παρακολουθείται προσεκτικά κατά την έναρξη ή τη διακοπή της θεραπείας
με ριφαμπικίνη.
- ΛΙΘΙΟ: Κίνδυνος αύξησης της νευροτοξικότητας που προκαλείται από το
λίθιο.
- ΒΑΚΛΟΦΕΝΗ: Ενίσχυση της αντιυπερτασικής δράσης. Συνιστάται
παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης και προσαρμογή της δοσολογίας του
αντιυπερτασικού εάν είναι απαραίτητο.
- ΕΣΜΟΛΟΛΗ (σε ασθενείς με φυσιολογική λειτουργία της αριστερής
καρδιακής κοιλίας): διαταραχές του ρυθμού (σημαντική βραδυκαρδία,
φλεβοκομβικός αποκλεισμός), διαταραχές φλεβοκόμβου και κολποκοιλιακής
4
αγωγιμότητας και καρδιακή ανεπάρκεια (συνεργιστική δράση). Συνιστάται
κλινική και ΗΚΓκή παρακολούθηση.
- ΦΑΙΝΥΤΟΪΝΗ: Όταν συγχορηγείται με φαινυτοΐνη, η διλτιαζέμη ενδέχεται να
αυξήσει τη συγκέντρωση της φαινυτοΐνης στο πλάσμα.
Συνιστάται η παρακολούθηση της συγκέντρωσης της φαινυτοΐνης στο
πλάσμα.
- ΑΚΕΤΥΛΟΣΑΛΙΚΥΛΙΚΑ [Ακετυλοσαλικυλικό Οξύ (ΑΣΟ)/Ακετυλοσαλικυλική
Λυσίνη (ΑΣΛ)]: Λόγω του αυξημένου κινδύνου αιμορραγίας εξαιτίας της
δυνητικής αθροιστικής δράσης στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων: η
ταυτόχρονη χορήγηση ακετυλοσαλικυλικών (ΑΣΟ/ΑΣΛ) με τη διλτιαζέμη
πρέπει να γίνεται με προσοχή.
- ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΚΑ ΜΕΣΑ ΑΚΤΙΝΩΝ Χ: Οι καρδιαγγειακές επιδράσεις μιας
ενδοφλέβιας δόσης bolus ενός ιοντικού σκιαγραφικού μέσου ακτίνων Χ, όπως η
υπόταση, ενδέχεται να είναι αυξημένες σε ασθενείς που αντιμετωπίζονται
θεραπευτικά με διλτιαζέμη.
Ειδική προσοχή απαιτείται σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα
διλτιαζέμη και σκιαγραφικά μέσα ακτίνων Χ.
Γενικές πληροφορίες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη
Λόγω της πιθανότητας αθροιστικών ενεργειών, προσοχή και προσεκτική
τιτλοποίηση είναι αναγκαία σε ασθενείς που λαμβάνουν διλτιαζέμη
ταυτόχρονα με άλλους παράγοντες που είναι γνωστό ότι επηρεάζουν την
καρδιακή συσταλτικότητα και/ή αγωγιμότητα.
Η διλτιαζέμη μεταβολίζεται μέσω του CYP3A4. Μια μέτρια (μικρότερη από 2
φορές) αύξηση της συγκέντρωσης της διλτιαζέμης στο πλάσμα έχει
τεκμηριωθεί σε περιπτώσεις συγχορήγησης με ένα πιο ισχυρό αναστολέα του
CYP3A4. Ο χυμός γκρέιπφρουτ ενδέχεται να αυξήσει την έκθεση στη διλτιαζέμη
(1,2 φορά). Οι ασθενείς που καταναλώνουν χυμό γκρέιπφρουτ πρέπει να
παρακολουθούνται για αυξημένες ανεπιθύμητες ενέργειες της διλτιαζέμης. Ο
χυμός γκρέιπφρουτ πρέπει να αποφεύγεται εάν υπάρχει υποψία
αλληλεπίδρασης.
Η διλτιαζέμη είναι επίσης αναστολέας μιας ισομορφής του CYP3A4.
