Το ιπρατρόπιο έχει ολική κάθαρση 2,3 λίτρα/λεπτό και νεφρική κάθαρση 0,9
λίτρα/λεπτό. Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση περίπου 60 %, της δόσης
μεταβολίζεται στο ήπαρ με οξείδωση.
Αποβολή
Μετά από εισπνοή βρωμιούχου ιπρατροπίου με HFA 134a ή CFC ως
προωθητικό, η αθροιστική νεφρική απέκκριση πάνω από 24 ώρες ήταν
περίπου 12% και 10%, αντίστοιχα. Σε μια μελέτη ισοζυγίου απέκκρισης η
αθροιστική νεφρική απέκκριση (6 ημέρες) της σχετιζόμενης με το φάρμακο
ραδιενέργειας (συμπεριλαμβανομένου της μητρικής ένωσης και όλων των
μεταβολιτών) υπολογίσθηκε σε 72,1% μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, 9,3%
μετά από χορήγηση από το στόμα και 3,2% μετά από εισπνοή. Η συνολική
ραδιενεργή ακτινοβολία που απεκκρίθηκε μέσω των κοπράνων ήταν 6,3%
μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, 88,5% μετά από χορήγηση από το στόμα
και 69,4% μετά από εισπνοή. Όσον αφορά στην απέκκριση της
σχετιζόμενης με το φάρμακο ραδιενεργής ακτινοβολίας μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση, η κύρια απέκκριση γίνεται μέσω των νεφρών. Ο
χρόνος ημίσειας ζωής με βάση τη συνολική ραδιενέργεια για το μητρικό
φάρμακο και τους μεταβολίτες του είναι 3,6 ώρες Οι κύριοι μεταβολίτες
μέσω των ουροφόρων οδών συνδέονται ελάχιστα στο μουσκαρινικό
υποδοχέα και πρέπει να θεωρηθούν ως αναποτελεσματικοί.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τοπική και συστηματική ανοχή του βρωμιούχου ιπρατροπίου έχει μελετηθεί
εκτενώς σε ποικίλα είδη ζώων με τη χρήση διαφόρων οδών χορήγησης.
Η οξεία τοξικότητα από εισπνοή από του στόματος και από ενδοφλέβια
χορήγηση έχει εκτιμηθεί σε διάφορα είδη τρωκτικών και μη τρωκτικών.
Όταν χορηγείται με εισπνοή, η ελάχιστη θανατηφόρος δόση σε αρσενικό
ινδικό χοιρίδιο ήταν 199 mg/kg. Σε επίμυες, δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι με
δόσεις μέχρι των υψηλοτέρων τεχνικά εφικτών δόσεων (δηλ. 0,05 mg/kg
μετά από 4 ώρες χορήγησης ή 160 εισπνοές του βρωμιούχου ιπρατροπίου
0,02 mg/εισπνοή).
Η από του στόματος LD
50
ήταν για το ποντίκι, τον αρουραίο και τον
κόνικλο 1.585, 1.925 και 1.920 mg/kg, αντίστοιχα. Η ενδοφλέβια LD
50
για το
ποντίκι, αρουραίο και σκύλο ήταν, αντίστοιχα, 13,6, 15,8 και περίπου 18,2
mg/kg. Στα κλινικά συμπτώματα συμπεριλήφθησαν μυδρίαση, ξηρότητα
στοματικού βλεννογόνου, δύσπνοια, τρόμο, σπασμούς και/ή ταχυκαρδία.
Επαναλαμβανόμενες μελέτες τοξικότητας έχουν γίνει σε επίμυες, κουνέλια,
σκύλους και πιθήκους Rhesus.
Σε μελέτες εισπνοής με διάρκεια ως 6 μηνών σε επίμυες, σκύλους και
πιθήκους Rhesus το επίπεδο της μη παρατήρησης ανεπιθύμητων ενεργειών
(NOAEL) ήταν 0,38 mg/kg/ημέρα, 0,18 mg/kg/ημέρα και 0,8 mg/kg/ημέρα,
αντίστοιχα. Ξηρότητα στοματικού βλεννογόνου και ταχυκαρδία
σημειώθηκαν στα σκυλιά. Δεν παρατηρήθηκαν βλάβες σχετιζόμενες με την
ουσία μετά από ιστοπαθολογική μελέτη στο βρογχοπνευμονικό παρέγχυμα ή
σε άλλο όργανο. Στους επίμυες, το NOAEL μετά από 18 μήνες χορήγησης
από το στόμα ήταν 0,5 mg/kg/ημέρα.