ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
BRIKLIN
®
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Φιαλίδια των 2 ml που περιέχουν θειϊκή αμικασίνη που αντιστοιχεί σε
250 ή 500 mg δραστικής αμικασίνης και φιαλίδια των 4 ml που
αντιστοιχούν σε 1000 mg δραστικής αμικασίνης.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Ενδείκνυται για τη βραχυχρόνια θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων που
οφείλονται σε ευαίσθητα στελέχη αρνητικών κατά Gram βακτηρίων
(συμπεριλαμβανομένων των Pseudomonas
sp
,
Escherichia
coli, ειδών Proteus
θετικών και αρνητικών στην ινδόλη, Providencia
sp, Klebsiella
sp, Enterobacter
sp
,
Serratia
sp και Acinetobacter
sp).
Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ενέσιμη αμικασίνη είναι
αποτελεσματική σε μικροβιαιμία και σηψαιμία (περιλαμβανομένης της
νεογνικής σηψαιμίας), σε σοβαρές λοιμώξεις της αναπνευστικής οδού,
των οστών και των αρθρώσεων, του κεντρικού νευρικού συστήματος
(περιλαμβανομένης της μηνιγγίτιδας), του δέρματος και των μαλακών
μορίων, σε ενδοκοιλιακές λοιμώξεις (περιλαμβανομένης της
περιτονίτιδας), σε εγκαύματα και μετεγχειρητικές λοιμώξεις
(περιλαμβανομένων των αγγειοχειρουργικών επεμβάσεων).
Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η αμικασίνη είναι επίσης
αποτελεσματική σε σοβαρές επιπεπλεγμένες και υποτροπιάζουσες
λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος που οφείλονται στους
ανωτέρω μικροοργανισμούς.
Οι αμινογλυκοσίδες περιλαμβανομένης της αμικασίνης δεν ενδείκνυνται
σε μη επιπεπλεγμένα, αρχικά επεισόδια λοιμώξεων του ουροποιητικού
συστήματος, εκτός εάν οι υπεύθυνοι μικροοργανισμοί δεν είναι
ευαίσθητοι σε αντιβιοτικά που έχουν δυνητικά μικρότερη τοξικότητα.
Όταν η αμικασίνη ενδείκνυται στη θεραπεία μη επιπεπλεγμένων
λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, μπορεί να συνταγογραφηθεί
μειωμένη δόση (βλέπε 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης).
1
Μικροβιολογικός έλεγχος πρέπει να διενεργείται για να ταυτοποιηθούν
οι υπεύθυνοι μικροοργανισμοί και η ευαισθησία τους στην αμικασίνη.
Η αμικασίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αρχική θεραπεία σε
λοιμώξεις που οφείλονται σε αρνητικούς κατά Gram μικροοργανισμούς
και η έναρξη της θεραπείας μπορεί να γίνει πριν από τη λήψη των
αποτελεσμάτων της δοκιμασίας ευαισθησίας
Κλινικές μελέτες έδειξαν ότι η αμικασίνη είναι αποτελεσματική σε
λοιμώξεις που οφείλονται σε ανθεκτικά στην γενταμικίνη ή/και στην
τομπραμυκίνη στελέχη αρνητικών κατά Gram μικροοργανισμών, ιδιαίτερα
των Proteus
rettgeri, Providencia
stuartii, Serratia
marcescens και Pseudomonas
aeruginosa. Η απόφαση για τη συνέχιση της θεραπείας με το φάρμακο θα
πρέπει να βασίζεται στα αποτελέσματα των δοκιμασιών ευαισθησίας, τη
σοβαρότητα της λοίμωξης και την ανταπόκριση του ασθενούς, καθώς
επίσης και τυχόν πρόσθετα σημαντικά στοιχεία που θα λάβει υπόψη του
ο θεράπων ιατρός.
Η αμικασίνη φαίνεται επίσης ότι είναι αποτελεσματική σε
σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις και μπορεί να θεωρηθεί σαν αρχική θεραπεία
υπό ορισμένες συνθήκες στην αντιμετώπιση γνωστών ή πιθανών
σταφυλοκοκκικών λοιμώξεων όπως: σοβαρές λοιμώξεις στις οποίες ο
υπεύθυνος μικροοργανισμός μπορεί να είναι είτε αρνητικό κατά Gram
βακτήριο ή σταφυλόκοκκος, λοιμώξεις που οφείλονται σε ευαίσθητα
στελέχη σταφυλοκόκκων σε ασθενείς αλλεργικούς σε άλλα
αντιμικροβιακά και μικτές λοιμώξεις οφειλόμενες σε σταφυλόκοκκο και
αρνητικό κατά Gram μικροοργανισμό.