Συγχορήγηση με άλλα υποστρώματα του CYP3A4 πιθανόν να προκαλέσει μια
αύξηση στη συγκέντρωση του πλάσματος του κάθε συγχορηγούμενου
φαρμάκου. Η συγχορήγηση της διλτιαζέμης με έναν επαγωγέα του CYP3A4
πιθανόν να προκαλέσει μείωση της συγκέντρωσης της διλτιαζέμης στο πλάσμα.
- ΒΕΝΖΟΔΙΑΖΕΠΙΝΕΣ (μιδαζολάμη, τριαζολάμη): Η διλτιαζέμη αυξάνει
σημαντικά τις συγκεντρώσεις της μιδαζολάμης και της τριαζολάμης στο
πλάσμα και επιμηκύνει το χρόνο ημιζωής τους. Συνιστάται ιδιαίτερη προσοχή
όταν συνταγογραφούνται βενζοδιαζεπίνες βραχείας δράσεως που
μεταβολίζονται μέσω του CYP3A4 σε ασθενείς που λαμβάνουν διλτιαζέμη.
- ΚΟΡΤΙΚΟΣΤΕΡΟΕΙΔΗ (μεθυλπρεδνιζολόνη): Αναστολή του μεταβολισμού
(CYP3A4) της μεθυλπρεδνιζολόνης και αναστολή της P-γλυκοπρωτεΐνης. Ο
ασθενής πρέπει να παρακολουθείται κατά την έναρξη της αγωγής με
μεθυλπρεδνιζολόνη. Προσαρμογή της δόσης της μεθυλπρεδνιζολόνης πιθανόν
να είναι αναγκαία.
- ΣΤΑΤΙΝΕΣ: Η διλτιαζέμη είναι αναστολέας του CYP3A4 και έχει αποδειχθεί
ότι αυξάνει την AUC ορισμένων στατινών. Ο κίνδυνος μυοπάθειας και
ραβδομυόλυσης λόγω στατινών που μεταβολίζονται μέσω του CYP3A4
πιθανώς να αυξηθεί με την ταυτόχρονη χρήση διλτιαζέμης. Όταν είναι εφικτό,
5
πρέπει να χρησιμοποιείται μια στατίνη που δεν μεταβολίζεται από το CYP3A4
μαζί με τη διλτιαζέμη, διαφορετικά απαιτείται στενή παρακολούθηση για
σημεία και συμπτώματα πιθανής τοξικότητας λόγω της στατίνης.
- ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΙΜΙΠΡΑΜΙΝΗΣ, ΝΕΥΡΟΛΗΠΤΙΚΑ:
Αντιυπερτασική δράση και κίνδυνος ορθοστατικής υπότασης.
Το TILDIEM δεν θα πρέπει να λαμβάνεται κατά τον ίδιο χρόνο όπως το αλκοόλ,
καθώς μπορεί να αυξήσει την ταχύτητα απελευθέρωσης της διλτιαζέμης από
το σκεύασμα παρατεταμένης απελευθέρωσης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση: Υπάρχουν πολύ περιορισμένα δεδομένα από τη χρήση της διλτιαζέμης
σε εγκυμονούσες ασθενείς. Η διλτιαζέμη έχει αποδειχτεί ότι παρουσιάζει
τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή σε ορισμένα είδη ζώων (αρουραίους,
ποντίκια, κουνέλια). Επομένως, η διλτιαζέμη δε συνιστάται κατά τη διάρκεια
της κύησης, όπως επίσης σε γυναίκες με ικανότητα τεκνοποίησης που δε
χρησιμοποιούν αποτελεσματικό τρόπο αντισύλληψης.
