4.8. Ανεπιθύμητες Ενέργειες :
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες προέρχονται από το γαστρεντερικό και το κεντρικό νευρικό
σύστημα.
Έχουν αναφερθεί :
Από το γαστρεντερικό : Διάρροια, δυσπεψία, ναυτία, εμετός, δυσκοιλιότητα, μετεωρισμός, έλκος,
αιμορραγία, αύξηση των ηπατικών ενζύμων. Σπανιότερα αφθώδης στοματίτις, οισοφαγίτις,
ξηρότης βλεννογόνων, ηπατίτις, ηπατική νέκρωση, παγκρεατίτις, κολίτις, ορθίτις-πρωκτίτις από
την χρήση υποθέτων.
Από το νευρικό : Ζάλη και ίλιγγος. Σπανιότερα αϋπνία, κατάθλιψη, διπλωπία, άγχος, ευερεθιστότης,
άσηπτη μηνιγγίτις και σπανίως παραισθήσεις, διαταραχές της μνήμης, νυκτερινοί εφιάλτες, τρόμος,
μυϊκή ασυνέργεια, σπασμοί, αποπροσανατολισμός, ψυχωσικές αντιδράσεις.
Από το δέρμα : Εξάνθημα και κνησμός. Σπανιότερα αλωπεκία, κνίδωση, έκζεμα, ερυθρίαση
προσώπου, δερματίτις, φλύκταινες, αλλεργική πορφύρα, πολύμορφο ερύθημα, αγγειοοίδημα,
σύνδρομο Stevens-Johnson, νεκρωτική επιδερμόλυση και σπανίως εφίδρωση και απολεπιστική
δερματίτις. Η τοπική χρήση μπορεί επί πλέον να προκαλέσει φωτοευαισθησία.
Από το καρδιαγγειακό : Σπανίως υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία,
υπερκοιλιακές έκτακτες συστολές, έμφραγμα μυοκαρδίου.
Από το αίμα : Σπανίως πτώση της τιμής της αιμοσφαιρίνης, λευκοπενία, θρομβοπενία, αιμολυτική
αναιμία, απλαστική αναιμία, ακοκκιοκυτταραιμία, πορφύρα.
Από τα αισθητήρια όργανα : και σπανίως θάμβος οράσεως, διαταραχές γεύσεως, αναστρέψιμη
κώφωση, σκοτώματα.
Από το ουροποιογεννητικό : Σπανίως νεφρωσικό σύνδρομο, πρωτεϊνουρία, ολιγουρία, διάμεση
νεφρίτις, νέκρωση νεφρικών θηλών, αζωθαιμία, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, συχνουρία, νυκτουρία,
αιματουρία, ανικανότης, αιμορραγία εκ του κόλπου.
Από το αναπνευστικό : Σπανίως επίσταξη, άσθμα, οίδημα φάρυγγος ή λάρυγγος, δύσπνοια,
υπέρπνοια.
Γενικώς εκ του σώματος : Κοιλιακά άλγη, ή κολικοί, κεφαλαλγία, κατακράτηση υγρών, διάταση
κοιλίας και σπανιότερα κακουχία, οίδημα γλώσσης και χειλέων, φωτοευαισθησία,
αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις, αναφυλαξία, θωρακαλγία.
Δεδομένα από κλινικές δοκιμές και επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η χρήση της
δικλοφενάκης ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις (150 mg ημερησίως) και σε μακροχρόνια θεραπεία
μπορεί να συσχετίζεται με μικρή αύξηση του κίνδύνου για εμφάνιση θρομβωτικών αρτηριακών
επεισοδίων (για παράδειγμα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο) (βλέπε
Παράγραφο 4.4)
4.9. Υπερδοσολογία :
Δεν υπάρχει ειδική κλινική εικόνα οφειλόμενη σε υπερβολική λήψη δικλοφενάκης. Έχουν
αναφερθεί, εμετοί, υπνηλία, ζάλη, απώλεια συνειδήσεως, αυξημένη ενδοκράνια πίεση και
πνευμονία εξ εισροφήσεως που οδήγησαν σε θάνατο.
Η αντιμετώπιση της υπερβολικής λήψης γίνεται με πρόκληση εμετού ή πλύσεις στομάχου και εν
συνεχεία χορήγηση ενεργού άνθρακα. Η προκλητή διούρηση πιθανόν να συμβάλλει στην μείωση
των επιπέδων δικλοφενάκης στο πλάσμα. Η αιμοδιύλιση και η αιμοδιήθηση δεν βοηθούν
θεραπευτικώς. Γίνεται αντιμετώπιση των συμπτωμάτων.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