Ιn vivo δεδομένα που καταδεικνύουν τη συνεργική δράση της εστραμουστίνης και
της ετοποσίδης έναντι προστατικών όγκων σε αρουραίους υποστηρίζουν
επιπρόσθετα την υπόθεση αυτή,
Το Estracyt σε συνδυασμό με βινβλαστίνη, ετοποσίδη ή ταξόλη έδωσε καλύτερη
ανταπόκριση από ότι το κάθε φάρμακο μόνο του, χωρίς αυξημένη τοξικότητα.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η απορρόφηση ραδιοεπισημασμένης ΕΜΡ μελετήθηκε σε έναν ασθενή μετά από
χορήγηση του προϊόντος από το στόμα σε μορφή κάψουλας. Η απορρόφηση από το
στόμα βρέθηκε να ανέρχεται περίπου στο 75% σε σύγκριση με την ενδοφλέβια
χορήγηση.
Η ΕΜΡ είναι προ-φάρμακο. Αποφωσφορυλιώνεται ταχέως στον γαστρεντερικό
σωλήνα σε εστραμουστίνη, και η ανέπαφη ΕΜΡ δεν βρίσκεται στο πλάσμα μετά από
του στόματος χορήγηση. Το επίπεδο της πρωτεϊνικής δέσμευσης της ΕΜΡ είναι 99%.
Η εστραμουστίνη μεταβολίζεται σε εστρομουστίνη, η οποία αποτελεί την κυριότερη
ένωση στο πλάσμα. Η σχετική από του στόματος βιοδιαθεσιμότητα (AUC
po
/AUC
iv
)
της εστρομουστίνης είναι υψηλή, περίπου 90% σε νηστικούς ασθενείς. Τόσο η
εστραμουστίνη όσο και η εστρομουστίνη είναι κυτταροτοξικές ουσίες και
εμφανίζουν υψηλό επίπεδο πρωτεϊνικής δέσμευσης. Ο χρόνος ημιζωής της
απέκκρισης της εστρομουστίνης είναι περίπου 80 ώρες. Η εστραμουστίνη και η
εστρομουστίνη μεταβολίζονται περαιτέρω στα αντίστοιχα οιστρογόνα: οιστραδιόλη
και οιστρόνη.
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, βρίσκεται στο πλάσμα ανέπαφη ΕΜΡ, η οποία
μεταβολίζεται ταχέως (χρόνος ημιζωής απομάκρυνσης: 1,2 ώρες) και σχηματίζονται
οι ίδιοι μεταβολίτες όπως και μετά από του στόματος χρήγηση. Η εστραμουστίνη
είναι ο κύριος μεταβολίτης και μετά από ενδοφλέβια χορήγηση.
Τα επίπεδα της ΕΜΡ και των μεταβολιτών της στο πλάσμα σχετίζονται σχεδόν
γραμμικά με τη χορηγηθείσα δόση μετά από χορήγηση από το στόμα ή ενδοφλεβίως.
Το επίπεδο ισορροπίας των μεταβολιτών δεν μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια
μακροχρόνιας θεραπείας από το στόμα.
Η εστραμουστίνη και η εστρομουστίνη αποβάλλονται από τη χολή και τα κόπρανα
και δεν εμφανίζονται στα ούρα. Η εστραδιόλη και η εστρόνη μεταβολίζονται
περαιτέρω και αποβάλλονται μερικώς από τα ούρα.
Η εστραμουστίνη και η εστρομουστίνη έχουν ανιχνευθεί στον ανθρώπινο προστατικό
καρκινικό ιστό μετά από θεραπεία με ΕΜΡ. Σε ασθενείς, έχουν βρεθεί υψηλότερα
επίπεδα εστραμουστίνης και εστρομουστίνης στον καρκινικό ιστό, από ότι στο
πλάσμα. Ο λόγος γι΄ αυτό μπορεί να είναι ότι η εστραμουστίνη και η εστρομουστίνη
προσλαμβάνονται από τον προστατικό ιστό μέσω σύνδεσης με μία ειδική πρωτεΐνη η
οποία έχει βρεθεί να υπάρχει στον καρκινικό ιστό του προστάτη.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η τιμή του LD
50
της φωσφορικής εστραμουστίνης (ΕΜΡ) μετά από του στόματος
χορήγηση είναι μεγαλύτερη από 2000 mg/kg για ποντίκια και αρουραίους. Η τιμή
του LD
50
μετά από ενδοφλέβια χορήγηση είναι 440 και 192 mg/kg για ποντίκια και
αρουραίους, αντίστοιχα και μεταξύ 400 και 800 mg/kg για σκύλους.Τα κυριότερα
όργανα στόχος μετά από εφάπαξ χορήγηση είναι το αιμολεμφοποιητικό και το
ενδοκρινές σύστημα καθώς και τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά όργανα
ESTR 140C 007 SmPC V2.3 18Aug2010.doc