Θηλασμός: Η διλτιαζέμη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα σε μικρές
συγκεντρώσεις. Η γαλουχία πρέπει να αποφεύγεται όταν λαμβάνεται αυτό το
φάρμακο. Εάν η χρήση της διλτιαζέμης κρίνεται απαραίτητη, θα πρέπει να
καθιερωθεί ένας εναλλακτικός τρόπος σίτισης του βρέφους.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Με βάση τις ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί, δηλ. ζάλη (συχνή),
αίσθημα κακουχίας (συχνό), η ικανότητα οδήγησης και χρήσης μηχανών
πιθανόν να επηρεαστεί. Ωστόσο, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμιά μελέτη.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η παρακάτω κατάταξη (
CIOMS
) της συχνότητας εμφάνισης χρησιμοποιείται,
όπου εφαρμόζεται:
Πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως
<1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη
γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί μετά την κυκλοφορία του
προϊόντος προέρχονται από αυθόρμητες αναφορές και συνεπώς, η συχνότητα
αυτών των ανεπιθύμητων ενεργειών δεν είναι γνωστή.
Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες
παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
6
Πολύ
συχνές
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Μη γνωστές
Διαταραχέ
ς του
αιμοποιητ
ι-κού και
του
λεμφικού
συστήματ
ος
Θρομβοπενία
Ψυχιατρικ
ές
διαταραχέ
ς
Νευρικότητα
, αϋπνία
Αλλαγές στη
διάθεση
(συμπεριλαμ
βα-νομένης
της
κατάθλιψης)
Διαταραχέ
ς του
νευρικού
μσυστή ατ
ος
Κεφαλαλγία,
ζάλη
Εξωπυραμιδι
κό σύνδρομο
Καρδιακές
διαταραχέ
ς
Κολποκοιλια
-κός
αποκλεισμός
(πιθανόν να
είναι 1
ου
, 2
ου
ή 3
ου
βαθμού·
πιθανόν να
υπάρξει
σκελικός
αποκλεισμός
), αίσθημα
παλμών
Βραδυκαρδία Φλεβοκομβο-
κολπικός
αποκλεισμός,
συμφορητική
καρδιακή
ανεπάρκεια,
φλεβοκομβικ
ή ανακοπή,
καρδιακή
ανακοπή
(ασυστολία)
Αγγειακές
διαταραχέ
ς
Έξαψη Ορθοστατική
υπόταση
Αγγειίτιδα
(συμπεριλαμ
βα-νομένης
της
λευκοκυτταρ
ο-κλαστικής
αγγειίτιδας)
Διαταραχέ
ς του
γαστρεντε
ρι-κού
Δυσκοιλιότη
τα,
δυσπεψία,
κοιλιακό
άλγος,
ναυτία
Έμετος,
διάρροια
Ξηροστομ
ία
Υπερπλασία
των ούλων
Διαταραχέ
ς του
ήπατος
και των
χοληφόρω
ν
Αυξημένα
ηπατικά
ένζυμα
(αύξηση των
AST, ALT,
LDH, ALP)
Ηπατίτιδα
7
Πολύ
συχνές
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Μη γνωστές
Διαταραχέ
ς του
μεταβολισ
-μού και
της
θρέψης
Υπεργλυκαιμί
α
Διαταραχέ
ς του
δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Ερύθημα Κνίδωση Φωτοευαισθη
-σία
(συμπεριλαμ
βα-νομένης
της
λειχηνοειδού
ς κεράτωσης
στις
εκτεθειμένες
στον ήλιο
περιοχές του
δέρματος),
αγγειονευρω
τικό οίδημα,
εξάνθημα,
πολύμορφο
ερύθημα
(συμπεριλαμ
βα-νομένου
του
συνδρόμου
Stevens-Johnson
και της
τοξικής
επιδερμικής
νεκρόλυσης),
εφίδρωση,
αποφολιδωτι
κή
δερματίτιδα,
οξεία
γενικευμένη
εξανθηματικ
ή
φλυκταίνωση
,
περιστασιακ
ά
αποφολιδωτι
κό ερύθημα
με ή χωρίς
πυρετό
8
Πολύ
συχνές
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Μη γνωστές
Διαταραχέ
ς του
αναπαραγ
ω-γικού
συστήματ
ος και του
μαστού
Γυναικομαστ
ία
Γενικές
διαταραχέ
ς και
καταστάσ
εις της
οδού
χορήγηση
ς
Περιφερι
κό
οίδημα
Αίσθημα
κακουχίας
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9
Υπερδοσολογία
Σημεία και συμπτώματα
Τα κλινικά αποτελέσματα της οξείας υπερδοσολογίας μπορεί να
περιλαμβάνουν εκσεσημασμένη υπόταση μέχρι καταπληξίας, φλεβοκομβική
βραδυκαρδία με ή χωρίς κομβικό ρυθμό, φλεβοκομβική ανακοπή, διαταραχές
κολποκοιλιακής αγωγιμότητας και καρδιακή ανακοπή.
