4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Για εξωτερική χρήση μόνο. Η κρέμα Pevison δεν προορίζεται για οφθαλμική ή
από στόματος χρήση.
Εάν συμβεί αντίδραση που υποδεικνύει υπερευαισθησία ή χημικό ερεθισμό, η
θεραπεία πρέπει να διακόπτεται.
Τα κορτικοστεροειδή που εφαρμόζονται στο δέρμα μπορεί να απορροφηθούν σε
επαρκείς ποσότητες ώστε να έχουν συστηματικές επιδράσεις,
συμπεριλαμβανομένης της καταστολής των επινεφριδίων. Η συστηματική
απορρόφηση μπορεί να αυξηθεί από διάφορους παράγοντες, όπως εφαρμογή σε
μεγάλη περιοχή του δέρματος, εφαρμογή σε τραυματισμένο δέρμα, εφαρμογή
υπό κλειστή περίδεση και παρατεταμένη διάρκεια θεραπείας.
Οι παιδιατρικοί ασθενείς πιθανά να εμφανίσουν μεγαλύτερη ευαισθησία σε
επαγόμενη από τοπικά κορτικοστεροειδή καταστολή του άξονα ΥΥΕ (HPA)
(υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια) και σε σύνδρομο Cushing σε σύγκριση με
τους ενήλικες ασθενείς, λόγω της υψηλότερης αναλογίας επιφάνειας σώματος
προς σωματική μάζα. Προσοχή πρέπει να δίνεται όταν η κρέμα Pevison
χορηγείται σε παιδιατρικούς ασθενείς και η θεραπεία θα πρέπει να
διακόπτεται εάν εμφανιστούν σημεία καταστολής του άξονα ΥΥΕ ή συνδρόμου
Cushing.
Η επαναλαμβανόμενη και/ή παρατεταμένη χρήση τοπικών κορτικοστεροειδών
στην περικογχική περιοχή μπορεί να προκαλέσει καταρράκτη, αύξηση της
ενδοφθάλμιας πίεσης ή αύξηση του κινδύνου για γλαύκωμα στους ασθενείς.
Τα τοπικά κορτικοστεροειδή σχετίζονται με λέπτυνση και ατροφία του
δέρματος, ραγάδες, ροδόχρου ακμή, περιστοματική δερματίτιδα, ακμή,
τελαγγειεκτασία, πορφύρα, υπερτρίχωση και καθυστερημένη επούλωση
τραυμάτων.
Τα τοπικά κορτικοστεροειδή μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο δερματολογικής
επιλοίμωξης ή ευκαιριακής λοίμωξης.
Προειδοποιήσεις σχετικά με περιεχόμενα έκδοχα:
Η κρέμα Pevison περιέχει βενζοϊκό οξύ Ε210, το οποίο μπορεί να προκαλέσει
ήπιο ερεθισμό στο δέρμα, τα μάτια και τους βλεννογόνους. Επίσης περιέχει
βουτυλοϋδροξυανισόλη Ε320, η οποία μπορεί να προκαλέσει τοπικές
δερματικές αντιδράσεις (π.χ. δερματίτιδα από επαφή) ή ερεθισμό στα μάτια και
τους βλεννογόνους.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η εκοναζόλη είναι γνωστός αναστολέας του ενζύμου CYP3A4/2C9. Λόγω της
περιορισμένης συστηματικής διαθεσιμότητας μετά τη δερματική εφαρμογή,
είναι πιθανό να συμβούν κλινικά σημαντικές σχετικές αλληλεπιδράσεις, και
έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που λάμβαναν αντιπηκτικά από στόματος, όπως
βαρφαρίνη και ασενοκουμαρόλη. Σε αυτούς τους ασθενείς χρειάζεται ιδιαίτερη
προσοχή και παρακολούθηση της αντιπηκτικής δράσης. Μπορεί να χρειαστεί
προσαρμογή της δοσολογίας του από του στόματος αντιπηκτικού κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με Pevison καθώς και μετά την ολοκλήρωση της
θεραπείας αυτής.
3