Σε ορισμένες σοβαρές λοιμώξεις, όπως η νεογνική σηψαιμία, η
ταυτόχρονη θεραπεία με ένα φάρμακο τύπου πενικιλλίνης μπορεί να
είναι ενδεδειγμένη, διότι υπάρχει πιθανότητα να πρόκειται για λοιμώξεις
που οφείλονται σε θετικούς κατά Gram μικροοργανισμούς, όπως οι
στρεπτόκοκκοι και οι πνευμονιόκοκκοι.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες για την κατάλληλη
χρήση αντιμικροβιακών φαρμάκων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Το βάρος σώματος του ασθενούς πρέπει να λαμβάνεται πριν τη θεραπεία
για τον υπολογισμό της σωστής δοσολογίας. Το BRIKLIN μπορεί να δοθεί
ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια.
Η κατάσταση της νεφρικής λειτουργίας πρέπει να εκτιμάται με μέτρηση
της συγκέντρωσης της κρεατινίνης στον ορό ή με υπολογισμό του ρυθμού
κάθαρσης της ενδογενούς κρεατινίνης. Η μέτρηση της ουρίας αίματος
είναι πολύ λιγότερο αξιόπιστη για το σκοπό αυτό. Πρέπει να γίνεται
περιοδική επαναξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας κατά τη διάρκεια
της θεραπείας.
Οποτεδήποτε είναι δυνατόν, πρέπει να γίνονται μετρήσεις των
συγκεντρώσεων της αμικασίνης στον ορό για την εξασφάλιση επαρκών,
αλλά όχι υπέρμετρων συγκεντρώσεων. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας
2
είναι επιθυμητή η κατά διαστήματα μέτρηση τόσο των μέγιστων όσο και
των ελάχιστων συγκεντρώσεων. Μέγιστες συγκεντρώσεις (30-90 λεπτά
μετά την ένεση) άνω των 35 mcg/ml και ελάχιστες συγκεντρώσεις
(αμέσως πριν την επόμενη δόση) άνω των 10 mcg/ml να αποφεύγονται.
Η δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται όπως ενδείκνυται. Σε ασθενείς με
φυσιολογική νεφρική λειτουργία μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εφάπαξ
ημερησίως χορήγηση. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις σε αυτές τις
περιπτώσεις μπορεί να υπερβαίνουν τα 35 mcg/ml (βλέπε Εφάπαξ
ημερησίως χορήγηση και Διαταραχή της Νεφρικής Λειτουργίας
παρακάτω).
Ενήλικες και παιδιά άνω των 12 ετών :
Η συνιστώμενη ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια δόση για ενήλικες και εφήβους
με φυσιολογική νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης 50ml/min)
είναι 15 mg/kg την ημέρα που μπορεί να χορηγηθεί ως μία εφάπαξ δόση
την ημέρα ή σε δύο ίσα μοιρασμένες δόσεις, δηλ. 7,5 mg/kg κάθε 12 ώρες.
Η συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να ξεπερνά το 1,5 g. Σε
ενδοκαρδίτιδα και ασθενείς με εμπύρετη ουδετεροπενία η δόση πρέπει να
χορηγείται δύο φορές την ημέρα, καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία
για την εφάπαξ χορήγηση ημερησίως.
Παιδιά ηλικίας 4 εβδομάδων έως 12 ετών:
Η συνιστώμενη ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια (αργή ενδοφλέβια έγχυση) δόση
σε παιδιά με φυσιολογική νεφρική λειτουργία είναι 15-20 mg/kg την
ημέρα που μπορεί να χορηγηθεί ως 15-20 mg/kg μία φορά την ημέρα ή ως
7,5 mg/kg κάθε 12 ώρες. Σε ενδοκαρδίτιδα και ασθενείς με εμπύρετη
ουδετεροπενία η δόση πρέπει να χορηγείται δύο φορές την ημέρα, καθώς
δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την εφάπαξ χορήγηση ημερησίως.
Νεογνά :
Μία αρχική δόση εφόδου 10 mg/kg ακολουθούμενη από 7,5 mg/kg κάθε 12
ώρες (βλ. παράγραφο 4.4 και 5.2).
Πρόωρα βρέφη :
Η συνιστώμενη δόση σε πρόωρα είναι 7,5 mg/kg κάθε 12 ώρες (βλ.
παράγραφο 4.4 και 5.2).
Ειδικές συστάσεις για ενδοφλέβια χορήγηση
Σε παιδιατρικούς ασθενείς, η ποσότητα των διαλυτών που
χρησιμοποιείται εξαρτάται από την ποσότητα της αμικασίνης που
γίνεται ανεκτή από τον ασθενή. Το διάλυμα πρέπει κανονικά να εγχύεται
μέσα σε χρονικό διάστημα 30 έως 60 λεπτών. Στα βρέφη η έγχυση πρέπει
να γίνεται σε διάστημα 1-2 ωρών.
