ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
TINSET
®
30 mg δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 30 mg οξατομίδης.
Έκδοχο με γνωστές δράσεις: κάθε δισκίο περιέχει 120,18 mg λακτόζης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο
Λευκά, στρογγυλά, αμφίκυρτα δισκία, με χαραγή στη μέση με την επιγραφή «JANSSEN» στη μία πλευρά
και την επιγραφή «OX/30» στην άλλη πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το ΤINSET ενδείκνυται για την πρόληψη και τη θεραπεία των αλλεργικών διαταραχών, ιδιαίτερα της
ρινίτιδας, της χρόνιας κνίδωσης, της επιπεφυκίτιδας και της ατοπικής δερματίτιδας σε ενήλικες εφήβους και
παιδιά ηλικίας άνω του 1 έτους.
Εάν είναι επιθυμητό, μπορούν να χορηγηθούν και άλλα φάρμακα για τις διαταραχές αυτές σε συνδυασμό με
το TINSET, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος δράσης τους είναι διαφορετικός από τον τρόπο δράσης του
TINSET.
Το TINSET δεν είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση οξέων αλλεργικών καταστάσεων ή
επεισοδίωνάσθματος (βλέπε 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η δόση του ΤINSET είναι 30 mg δύο φορές την ημέρα μετά το πρόγευμα και μετά το δείπνο.
Παραλειφθείσες δόσεις
Εάν ο ασθενής παραλείψει μία δόση, καθοδηγήστε τον να πάρει τη δόση που παρέλειψε όσο πιο σύντομα το
θυμηθεί, εκτός και αν είναι η ώρα για την επόμενη δόση. Σ’ αυτή την περίπτωση ενημερώστε τον ασθενή ότι
πρέπει να παραλείψει τη χαμένη δόση και να συνεχίσει με το σύνηθες δοσολογικό σχήμα του. Ενημερώστε
τους ασθενείς ώστε να μην παίρνουν παραπάνω δόση για να αναπληρώσουν τη δόση που παρέλειψαν.
Ειδικοί πληθυσμοί
Παιδιατρικός πληθυσμός (ηλικίας 1 έτους και άνω)
Η δόση του ΤINSET σε παιδιά ηλικίας 1 έτους και άνω είναι η ακόλουθη:.
1
15 mg (1/2 δισκίο) δύο φορές την ημέρα μετά το πρόγευμα και μετά το δείπνο για σωματικό βάρος 15-35 kg
και 30 mg (1 δισκίο) δύο φορές την ημέρα για σωματικό βάρος πάνω από 35 kg.
Ηλικιωμένοι (ηλικίας 65 ετών και άνω)
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Νεφρική δυσλειτουργία
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία.
Τρόπος χορήγησης
Από στόματος χρήση. Το TINSET θα πρέπει να λαμβάνεται δύο φορές την ημέρα, μετά το πρόγευμα και
μετά το δείπνο.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην οξατομίδη ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Χρήση σε ασθματικούς ασθενείς
Το TINSET δεν είναι κατάλληλο για την άμεση ανακούφιση αλλεργικών καταστάσεων όπως τα επεισόδια
άσθματος. Όταν το TINSET συνταγογραφείται σε ασθενείς με άσθμα, το υπάρχον θεραπευτικό σχήμα δεν
πρέπει να διακόπτεται απότομα, αλλά να μειώνεται σταδιακά η δοσολογία του. Αυτό είναι ιδιαίτερα
σημαντικό σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με κορτικοστεροειδή.
Ηπατικές επιδράσεις
Mετά την κυκλοφορία του φαρμάκου έχουν αναφερθεί ηπατίτιδα, ηπατική βλάβη, ίκτερος και μη
φυσιολογική ηπατική λειτουργία (μέτριου έως σημαντικού βαθμού αύξηση των αποτελεσμάτων των
δοκιμασιών ηπατικών ενζύμων), συμπεριλαμβανομένων πολύ σπάνιων περιπτώσεων θανατηφόρας ηπατικής
ανεπάρκειας. Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται πολύ στενά για ηπατικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Εάν ο ασθενής αναπτύξει σημεία ή συμπτώματα μη φυσιολογικής ηπατικής λειτουργίας, συνιστάται η
διακοπή της θεραπείας και η οξατομίδη δεν πρέπει να επαναχορηγείται.
