εναλλακτική
λύση της άσκησης για τη δοκιμασία κοπώσεως δεν συνιστάται σε ασθενείς με
ασταθή στηθάγχη, κολποκοιλιακό αποκλεισμό, βαλβιδοπάθεια, απόφραξη
αορτικής βαλβίδας ή οποιαδήποτε καρδιακή κατάσταση που θα μπορούσε να
κριθεί ακατάλληλη για τη δοκιμασία κοπώσεως.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η δοβουταμίνη έχει χορηγηθεί σε παιδιά με καταστάσεις υποαιμάτωσης
χαμηλής καρδιακής παροχής, λόγω μη αντιρροπούμενης καρδιακής
ανεπάρκειας, καρδιολογικών επεμβάσεων και καρδιογενούς και σηπτικής
καταπληξίας. Μερικές από τις αιμοδυναμικές επιδράσεις της υδροχλωρικής
δοβουταμίνης ενδέχεται να είναι ποιοτικά και ποσοτικά διαφορετικές στα
παιδιά από ότι στους ενήλικες. Αυξήσεις στον καρδιακό ρυθμό και την
αρτηριακή πίεση φαίνεται να είναι πιο συχνές και έντονες στα παιδιά. Η πίεση
ενσφήνωσης πνευμονικής αρτηρίας ενδέχεται να μην μειωθεί στα παιδιά, όπως
συμβαίνει στους ενήλικες, ή ενδέχεται να αυξηθεί, ειδικότερα σε βρέφη
μικρότερα του ενός έτους. Το καρδιαγγειακό σύστημα των νεογνών έχει
αναφερθεί ότι είναι λιγότερο ευαίσθητο στη δοβουταμίνη και η υποτασική
επίδραση φαίνεται να παρατηρείται πιο συχνά στους ενήλικες ασθενείς από ότι
σε μικρά παιδιά.
Ως εκ τούτου, η χρήση της δοβουταμίνης στα παιδιά θα πρέπει να
παρακολουθείται στενά, λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα φαρμακοδυναμικά
χαρακτηριστικά.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν υπήρξαν σαφείς ενδείξεις αλληλεπιδράσεως φαρμάκων σε κλινικές μελέτες
στις οποίες χορηγήθηκε διάλυμα Inotrex συγχρόνως με άλλα φάρμακα,
συμπεριλαμβανομένων σκευασμάτων δακτυλίτιδας, φουροσεμίδης,
σπιρολακτόνης, λιδοκαϊνής, νιτρογλυκερίνης, δινιτρικού ισοσορβίτη, μορφίνης,
ατροπίνης, ηπαρίνης, πρωταμίνης, χλωριούχου καλίου, φολικού οξέος και
ακεταμινοφαίνης. Προκαταρκτικές μελέτες δείχνουν ότι η ταυτόχρονη
χορήγηση δοβουταμίνης και νιτροπρωσσικού νατρίου απολήγει σε μεγαλύτερη
καρδιακή παροχή και συνήθως, μικρότερη πίεση «ενσφηνώσεως» της
πνευμονικής σε σχέση με τη χρησιμοποίηση μόνου, οποιουδήποτε από τα
ανωτέρω φάρμακα.
Μελέτες σε πειραματόζωα δείχνουν ότι η δοβουταμίνη μπορεί να μην είναι
αποτελεσματική, αν ο ασθενής έχει λάβει προσφάτως φάρμακα με δράση β-
αναστολέων. Οι επιδράσεις της δοβουταμίνης μπορεί να εξουδετερωθούν από
τους β-αδρενεργικούς ανταγωνιστές. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι περιφερικές
αγγειακές αντιστάσεις πιθανώς να αυξηθούν. Επειδή η αλληλεπίδραση μεταξύ
της δοβουταμίνης και των ανταγωνιστών των β-υποδοχέων είναι αναστρέψιμη,
οι δύο αυτές κατηγορίες φαρμάκων δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με β-ανταγωνιστές, η δοβουταμίνη σε χαμηλές δόσεις
θα εκδηλώσει ποικίλο βαθμό α-αδρενεργικής δραστηριότητας, όπως
αγγειοσύσπαση.
Περιστασιακά έχει αναφερθεί ελάχιστη αγγειοσύσπαση, κυρίως σε ασθενείς
που έλαβαν φάρμακα με δράση β-αποκλειστών. Η ινότροπος επίδραση της
δοβουταμίνης προέρχεται από τη διέγερση των β
1
-υποδοχέων της καρδιάς και
εμποδίζεται από τα φάρμακα με δράση β-αποκλειστών. Παρόλα αυτά, η
δοβουταμίνη έχει αποδειχθεί ότι εξουδετερώνει τη δράση β-αποκλειστών.
Συγχορήγηση ενός μη εκλεκτικού β-αναστολέα όπως η προπρανολόλη μπορεί να
8