Τα δεδομένα για την εφάπαξ ημερησίως χορήγηση σε ασθενείς με
προσβολή άλλων συστημάτων είναι περιορισμένα (βλέπε επίσης
παραπάνω σχετικά με τον έλεγχο των μέγιστων και ελάχιστων
συγκεντρώσεων της αμικασίνης στον ορό).
3
Όταν η αμικασίνη ενδείκνυται στις μη επιπεπλεγμένες ουρολοιμώξεις,
μπορεί να χορηγείται σε ολική ημερήσια δόση 500 mg είτε εφάπαξ είτε σε
δύο ίσα διαιρεμένες δόσεις (250 mg δύο φορές ημερησίως).
Η συνήθης διάρκεια της θεραπείας ανέρχεται σε 7 έως 10 ημέρες. Η
συνολική ημερήσια δόση με όλους τους τρόπους χορήγησης δεν πρέπει να
υπερβαίνει τα 20 mg/kg/ημέρα. Σε δυσίατες και επιπεπλεγμένες λοιμώξεις
στις οποίες αναμένεται θεραπεία πέραν των 10 ημερών, η χορήγηση της
αμικασίνης πρέπει να επανεκτιμηθεί και, εάν συνεχισθεί, θα πρέπει να
παρακολουθούνται η νεφρική, η ακουστική και η αιθουσαία λειτουργία
καθώς και τα επίπεδα της αμικασίνης στον ορό.
Στο συνιστώμενο δοσολογικό επίπεδο, οι μη επιπεπλεγμένες λοιμώξεις
που οφείλονται σε ευαίσθητους στην αμικασίνη μικροοργανισμούς
πρέπει να ανταποκριθούν σε 24 έως 48 ώρες. Εάν δεν παρατηρηθεί σαφής
κλινική ανταπόκριση μετά από 3 έως 5 ημέρες, η θεραπεία πρέπει να
σταματήσει και η ευαισθησία του παθογόνου μικροοργανισμού στο
αντιβιοτικό πρέπει να επανελεγχθεί. Αποτυχία ανταπόκρισης της
λοίμωξης μπορεί να οφείλεται σε αντοχή του μικροοργανισμού ή στην
παρουσία σηπτικών εστιών που απαιτούν χειρουργική παροχέτευση.
Κανονική δοσολογία σε παρατεταμένα μεσοδιαστήματα
Εάν δεν υπάρχουν δεδομένα για την κάθαρση της κρεατινίνης και η
κατάσταση του ασθενούς είναι σταθερή, το χρονικό διάστημα σε ώρες
για τη χορήγηση της κανονικής δόσης (δηλαδή αυτής που θα δινόταν σε
ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία σε σχήμα 7,5 mg/kg δύο
φορές την ημέρα) μπορεί να υπολογισθεί πολλαπλασιάζοντας την
κρεατινίνη ορού του ασθενούς επί εννέα. Για παράδειγμα, εάν η
συγκέντρωση της κρεατινίνης ορού είναι 2 mg/100 ml, η συνιστώμενη
εφάπαξ δόση (7,5 mg/kg) πρέπει να χορηγείται ανά 18 ώρες.
Διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σε ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας που
εμφανίζεται με κάθαρση κρεατινίνης < 50 ml/min, δεν είναι επιθυμητή η
χορήγηση της συνιστώμενης ολικής ημερήσιας δόσης της αμικασίνης
εφάπαξ ημερησίως γιατί αυτοί οι ασθενείς θα εκτεθούν παρατεταμένα σε
υψηλές ελάχιστες συγκεντρώσεις (trough concentrations). Βλέπε παρακάτω
για προσαρμογές της δοσολογίας σε ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής
λειτουργίας.
Σε ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας, στους οποίους
χορηγείται η συνήθης δόση σε δύο ή τρεις χορηγήσεις ημερησίως, πρέπει
να παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις της αμικασίνης στον ορό με τις
κατάλληλες μεθόδους προσδιορισμού. Οι δόσεις πρέπει να
προσαρμόζονται στους ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας
με τη χορήγηση των κανονικών δόσεων σε παρατεταμένα ενδιάμεσα
4
χρονικά διαστήματα ή με τη χορήγηση ελαττωμένων δόσεων σε σταθερά
χρονικά διαστήματα.
Οι δύο μέθοδοι βασίζονται στις τιμές κάθαρσης της κρεατινίνης ή της
κρεατινίνης ορού επειδή έχει βρεθεί ότι αυτές συσχετίζονται με το χρόνο
ημιζωής των αμινογλυκοσιδών στους ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας. Αυτά τα δοσολογικά σχήματα πρέπει να χρησιμοποιούνται
σε συνδυασμό με προσεκτική κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση
του ασθενούς και πρέπει να τροποποιούνται εάν είναι απαραίτητο,
περιλαμβανομένης της τροποποίησης όταν διενεργείται αιμοκάθαρση.