Αντιμετώπιση
Η θεραπεία σε νοσοκομειακό περιβάλλον περιλαμβάνει γαστρικές πλύσεις
και/ή οσμωτική διούρηση.
Για την αντιμετώπιση των διαταραχών αγωγιμότητας, μπορεί να απαιτηθεί
προσωρινή βηματοδότηση.
Συνιστώμενα αντίδοτα: ατροπίνη, αγγειοσυσπαστικά, ινότροποι παράγοντες,
γλυκαγόνη και γλυκονικό ασβέστιο χορηγούμενο με έγχυση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
9
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανταγωνιστής ασβεστίου, κωδικός ATC: C08D
B01
Η διλτιαζέμη αποκλείει επιλεκτικά την είσοδο ασβεστίου στους βραδείς
διαύλους ασβεστίου των λείων μυϊκών ινών των αγγείων και των
μυοκαρδιακών ινών με τρόπο εξαρτώμενο από τη διαφορά δυναμικού. Με αυτό
το μηχανισμό, η διλτιαζέμη μειώνει τη συγκέντρωση του ενδοκυτταρικού
ασβεστίου κοντά στις συσταλτές πρωτεΐνες.
Στα ζώα:
Αντιστηθαγχικές ιδιότητες: Η διλτιαζέμη αυξάνει τη στεφανιαία ροή χωρίς
να προκαλεί φαινόμενα υποκλοπής. Έχει δράση στα μεγάλα και μικρά
αγγεία και στην παράπλευρη κυκλοφορία. Αυτή η αγγειοδιασταλτική δράση
που είναι ήπια στις περιφερικές αρτηρίες, γίνεται εμφανής με δόσεις που δεν
προκαλούν αρνητική ινότροπο δράση. Οι δύο κύριοι μεταβολίτες του
προϊόντος, desacetyldiltiazem και Ν-monodesmethyldiltiazem έχουν μια
φαρμακολογική δράση στη στηθάγχη που αντιστοιχεί στο 10% και 20%
αντίστοιχα, του μητρικού φαρμάκου.
Αντιϋπερτασικές ιδιότητες: Η διλτιαζέμη μειώνει τον τόνο των λείων
μυϊκών ινών μειώνοντας την είσοδο ασβεστίου στα κύτταρα και προκαλεί
αγγειοδιαστολή που οδηγεί σε μείωση των συνολικών περιφερικών
αντιστάσεων.
Η διλτιαζέμη μειώνει την αρτηριακή πίεση χωρίς να προκαλεί
αντανακλαστική ταχυκαρδία σε πολλά ζωικά μοντέλα υπέρτασης, ειδικότερα
στον αυτόματα υπερτασικό αρουραίο. Δεν μεταβάλλει την καρδιακή παροχή
και διατηρεί τη νεφρική αιματική ροή.
Επίσης, μειώνει εκλεκτικά την αγγειοσυσπαστική δράση της νοραδρεναλίνης
και της αγγειοτασίνης ΙΙ. Η διλτιαζέμη αυξάνει την διούρηση και μειώνει
την καρδιακή υπερτροφία στον αυτόματα υπερτασικό αρουραίο.
Υψηλές δόσεις διλτιαζέμης μειώνουν την ανάπτυξη ασβεστώσεως των
αρτηριών του αρουραίου.