Σε ασθενείς με γνωστή ηπατική νόσο συνιστάται προσοχή κατά τη συνταγογράφηση της οξατομίδης, λόγω
της ηπατικής απέκκρισης της. Εάν απαιτείται, η θεραπεία σε αυτούς τους ασθενείς θα πρέπει να ξεκινά,
κατά προτίμηση με το ήμισυ της κανονικής δόσης, ενώ το μεσοδιάστημα των δόσεων μπορεί να διατηρηθεί.
Επιδράσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα
Δυσκινησία και εξωπυραμιδικά συμπτώματα έχουν αναφερθεί τόσο σε ενήλικες όσο και σε παιδιά. Παρόλα
αυτά, οι αναφορές εξωπυραμιδικών διαταραχών ήταν περισσότερες σε παιδιά. Τα παιδιά είναι πιθανό να
είναι πιο ευαίσθητα στις επιδράσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα εξαιτίας της ανωριμότητας του
αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Ως εκ τούτου, προσοχή συνίσταται σε παιδιά ηλικίας μεταξύ 1 και 6 χρονών
και ιδιαίτερα σ’ αυτά ηλικίας μεταξύ 1 έτους και 24 μηνών. Το TINSET αντενδείκνυται για χρήση σε παιδιά
κάτω του ενός έτους.
Ηλικιωμένοι
Στους ηλικιωμένους, οι φυσιολογικές αλλαγές που σχετίζονται με την ηλικία (π.χ. αυξημένη διαπερατότητα
του αιματοεγκεφαλικού φραγμού και μειωμένος ηπατικός μεταβολισμός) μπορούν να επηρεάσουν τη δράση
των ανταγωνιστών του Η
1
-υποδοχέα.
Η οξατομίδη, όπως και άλλα αντιϊσταμινικά, μπορεί να επηρεάσει τις δερματικές δοκιμασίες προκλήσεως
με αλλεργιογόνα και για το λόγο αυτό η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν
από τη δερματική δοκιμασία.
2
Προειδοποίηση για τα περιεχόμενα έκδοχα:
Τα δισκία TINSET περιέχουν λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη
γαλακτόζη, ανεπάρκειας Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης γαλακτόζης δεν πρέπει να
λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Το TINSET πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή στους ηλικιωμένους, λόγω του αυξημένου κινδύνου για
καταστολή.
Πρέπει να αποφεύγεται η λήψη του TINSET μαζί με αλκοολούχα ποτά ή με φάρμακα που περιέχουν αλκοόλ
(βλέπε παράγραφο 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Με βάση in vitro μελέτες, υπάρχει το ενδεχόμενο αλληλεπίδρασης μεταξύ της οξατομίδης και των
αναστολέων του CYP 450 όπως της ιτρακοναζόλης, της κετοκοναζόλης και της σιμετιδίνης.
Οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται ότι το TINSET μπορεί να αυξήσει την καταστολή που
προκαλούν τα κατασταλτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων του
οινοπνεύματος, βαρβιτουρικών, υπνωτικών, ναρκωτικών αναλγητικών, αγχολυτικών και αντιψυχωσικών (βλ.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες των
αντιχολινεργικών φαρμάκων μπορεί να ενισχυθούν από την ταυτόχρονη χορήγηση του TINSET. Δεν
συνιστάται η ταυτόχρονη χρήση των αναστολέων ΜΑΟ και του TINSET.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
Στα πειραματόζωα, δεν έχει παρατηρηθεί άμεση εμβρυοτοξική ή άμεση περι- ή μεταγεννητική τοξική
δράση.
Δεν υπάρχουν άμεσες ανεπιθύμητες ενέργειες στην γονιμότητα και δευτερεύουσες δράσεις βρέθηκαν μόνο
σε τοξικές για τη μητέρα δόσεις. Στοιχεία, από πείραμα σε ζώα, έδειξαν περιορισμένη διάβαση της
οξατομίδης από τον πλακούντα, αλλά η ασφάλεια του TINSET® σε εγκύους δεν έχει τεκμηριωθεί. Όταν
υπάρχει ανάγκη χορήγησης του TINSET® κατά την διάρκεια της κύησης, πρέπει να αντισταθμίζονται οι
πιθανοί κίνδυνοι από τα αναμενόμενα θεραπευτικά οφέλη.
