Μετά την από του στόματος χορήγηση, < 10% της δόσης φτάνει στη
συστηματική κυκλοφορία, λόγω ατελούς απορρόφησης και εκτεταμένου προ-
συστηματικού μεταβολισμού (φαινόμενο πρώτης διόδου). Οι μέγιστες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα γενικά παρατηρούνται 2 ως 4 ώρες μετά τη
χορήγηση. Η χορήγηση της δόσης μαζί με ένα γεύμα πλούσιο σε λιπαρά οδηγεί
σε μέτρια αύξηση τη βιοδιαθεσιμότητας της μεβενδαζόλης.
Κατανομή
Η σύνδεση της μεβενδαζόλης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 90 έως
95%. Ο όγκος κατανομής είναι 1 έως 2 L/kg, πράγμα που υποδεικνύει ότι η
μεβενδαζόλη εισχωρεί σε περιοχές πέραν του αγγειακού χώρου. Αυτό
υποστηρίζεται από δεδομένα σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με
μεβενδαζόλη σε χρόνια βάση (π.χ. 40 mg/kg/ημέρα για 3-21 μήνες), τα οποία
δείχνουν επίπεδα του φαρμάκου σε ιστούς.
Μεταβολισμός
Η από του στόματος χορηγούμενη μεβενδαζόλη μεταβολίζεται εκτεταμένα
κυρίως από το ήπαρ. Οι συγκεντρώσεις των βασικών μεταβολιτών της (αμινο-
και υδροξυλιωμένες αμινο-μορφές της μεβενδαζόλης) στο πλάσμα είναι
σημαντικά υψηλότερες από εκείνες της μεβενδαζόλης. Η μειωμένη ηπατική
λειτουργία, ο μειωμένος μεταβολισμός ή η μειωμένη χολική απέκκριση μπορεί
να οδηγήσουν σε υψηλότερα επίπεδα μεβενδαζόλης στο πλάσμα.
Αποβολή
Η μεβενδαζόλη, οι συζευγμένες μορφές της μεβενδαζόλης και οι μεταβολίτες
της πιθανώς υπόκεινται σε κάποιο βαθμό εντεροηπατικής ανακυκλοφορίας και
απεκκρίνονται στα ούρα και τη χολή. Ο φαινόμενος χρόνος ημιζωής για την
απέκκριση μετά από εφάπαξ από του στόματος δόση κυμαίνεται από 3 έως 6
ώρες στους περισσότερους ασθενείς.
Φαρμακοκινητική σταθερής κατάστασης
Κατά τη διάρκεια χρόνιας χορήγησης (π.χ. 40 mg/kg/ημέρα για 3-21 μήνες), οι
συγκεντρώσεις της μεβενδαζόλης και των κύριων μεταβολιτών της στο πλάσμα
αυξάνουν, καταλήγοντας σε περίπου τριπλάσια έκθεση στη σταθερή κατάσταση
σε σύγκριση με την εφάπαξ δόση.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οι αξιολογήσεις για την τοξικότητα μετά από εφάπαξ δόση σε διάφορα είδη
αποκάλυψαν ότι η μεβενδαζόλη ήταν καλά ανεκτή και έχει μεγάλο περιθώριο
ασφάλειας. Τα αποτελέσματα χρόνιας τοξικότητας με από του στόματος
επαναλαμβανόμενες δόσεις σε αρουραίους, με τοξικά επίπεδα δόσης της
τάξεως των 40 mg/kg και άνω, κατέδειξαν μεταβολή του ηπατικού βάρους με
κάποια κεντρολοβιώδη οιδήματα και σχηματισμό ηπατοκυτταρικών
κενοτοπίων, και μεταβολή του βάρους των όρχεων με κάποια εκφύλιση των
σωληναρίων, απολέπιση και σημαντική αναστολή της σπερματογενετικής
δραστηριότητας. Δεν παρατηρήθηκαν καρκινογενετικές επιδράσεις σε
ποντικούς ή αρουραίους. Δεν καταδείχθηκε μεταλλαξιογόνος δράση σε in
vitro
μελέτες γονοτοξικότητας. Δοκιμασίες in vivo δεν αποκάλυψαν καταστροφική
δράση στη δομή των χρωμοσωμάτων. Τα αποτελέσματα μικροπυρηνικών
ελέγχων έχουν δείξει ανευπλοειδογόνες επιδράσεις σε σωματικά κύτταρα
θηλαστικών πάνω από ένα όριο της συγκέντρωσης στο πλάσμα της τάξης των
115 ng/mL. Σε δόσεις τοξικές για τις μητέρες, έχει καταδειχθεί εμβρυοτοξική
και τερατογενετική επίδραση σε εγκύους αρουραίους με εφάπαξ δόση 10 mg/kg
και άνω. Τερατογενετικές και εμβρυοτοξικές επιδράσεις έχουν επίσης
7