Σε ανθρώπους:
Αντιστηθαγχικές ιδιότητες: Η διλτιαζέμη αυξάνει τη στεφανιαία ροή
μειώνοντας την αντίσταση των στεφανιαίων.
Ηλεκτροφυσιολογικά, η διλτιαζέμη προκαλεί ήπια βραδυκαρδία σε
φυσιολογικά άτομα, επιμηκύνει την ενδοκομβική αγωγή και δεν έχει καμία
δράση στην αγωγή στο δεμάτιο και τα σκέλη του His.
Αντιϋπερτασικές ιδιότητες: Σε αγγειακό επίπεδο, η διλτιαζέμη προκαλεί
μέτρια αγγειοδιαστολή και βελτιώνει την διατασιμότητα των αρτηριών. Αυτή
η καλά εξισορροπημένη αγγειοδιαστολή οδηγεί στη μείωση της αρτηριακής
πίεσης στους υπερτασικούς, λόγω μείωσης των περιφερικών αντιστάσεων,
χωρίς να προκαλεί αντανακλαστική ταχυκαρδία. Οι τριχοειδικές αιματικές
ροές, ιδιαίτερα νεφρική και στεφανιαία, διατηρούνται ή αυξάνονται.
Σε οξεία λήψη παρατηρείται μια ελαφριά νατριουρητική δράση. Η διλτιαζέμη
δεν επηρεάζει το σύστημα ρενίνης - αγγειοτασίνης - αλδοστερόνης σε μακρά
χορήγηση και δεν προκαλεί κατακράτηση νατρίου και νερού, όπως
διαπιστώνεται από την έλλειψη μεταβολών στο βάρος και έλλειψη αλλαγών
στην ισορροπία νερού και ηλεκτρολυτών στο πλάσμα.
10
Η διλτιαζέμη δρα σαν στεφανιαίος αγγειοδιαστολέας στην καρδιά
μειώνοντας την υπερτροφία της αριστεράς κοιλίας σε υπερτασικούς. Έχει
μικρή δράση στην καρδιακή παροχή.
Η διλτιαζέμη μειώνει το καρδιακό έργο με την ήπια βραδυκαρδιακή δράση
της σε συνδυασμό με την μείωση των συστημάτων αγγειακών αντιστάσεων.
Δεν έχει διαπιστωθεί αρνητική ινότροπη δράση σε υγιές μυοκάρδιο. Η
διλτιαζέμη μειώνει την καρδιακή συχνότητα σε μέτριο βαθμό και μπορεί να
αυξήσει την κατασταλτική της δράση σε νόσο του φλεβοκόμβου. Επηρεάζει
αρνητικά την κολποκοιλιακή αγωγή και έτσι υπάρχει κίνδυνος
κολποκοιλιακού αποκλεισμού.
Η διλτιαζέμη δεν μεταβάλλει την αγωγή στο δεμάτιο του His.
Δεν επηρεάζει τη ρύθμιση του μεταβολισμού του σακχάρου. Δεν επηρεάζει
δυσμενώς τις λιποπρωτεΐνες του πλάσματος ή τον μεταβολισμό των
λιπιδίων.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η διλτιαζέμη έχει καλή απορρόφηση (90%) σε υγιείς εθελοντές μετά από του
στόματος χορήγηση.
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα επιτυγχάνονται εντός 4-8 ωρών
μετά τη χορήγηση.
Η βιοδιαθεσιμότητα του προϊόντος σε αυτές τις φαρμακοτεχνικές μορφές
είναι περίπου το 90% της βιοδιαθεσιμότητας της συμβατικής
φαρμακοτεχνικής μορφής.
Η διλτιαζέμη συνδέεται σε ποσοστό 80 - 85% με τις πρωτεΐνες του
πλάσματος. Μεταβολίζεται σημαντικά στο ήπαρ.
Ο μέσος χρόνος ημίσειας ζωής είναι 7-8 ώρες.
Λιγότερο από 5% αμετάβλητης διλτιαζέμης ανιχνεύεται στα ούρα.