Θηλασμός
Διαθέσιμα φαρμακοκινητικά δεδομένα σε ζώα έχουν δείξει απέκκριση της οξατομίδης/των μεταβολιτών στο
γάλα (βλέπε 5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια). Ο κίνδυνος για τα νεογέννητα/βρέφη δεν μπορεί
να αποκλειστεί. Πρέπει να λαμβάνεται απόφαση για το εάν θα υπάρξει διακοπή της θεραπείας με TINSET ή
αποχή από αυτή, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος από το θηλασμό για το βρέφος και το όφελος από τη
θεραπεία για την ασθενή.
Γονιμότητα
Στα ζώα, δεν υπήξαν άμεσες ανεπιθύμητες επιδράσεις στη γονιμότητα. Δευτερογενείς επιδράσεις
εντοπίστηκαν μόνο σε τοξικές για τη μητέρα δόσεις (βλέπε 5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Ενημερώστε τους ασθενείς ότι η οδήγηση ή ο χειρισμός μηχανών κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
TINSET απαγορεύεται. λόγω της πιθανότητας εμφάνισης υπνηλίας και μείωσης της εγρήγορσης. Η
ταυτόχρονη λήψη οινοπνεύματος μπορεί να ενισχύσει αυτές τις δράσεις.
3
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η ασφάλεια του TINSET αξιολογήθηκε σε 1.188 ασθενείς που συμμετείχαν σε 17 κλινικές δοκιμές του
TINSET. Με βάση τα δεδομένα ασφαλείας από αυτές τις κλινικές δοκιμές, οι πιο συχνά αναφερόμενες (≥
2% συχνότητα) ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν (με % συχνότητα): υπνηλία (7,2 %) και κόπωση (3,3%)
Συμπεριλαμβανομένων των ανεπιθύμητων ενεργειών που προαναφέρθηκαν, ο Πίνακας 1 παρουσιάζει τις
ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί με τη χρήση του TINSET είτε σε κλινικές δοκιμές, είτε κατά
την εμπειρία από την κυκλοφορία του προϊόντος.
Οι συχνότητες που παρουσιάζονται ακολουθούν την εξής συνθήκη:
Πολύ συχνές ( 1/10), συχνές ( 1/100 έως < 1/10), όχι συχνές ( 1/1.000 έως < 1/100), σπάνιες ( 1/10.000
έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000) και μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα).
Πίνακας 1: Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου που αναφέρθηκαν σε κλινικές δοκιμές και κατά την
εμπειρία από την κυκλοφορία του προϊόντος
Κατηγορία/Οργανι
κό σύστημα
Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου
Κατηγορία συχνότητας
Πολύ
συχνές
( 1/10)
Συχνές
(≥1/100 έως
1/10)
Όχι συχνές
(1/1.000
έως <1/100
Σπάνιες
(1/10.000
έως
<1/1.000)
Πολύ σπάνιες
(<1/10.000)
Μη γνωστές
(δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με
βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα)
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και
του λεμφικού
συστήματος
Θρομβοπενία,
λευκοπενία,
ακοκκιοκυτταραιμία,
αιμολυτική αναιμία
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αναφυλακτική
καταπληξία,
αναφυλακτική
αντίδραση,
αναφυλακτοειδής
αντίδραση,
υπερευαισθησία
Διαταραχές του
μεταβολισμού και
της θρέψης
Μειωμένη όρεξη
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Ψευδαισθήσεις,
διέγερση, απάθεια,
συγχυτική
κατάσταση, αυπνία,
ευερεθιστότητα,
νευρικότητα,
εφιάλτης, ανησυχία,
διαταραχή ύπνου,
επιθετικότητα
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Υπνηλία Σπασμός,
επηρεασμένο
επίπεδο συνείδησης,
καταστολή, νάρκη,
λήθαργος,
4
Κατηγορία/Οργανι
κό σύστημα
Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου
Κατηγορία συχνότητας
Πολύ
συχνές
( 1/10)
Συχνές
(≥1/100 έως
1/10)
Όχι συχνές
(1/1.000
έως <1/100
Σπάνιες
(1/10.000
έως
<1/1.000)
Πολύ σπάνιες
(<1/10.000)
Μη γνωστές
(δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με
βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα)
παραισθησία,
εξωπυραμιδική
διαταραχή, μη
φυσιολογικός
συντονισμός,
δυσκινησία,
υπερτονία, υποτονία,
οπισθότονος, τρόμος,
αταξία, ζάλη,
κεφαλαλγία,
δυστονία, διαταραχή
της προσοχής
Οφθαλμικές
διαταραχές
