σχετίζονται με τη χορήγηση υδροχλωρικής βρωμεξίνης. Εάν υπάρχουν
συμπτώματα ή σημεία ενός εξελισσόμενου δερματικού εξανθήματος (που
ενίοτε σχετίζεται με φυσαλίδες ή βλάβες βλεννογόνων), η θεραπεία με
υδροχλωρική βρωμεξίνη θα πρέπει να διακοπεί αμέσως και να
αναζητηθεί ιατρική συμβουλή.
Ως επί το πλείστον αυτές οι αντιδράσεις ήταν δυνατό να εξηγηθούν είτε
από τη σοβαρότητα της υποκείμενης νόσου του ασθενούς και/είτε από τη
συγχορηγούμενη φαρμακευτική αγωγή.
Επιπρόσθετα, κατά την πρώιμη φάση του συνδρόμου Stevens-Johnson ή της
τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης (ΤΕΝ) ένας ασθενής μπορεί αρχικά να
παρουσιάσει μη-ειδικά πρόδρομα συμπτώματα γριππώδους συνδρομής
όπως πυρετό, πόνο στο σώμα, ρινίτιδα, βήχα και κυνάγχη. Επηρεασμένος
από αυτά τα μη-ειδικά πρόδρομα συμπτώματα γριππώδους συνδρομής, ο
ασθενής μπορεί να ξεκινήσει μια συμπτωματική θεραπεία με
φαρμακευτική αγωγή για το βήχα και το κρυολόγημα.Επομένως, εάν
συμβούν νέες δερματικές βλάβες ή βλάβες των βλεννογόνων,θα πρέπει να
ζητηθεί ιατρική συμβουλή αμέσως και η θεραπεία με υδροχλωρική
βρωμεξίνη να διακοπεί ως προληπτικό μέτρο.
Το σιρόπι Bronchotussine περιέχει Methylparaben Ε218 και
Propylparaben Ε216 γι’ αυτό μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές
αντιδράσεις (πιθανώς καθυστερημένα).
Περιέχει επίσης Sorbitol E420. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη, σύνδρομο δυσαπορρόφησης
γλυκόζης-γαλακτόζης, ή ανεπάρκεια σουκράσης-ισομαλτάσης δε θα
πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο. Αυτό το προϊόν μπορεί να έχει
μια ήπια καθαρτική δράση.
Περιέχει επίσης 2,5 vol% αιθανόλης (αλκοόλ) δηλαδή έως 100mg ανά
δόση, ισοδύναμο με 1ml κρασί ή 2,5ml μπύρα. Μπορεί να είναι επιβλαβές
για όσους υποφέρουν από αλκοολισμό. Να λαμβάνεται υπόψη σε εγκύους
ή θηλάζουσες μητέρες, σε παιδιά και ομάδες υψηλού κινδύνου όπως
ασθενείς με ηπατική νόσο ή επιληψία.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχει αναφερθεί καμία σχετική αρνητική κλινική αλληλεπίδραση με
άλλα φάρμακα, ούτε με αμπικιλλίνη, οξυτετρακυκλίνη ή ερυθρομυκίνη,
παρόλο που η χορήγηση βρωμεξίνης προκαλεί αύξηση των
συγκεντρώσεων των αντιβιοτικών αυτών στα πτύελα και στις
βρογχοπνευμονικές εκκρίσεις (βλέπε παράγραφο 5.1 Φαρμακοδυναμικές
ιδιότητες).
Ταυτόχρονη χορήγηση ενός αντιβηχικού αναστέλλει το αντανακλαστικό
του βήχα και μπορεί να προκαλέσει στάση της ρευστοποιημένης λόγω της
βρωμεξίνης βλέννας.
Οι αναστολείς της βρογχικής έκκρισης (αντιχολινεργικά, τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά, αντιισταμινικά H1, αντιπαρκινσονικά, αναστολείς
ΜΑΟ, νευροληπτικά) μπορεί να ανταγωνίζονται τη δράση της
βρωμεξίνης.
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες αλληλεπίδρασης με από του στόματος
αντιπηκτικά ή διγοξίνη.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Είναι περιορισμένα τα δεδομένα από τη χρήση της βρωμεξίνης στις
έγκυες γυναίκες. Προκλινικές μελέτες τοξικότητας δεν κατέδειξαν