Ο κύριος μεταβολίτης Ν-monodesmethyldiltiazem αποτελεί το 35% της
κυκλοφορούσης διλτιαζέμης.
Κατά τη μακροχρόνια χορήγηση σε έναν ασθενή, οι συγκεντρώσεις της
διλτιαζέμης στο πλάσμα παραμένουν σταθερές.
Οι μέσες συγκεντρώσεις πλάσματος σε ηλικιωμένα άτομα και σε άτομα με
νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια είναι υψηλότερες από αυτές των νεαρών
ατόμων.
Η διλτιαζέμη και οι μεταβολίτες της δεν διυλίζονται εύκολα.
Οι διάφορες μορφές διλτιαζέμης που χορηγούνται δύο φορές την ημέρα έχει
αποδειχθεί ότι παρουσιάζουν διαφορετικά φαρμακοκινητικά προφίλ και για
το λόγο αυτό δεν συνιστάται η υποκατάσταση κάποιας μορφής ενός
προϊόντος με κάποια άλλη διαφορετικού προϊόντος.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε υπο-οξείες και χρόνιες μελέτες σε σκύλους και αρουραίους, σχεδιασμένες
για την αξιολόγηση της τοξικότητας, υψηλές δόσεις διλτιαζέμης σχετίστηκαν
με ηπατική βλάβη. Σε ειδικές, υπο-οξείες ηπατικές μελέτες, από του στόματος
δόσεις των 125 mg/kg και υψηλότερες σε αρουραίους, συσχετίστηκαν με
ιστολογικές μεταβολές του ήπατος, οι οποίες ήταν αναστρέψιμες με τη διακοπή
του φαρμάκου. Σε σκύλους, δόσεις των 20 mg/kg συσχετίστηκαν επίσης με
ηπατικές μεταβολές· παρόλ’ αυτά, οι μεταβολές αυτές ήταν αναστρέψιμες με
συνεχή χορήγηση.
11
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας
:
Νάτριο κιτρικό δισόξινο
Σακχαρόζη (κόνις)
ΠολυβιδόνηΜαγνήσιο στεατικό
Πολυαιθυλενογλυκόλη 6000
Αιθανόλη*
Επικάλυψη
:
Σακχαρόζη (κόνις)
Τροποποιημένο πολυβινυλοχλωρίδιο πολυμερές
Ακετυλοτριβουτυλεστέρας κιτρικός
Νάτριο ανθρακικό όξινο
Αιθυλοβανιλλίνη
Τιτανίου διοξείδιο (E 171)
Ακετόνη*
* Εξατμίζεται κατά την παραγωγή.
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες θερμοκρασίας
για την φύλαξή του.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
α) 2 κυψέλες από PVC/Aluminium foil των 15 δισκίων έκαστη (BT x 30 δισκία,
Blister 2 x 15) ή
β) 3 κυψέλες των 10 δισκίων έκαστη (BT x 30 δισκία, Blister 3 x 10) ή
γ) 2 κυψέλες από ALU (OPA/ALU/PVC Complex) των 15 δισκίων έκαστη (BT x 30
δισκία, Blister 2 x 15) ή
δ) 5 κυψέλες των 10 δισκίων έκαστη (BT x 50 δισκία, Blister 5 x 10) μόνο για
νοσοκομειακή χρήση ή
ε) 10 κυψέλες των 10 δισκίων έκαστη (BT x 100 δισκία, Blister 10 x 10) μόνο
για νοσοκομειακή χρήση ή
στ) 3 κυψέλες από ALU (OPA/ALU/PVC Complex) των 10 δισκίων έκαστη (BT x 30
δισκία, Blister 3 x 10)
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
12
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
sanofi-aventis AEBE
Λεωφ. Συγγρού 348 – Κτίριο Α
176 74 Καλλιθέα – Αθήνα
Τηλ.: +30 210 90 01 600
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
TILDIEM 90
mg
:
41462/07/27-5-2008
TILDIEM 120
mg
:
41464/07/27-5-2008
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 31 Μαρτίου 1992
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 27 Μαΐου 2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
13