Κρίση περιστροφής
οφθαλμικών βολβών,
θαμπή όραση,
διπλωπία, μυδρίαση,
παράλυση
βλέμματος
Διαταραχές του
ωτός και του
λαβυρίνθου
Εμβοές, ίλιγγος,
υποακοΐα
Καρδιακές
διαταραχές
Κοιλιακή
ταχυκαρδία δίκην
ριπιδίου, κοιλιακή
μαρμαρυγή,
κοιλιακή αρρυθμία,
κοιλιακές έκτακτες
συστολές, αρρυθμία,
ταχυκαρδία,
βραδυκαρδία,
αίσθημα παλμών
Αγγειακές
διαταραχές
Καταπληξία,
υπόταση, έξαψη
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του
θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Βρογχόσπασμος,
δύσπνοια, ξηρότητα
ρινικού βλεννογόνου
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Ξηροστομία,
γαστρεντερι-
κές
διαταραχές
Γαστροοισοφαγική
παλινδρόμηση,
έμετος, ναυτία,
κοιλιακό άλγος,
άλγος άνω κοιλιακής
χώρας, δυσπεψία,
διάρροια,
δυσκοιλιότητα
5
Κατηγορία/Οργανι
κό σύστημα
Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου
Κατηγορία συχνότητας
Πολύ
συχνές
( 1/10)
Συχνές
(≥1/100 έως
1/10)
Όχι συχνές
(1/1.000
έως <1/100
Σπάνιες
(1/10.000
έως
<1/1.000)
Πολύ σπάνιες
(<1/10.000)
Μη γνωστές
(δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με
βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα)
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Θανατηφόρος
ηπατική ανεπάρκεια,
κεραυνοβόλος
ηπατίτιδα,
χολοστατική
ηπατίτιδα, ηπατίτιδα,
οξεία ηπατίτιδα,
ηπατοκυτταρική
βλάβη,
ηπατοτοξικότητα,
ηπατική βλάβη,
χολοστατικός
ίκτερος, ίκτερος,
χολόσταση, μη
φυσιολογική ηπατική
λειτουργία, ηπατική
στεάτωση
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Τοξική επιδερμική
νεκρόλυση,
σύνδρομο Stevens-
Johnson, τοξικό
εξάνθημα δέρματος,
πολύμορφο ερύθημα,
ερύθημα,
αγγειονευρωτικό
οίδημα, κνίδωση,
κνησμός,
ερυθηματώδες
εξάνθημα,
αντίδραση
φωτοευαισθησίας,
φαρμακευτικό
εξάνθημα, εξάνθημα,
υπεριδρωσία
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Μυική ακαμψία,
μυική αδυναμία,
μυαλγία,
ραιβόκρανο, τρισμός
Διαταραχές των
νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Δυσουρία,
κατακράτηση ούρων
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος και του
μαστού
Γυναικομαστία,
γαλακτόρροια
Γενικές διαταραχές
και καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Εξασθένιση Διαταραχή στο
βάδισμα, κόπωση,
αδιαθεσία,
θωρακική δυσφορία,
υπερπυρεξία,
6
Κατηγορία/Οργανι
κό σύστημα
Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκου
Κατηγορία συχνότητας
Πολύ
συχνές
( 1/10)
Συχνές
(≥1/100 έως
1/10)
Όχι συχνές
(1/1.000
έως <1/100
Σπάνιες
(1/10.000
έως
<1/1.000)
Πολύ σπάνιες
(<1/10.000)
Μη γνωστές
(δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με
βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα)
πυρεξία, ρίγη,
οίδημα
Παρακλινικές
εξετάσεις
Αυξημένο
σωματικό
βάρος (και/ή
αυξημένη
όρεξη)
Ηλεκτροκαρδιογρά-
φημα με
παρατεταμε- νο
διάστημα QT, μη
φυσιολογικό ηλεκτρο
καρδιογράφημα, μη
φυσιολογικές δοκι-
μασίες ηπατικής λει-
τουργίας, αυξημένα
ηπατικά ένζυμα,
αυξημένη αμινο-
τρανσφεράση της
αλανίνης, αυξημένη
ασπαρτική αμινο-
τρανσφεράση,
αυξημένη γ-γλουτα-
μυλτρανσφεράση,
αυξημένη χολερυ-
θρίνη αίματος, αυξη-
μένη αλκαλική
φωσφατάση αίματος,
αυξημένη κρεατινο-
φωσφοκινάση
αίματος, αυξημένη
γαλακτική αφυδρο-
γονάση, μειωμένη
αρτηριακή πίεση,
αυξημένος καρδια-
κός ρυθμός
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του
φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: 213 2040380/337
Φαξ: 210 6549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
7
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρουσιάστηκαν παραπάνω μπορούν επίσης να συμβούν και λόγω
υπερδοσολογίας. Άλλα συμπτώματα που αναφέρθηκαν μετά από υπερδοσολογία περιλαμβάνουν:
γενικευμένους μυϊκούς σπασμούς, κατατονία, διαταραγμένη κατάσταση συνείδησης, μύση και κώμα.
