πόδια ανασηκωμένα και με ελεύθερες τις
αναπνευστικές οδούς.
Θα πρέπει να γίνει αποκατάσταση του όγκου του
πλάσματος με υποκατάστατα πλάσματος όπως
ανθρώπινη λευκωματίνη, διαλύματα ηλεκτρολυτών.
Οι επόμενες δοσολογικές συστάσεις αναφέρονται για
ενήλικες φυσιολογικού σωματικού βάρους. Στα παιδιά η
μείωση της δόσης σχετίζεται με το σωματικό βάρος και
την ηλικία.
Το φάρμακο εκλογής είναι η επινεφρίνη (αδρεναλίνη) η
οποία χορηγείται αμέσως ενδοφλεβίως: Διαλύστε 1 ml
διαλύματος επινεφρίνης, που κυκλοφορεί στο εμπόριο,
σε αναλογία 1:1000 σε 10 ml. Κατ’ αρχήν ενίεται
βραδέως 1 ml από αυτό το διάλυμα (ισοδυναμεί με 0,1
mg επινεφρίνης) με ταυτόχρονη παρακολούθηση του
σφυγμού και της αρτηριακής πίεσης (προσοχή στις
διαταραχές του καρδιακού ρυθμού). Επαναλάβετε, αν
θεωρείται απαραίτητο.
Θα πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόμενο ενδοφλέβιας
χορήγησης γλυκοκορτικοειδών, π.χ. 250-1000 mg
υδροκορτιζόνη. Επαναλάβετε, αν θεωρείται αναγκαίο.
Άλλα θεραπευτικά μέτρα, αν απαιτηθούν π.χ. τεχνητή
αναπνοή, χορήγηση οξυγόνου, αντιϊσταμινικά.
- Λοίμωξη σχετιζόμενη με το
Clostridium
difficile
(π.χ.
ψευδομεμβρανώδης
κολίτιδα):
Κατά τη διάρκεια ή μετά από τις πρώτες εβδομάδες της
αγωγής με διάφορα αντιβιοτικά ευρέος φάσματος
παρατηρήθηκε βαριάς μορφής ή/και εμμένουσα διάρροια.
Πιθανόν να είναι σύμπτωμα νόσου που οφείλεται στο
Clostridium
difficile. Η λοίμωξη απο Clostridium
difficile
μπορεί να
διαφέρει σε σοβαρότητα από ήπια έως απειλητική για τη ζωή,
ενώ η βαρύτερη μορφή της είναι η ψευδομεμβρανώδης
κολίτιδα. Η διάγνωση αυτής της σπάνιας αλλά πιθανόν
απειλητικής για τη ζωή κατάστασης επιβεβαιώνεται με
κολονοσκόπηση ή/και ιστολογική εξέταση. Είναι σημαντικό
να ελεγχθεί αυτή η διάγνωση σε ασθενείς στους οποίους
προκαλείται διάρροια κατά τη διάρκεια ή κατόπιν χορήγησης
κεφοταξίμης.
Ο καλύτερος τρόπος διάγνωσης της πάθησης που οφείλεται
στο Clostridium
difficile είναι η εξέταση των κοπράνων για τη
τοξίνη του μικροβίου αυτού.
Αν υπάρχει υποψία ή βεβαιωμένη ψευδομεμβρανώδης
κολίτιδα, η χορήγηση κεφοταξίμης πρέπει να διακοπεί
αμέσως και να αρχίσει χωρίς καθυστέρηση η χορήγηση
κατάλληλου αντιβιοτικού (π.χ. βανκομυκίνη χορηγούμενη
από το στόμα ή μετρονιδαζόλη). Φαρμακευτικά προϊόντα τα