Έχετε μέτρια ή σοβαρή ηπατοπάθεια
εάν το ηλεκτροκαρδιογράφημά σας εμφανίζει καρδιακό πρόβλημα που
ονομάζεται «παρατεταμένο διάστημα QT»
εάν έχετε ή είχατε πρόβλημα κατά το οποίο η καρδιά σας δεν μπορεί να
κυκλοφορήσει το αίμα στο σώμα σας όπως θα έπρεπε (καρδιακή
ανεπάρκεια)
εάν έχετε πρόβλημα που προκαλεί χαμηλά επίπεδα καλίου ή μαγνησίου, ή
υψηλά επίπεδα καλίου στο αίμα σας
λαμβάνετε ορισμένα φάρμακα (βλ. ενότητα «Λήψη άλλων φαρμάκων» )
Προειδοποιήσεις και προφυλάξεις
Πριν πάρετε αυτό το φάρμακο συμβουλευτείτε τον γιατρό σας εάν:
Υποφέρετε από ηπατικά προβλήματα (δυσλειτουργία ή ανεπάρκεια ήπατος)
(δείτε «Μην πάρετε το CILROTON»).
Υποφέρετε από νεφρικά προβλήματα (νεφρική δυσλειτουργία ή
ανεπάρκεια). Είναι σκόπιμο να συμβουλευτείτε το γιατρό σας σε
περίπτωση παρατεταμένων θεραπευτικών αγωγών καθώς θα πρέπει να
πάρετε μικρότερη δόση ή να λάβετε το φάρμακο λιγότερο συχνά, και ο
γιατρός πιθανόν να σας εξετάζει πιο τακτικά.
Η δομπεριδόνη μπορεί να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο διαταραχής του
καρδιακού ρυθμού και καρδιακής ανακοπής. Αυτός ο κίνδυνος μπορεί να είναι
υψηλότερος σε άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω ή σε άτομα που λαμβάνουν
δόσεις υψηλότερες των 30mg ημερησίως. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται όταν η
δομπεριδόνη χορηγείται μαζί με κάποια άλλα φάρμακα . Αναφέρατε στο γιατρό
ή στον φαρμακοποιό σας αν λαμβάνεται άλλα φάρμακα για την θεραπεία των
μολύνσεων (από μύκητες ή βακτήρια) και/ή αν έχετε καρδιακά προβλήματα ή
AIDS/HIV (βλ. παράγραφο «Λήψη άλλων φαρμάκων»).
Το CILROTON πρέπει να χρησιμοποιείται στη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση
σε ενήλικες και παιδιά.
Κατά την λήψη του CILROTON ενημερώστε το γιατρό σας εάν αντιμετωπίζετε
διαταραχές του καρδιακού ρυθμού όπως αίσθημα παλμών, δυσκολία αναπνοής,
απώλειας συνείδησης. Η θεραπεία με CILROTON θα πρέπει να διακοπεί.
Λήψη άλλων φαρμάκων
Μην πάρετε το CILROTON εάν λαμβάνετε φάρμακα για την θεραπεία:
Μυκητιασικών λοιμώξεων, π.χ πενταμιδίνη ή αντιμυκητιασικά αζόλης,
ειδικότερα ιτρακοναζόλη, από του στόματος κετοκοναζόλη, φλουκοναζόλη,
ποσακοναζόλη ή βορικοναζόλη
Βακτηριακών λοιμώξεων, ειδικότερα από του στόματος ερυθρομυκίνη,
κλαρυρθομυκίνη, τελυθρομυκίνη, λεβοφλοξασίνη, μοξιφλοξασίνη,
σπιραμυκίνη (αυτά είναι αντιβιοτικά)
Καρδιακών προβλήματων ή υψηλής αρτηριακής πίεσης (πχ αμιοδαρόνη,
δρονεδαρόνη, ιβουτιλίδη, δυσοπυραμίδη, δοφετιλίδη, σοταλόλη
υδροκινιδίνη, κινιδίνη)
Ψυχώσεων (π.χ αλοπεριδόλη, πιμοζίδη, σερτινδόλη)
Κατάθλιψης (πχ σιταλοπράμη, εσιταλοπράμη)
Γαστρεντερικών διαταραχών (πχ σισαπρίδη, δολασετρόνη, προυκαλοπρίδη)
Αλλεργίας (πχ μεκιταζίνη, μιζολαστίνη)
Μαλάριας ( ειδικότερα αλοφαντρίδνη, λουμεφαντρίνη)
AIDS/HIV όπως ριτοναβίρη ή σακουιναβίρη (αυτά είναι αναστολείς
πρωτεασών)
2