Θεραπεία
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο διαθέσιμο. Η θεραπεία συνίσταται σε στενή παρακολούθηση των ζωτικών
σημείων και υποστηρικτικά μέτρα. Ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) συνιστάται για την αξιολόγηση του
διαστήματος QT. Ενεργός άνθρακας μπορεί να χορηγηθεί αν κριθεί αναγκαίο. Τα εξωπυραμιδικά
συμπτώματα έχουν αντιμετωπισθεί με επιτυχία με αντιχολινεργικούς παράγοντες.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Παράγωγα πιπεραζίνης, κωδικός ATC: R06AE06
Μηχανισμός δράσης
Η οξατομίδη μειώνει την απελευθέρωση ισταμίνης που επάγεται ανοσολογικά και αναστέλλει αλλεργικές και
άλλες αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Αναστέλλει ή εξασθενεί τη μεσολαβούμενη από τον υποδοχέα
απελευθέρωση της ισταμίνης (Η1), της σεροτονίνης (5-ΗΤ1), των λευκοτριενίων (LTC3, LTC4) και του
παράγοντα συσσώρευσης αιμοπεταλίων (PAF).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η απορρόφηση της οξατομίδης από το γαστρεντερικό σωλήνα είναι σχεδόν πλήρης στον άνθρωπο.
Τα μέγιστα επίπεδα συγκέντρωσης στο αίμα επιτυγχάνονται σε διάστημα έως 2 ωρών.
Κατανομή
Η οξατομίδη κατανέμεται ευρέως. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος φθάνει το 98%.
Βιομετασχηματισμός
Η οξατομίδη μεταβολίζεται στο ήπαρ μέσω αρωματικής υδροξυλίωσης, οξειδωτικής Ν-απαλκυλίωσης και
σύζευξης.Η οξατομίδη μεταβολίζεται από το κυτόχρωμα P450, ειδικότερα από τις ισομορφές 3Α4 και
πιθανώς και από τις 2D6 με βάση τις in vitro μελέτες που χρησιμοποίησαν ανθρώπινα ηπατικά
μικροσωμάτια.
Αποβολή
Η αποβολή γίνεται κυρίως μέσω οξειδωτικού μεταβολισμού.Λιγότερο από 0.5% της δόσης απεκκρίνεται
αμετάβλητη. Απέκκριση των μεταβολιτών γίνεται κυρίως μέσω των κοπράνων (60%), ιδιαίτερα από την
χολή και επίσης μέσω των ούρων. Η οξατομίδη, που έχει ημιπερίοδο ζωής 14 ώρες, φθάνει τα επίπεδα
πλάσματος σε σταθερή κατάσταση (περίπου 35ng/mL, με δόση 30mg, δύο φορές την ημέρα) μετά από 3
ημέρες.
8
Φαρμακοκινητικές/φαρμακοδυναμικές σχέσεις
Ειδικοί πληθυσμοί
Παιδιατρικός πληθυσμός
Κλινικές μελέτες φαρμακοκινητικής σε παιδιά ηλικίας από πρόωρα έως 15 ετών έγιναν με δισκία, πόσιμο
διάλυμα ή σιρόπι οξατομίδης. Οι δόσεις που χορηγούνταν κυμαίνονταν από 0,5 έως 1 mg/kg για εφάπαξ
δόση και 0,5 έως 1 mg/kg/ημέρα για μελέτες πολλαπλών δόσεων. Τα φαρμακοκινητικά αποτελέσματα που
προέκυψαν ήταν γενικά παρόμοια με αυτά των ενηλίκων. Μία συνολική ημερήσια δόση 1 mg/kg αναμένεται
να οδηγήσει σε θεραπευτικά επίπεδα στο πλάσμα. Οι συγκεντρώσεις ορού της οξατομίδης διέφεραν
σημαντικά μεταξύ των ατόμων.
Ηλικιωμένοι (ηλικίας 65 ετών και άνω)
Η φαρμακοκινητική της οξατομίδης σε ηλικιωμένους ασθενείς δεν έχει διερευνηθεί.
Νεφρική ανεπάρκεια
Η φαρμακοκινητική της οξατομίδης σε άτομα με νεφρική ανεπάρκεια δεν έχει διερευνηθεί.
Ηπατική ανεπάρκεια
Η φαρμακοκινητική της οξατομίδης σε άτομα με ηπατική δυσλειτουργία δεν έχει διερευνηθεί. Λόγω της
ηπατικής αποβολής και των πιθανών ηπατικών ανεπιθύμητων ενεργειών, η χρήση της οξατομίδης
αντενδείκνυται σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία (βλ. 4.3 Aντενδείξεις).
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η οξατομίδη έχει δοκιμαστεί σε σημαντικό αριθμό από προκλινικές μελέτες ασφάλειας
συμπεριλαμβανομένων: μελέτες τοξικότητας εφάπαξ δόσεως μετά από του στόματος χορήγηση (ποντικός,
αρουραίος, ινδικό χοιρίδιο, σκύλος) και μετά από ενδοφλέβια χορήγηση (ποντικός, αρουραίος, ινδικό
χοιρίδιο), μελέτες τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων μετά από του στόματος χορήγηση μέχρι 12
μήνες στο σκύλο και 18 μήνες στον αρουραίο, μελέτες αναπαραγωγής μετά από του στόματος χορήγηση για
τον έλεγχο της γονιμότητας και της γενικής αναπαραγωγικής ικανότητας στον αρουραίο, μελέτες
τερατογένεσης και εμβρυοτοξικότητας σε αρουραίους και κουνέλια, περιγεννητική/μεταγεννητική
αναπαραγωγή σε αρουραίους. H καρκινογένεση έχει αξιολογηθεί μετά από εφ’ όρου ζωής από στόματος
χορήγηση σε ποντικό (18 μήνες) και αρουραίο (24 μήνες). Η μεταλλαξιογένεση έχει αξιολογηθεί σε ένα
ισχυρό σύνολο μελετών, οι οποίες περιλαμβάνουν in vitro στάδιo και/ή μελέτες γονιδιακής μετάλλαξης στη
Salmonella typhimurium και σε λέμφωμα κυττάρων του ποντικού, καθώς και σε in vivo χρωμοσωμικές
παρεκκλίσεις σε μικροπυρήνες ερυθροκυττάρων του μυελού των οστών αρουραίου και κυρίαρχες
δοκιμασίες θνησιμότητας σε ποντικούς και Drosophilia. Επίσης, έχουν διεξαχθεί πρωταρχικές μελέτες
δερματικού και οφθαλμικού ερεθισμού σε κουνέλια.
Οι τιμές LD
50
μετά από εφάπαξ από στόματος δόση στον ποντικό ήταν >2560 mg/kg >1.505 φορές τη
Μέγιστη Συνιστώμενη Ημερήσια Δόση στον Άνθρωπο RHD) των 1,7 mg/kg βασισμένη σε άνθρωπο
βάρους 70 kg}, στον αρουραίο >1670 mg/kg (>982 × ΜRHD), στο ινδικό χοιρίδιο ~ 313 mg/kg (~ 184 ×
ΜRHD) και στο σκύλο > 1.280 mg/kg, υποδεικνύοντας πολύ χαμηλή από στόματος τοξικότητα. Οι τιμές
LD
50
μετά από ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση ήταν περίπου 22-34 mg/kg στα είδη υπό δοκιμή, με το ινδικό
χοιρίδιο να αποτελεί το πιο ευαίσθητο είδος. Τα αποτελέσματα τοξικότητας μετά από επαναλαμβανόμενη
από στόματος δόση, υποδεικνύουν ότι το επίπεδο μη πρόκλησης τοξικότητας ήταν 40 mg/kg (25,5 × ΜRHD)
μετά από 3 μήνες και 20 mg/kg (11,8 × ΜRHD) μετά από 18 μήνες χορήγησης σε αρουραίο. Οι τοξικές
επιδράσεις που παρατηρήθηκαν περιλάμβαναν μειωμένο βάρος σώματος και οργάνων, μεταβολές στους
βιοχημικούς δείκτες, κάποια δυσλειτουργία στην εκκριτική διαδικασία του στομάχου, των νησιδίων του
παγκρέατος ή των σιελογόνων αδένων και μετά από 12-18 μήνες θνητότητα προφανώς σχετιζόμενη με
εντερίτιδα. Στο σκύλο, τα 10 mg/kg (5,9 × ΜRHD) ήταν ένα επίπεδο μη πρόκλησης τοξικότητας, μόνο με
μειωμένη όρεξη και μια χαμηλότερη αύξηση σωματικού βάρους η οποία παρατηρείται μετά από χορήγηση
20 mg/kg/ημέρα για χρονική περίοδο μέχρι 52 εβδομάδες. Η δόση των 40 mg/kg/ημέρα στο σκύλο ήταν
9
τοξική, όπως προκύπτει από μεταβολές που παρατηρήθηκαν σε βιοχημικούς δείκτες και θνητότητα κριτικά
σχετιζόμενη με γαστρεντερίτιδα. Δεν παρατηρήθηκε δερματικός ή οφθαλμικός ερεθισμός μετά από έκθεση
σε τοπικό σκεύασμα κρέμας 2% οξατομίδης.
Καρκινογένεση και μεταλλαξιογένεση
Αποτελέσματα από in vitro και in vivo μελέτες μεταλλαξιογένεσης υποδεικνύουν ότι η οξατομίδη δεν είναι
γονοτοξική, ούτε καρκινογόνος μετά από εφ’ όρου ζωής μελέτες σε αρουραίους και ποντικούς.
Αναπαραγωγική τοξικότητα
Μελέτες αναπαραγωγής, δεν κατέδειξαν καμία επίδραση στη γονιμότητα ή στο χρόνο κύησης και καμία
τερατογένεση.
Στα ζώα δεν παρατηρήθηκε ούτε άμεση εμβρυοτοξική ούτε άμεση περι-ή μεταγεννητική τοξική επίδραση.
Δεδομένα από πειράματα σε ζώα δείχνουν μια περιορισμένη δίοδο οξατομίδης μέσω του πλακούντα.
Σε πολύ υψηλές δόσεις (160 mg/kg/ημέρα, ή ~94,1 × ΜRHD) στον αρουραίο, η τοξικότητα στη μητέρα
επέφερε μειωμένο αριθμό απογόνων, μειωμένο βάρος του εμβρύου κατά τη γέννηση και μια αύξηση στο
ποσοστό απορροφήσεων και τοκετών νεκρών εμβρύων.
Η οξατομίδη και οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται στο γάλα των σκύλων που θηλάζουν.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Δισκία
Κολλοειδές άνυδρο πυρίτιο
Λακτόζη
Στεατικό μαγνήσιο
Άμυλο αραβοσίτου
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Πολυσορβικό 20
Πολυβιδόνη Κ90
Προζελατινοποιημένο άμυλο πατάτας
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή.
6.3 Διάρκεια ζωής
5 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσετε σε θερμοκρασία κάτω των 25°C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το κουτί περιέχει 25 δισκία των 30 mg, χρώματος λευκού στα οποία αναγράφεται Janssen στη μία πλευρά
και ΟΧ/30 στην άλλη πλευρά, σε κυψέλη (blister). Τα δισκία των 30 mg διατίθενται σε συσκευασίες
κυψελών από PVC/Alu.
10
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Δεν εφαρμόζεται.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Janssen-Cilag Φαρμακευτική Α.Ε.Β.Ε.
Λ. Ειρήνης 56
151 21 Πεύκη
Αθήνα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
26678/17.9.90
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
23.4.1981/6.2.2007
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
11