Ελαττωμένη δοσολογία σε σταθερά χρονικά διαστήματα
Όταν σε διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας είναι επιθυμητή η χορήγηση
αμικασίνης σε σταθερά χρονικά διαστήματα, η δόση πρέπει να μειωθεί.
Στους ασθενείς αυτούς, πρέπει να μετρώνται οι συγκεντρώσεις της
αμικασίνης στον ορό για να διασφαλιστεί η ακριβής χορήγηση και να
αποφευχθούν οι υπερβολικές συγκεντρώσεις στον ορό. Εάν δεν είναι
διαθέσιμες μέθοδοι προσδιορισμού στον ορό και η κατάσταση του
ασθενούς είναι σταθερή, οι τιμές κάθαρσης της κρεατινίνης ή της
κρεατινίνης ορού είναι οι άμεσα διαθέσιμοι δείκτες του βαθμού της
διαταραχής της νεφρικής λειτουργίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν
ως οδηγός της δοσολογίας.
Πρώτα, αρχίζει η θεραπεία με τη χορήγηση μιας κανονικής δόσης, 7,5
mg/kg σαν δόση εφόδου. Η δόση αυτή είναι η ίδια με τη φυσιολογικά
συνιστώμενη δόση που θα υπολογιζόταν για ασθενή με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία όπως περιγράφεται παραπάνω.
Για τον προσδιορισμό του μεγέθους των δόσεων συντήρησης που θα
χορηγούνται κάθε 12 ώρες, η δόση εφόδου πρέπει να μειωθεί ανάλογα με
το ρυθμό της ελάττωσης της κάθαρσης της κρεατινίνης του ασθενούς:
Δόση συντήρησης ανά 12ωρο =
Μετρηθείσα CrCL σε ml/min X υπολογισθείσα δόση εφόδου σε mg
Φυσιολογική CrCL σε ml/min
(CrCI= ρυθμός κάθαρσης κρεατινίνης)
Ένας εναλλακτικός οδηγός για τον προσδιορισμό της μειωμένης
δοσολογίας ανά 12ωρα χρονικά διαστήματα (για ασθενείς των οποίων οι
τιμές της κρεατινίνης ορού σε σταθερή κατάσταση είναι γνωστές) είναι η
διαίρεση της φυσιολογικά συνιστώμενης δόσης διά της κρεατινίνης ορού
του ασθενούς.
Τα παραπάνω δοσολογικά σχήματα δεν προορίζονται να αποτελέσουν
άκαμπτες συστάσεις, αλλά παρέχονται σαν οδηγοί για τη δοσολογία,
όταν η μέτρηση της στάθμης της αμικασίνης του ορού δεν είναι εφικτή.
5
Τρόπος χορήγησης
μ Ενδο υϊκή χορήγηση
Για τις περισσότερες λοιμώξεις προτιμάται η ενδομυϊκή οδός, οπότε
μέγιστα επίπεδα επιτυγχάνονται σε μία ώρα από τη χορήγηση. Σε
απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις ή σε ασθενείς στους οποίους δεν είναι
δυνατή η ενδομυϊκή χορήγηση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ενδοφλέβια
οδός.
Ενδοφλέβια χορήγηση
Στους ενήλικες και τους παιδιατρικούς ασθενείς μπορεί να χορηγηθεί
είτε ως έχει (2-3 λεπτά) είτε με βραδεία έγχυση μέσα σε χρονικό
διάστημα 30 έως 60 λεπτών. Στα βρέφη θα πρέπει να χορηγείται σε
εγχύσεις διάρκειας 1 έως 2 ωρών.
Η αμικασίνη δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα, αλλά μπορεί
να χορηγείται χωριστά σύμφωνα με τη συνιστώμενη δόση και την οδό
χορήγησης.
4.3 Αντενδείξεις
Η αμικασίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή αλλεργία στην
αμικασίνη ή σε οποιοδήποτε συστατικό του προϊόντος.
Ιστορικό υπερευαισθησίας ή σοβαρές τοξικές αντιδράσεις στις
αμινογλυκοσίδες μπορεί να αποτελούν αντένδειξη στη χρήση
οποιασδήποτε αμινογλυκοσίδης λόγω της γνωστής διασταυρούμενης
ευαισθησίας των ασθενών στα φάρμακα αυτής της κατηγορίας.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Πρέπει να δίδεται προσοχή σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική
ανεπάρκεια ή προϋπάρχουσα ακουστική ή αιθουσαία βλάβη. Οι ασθενείς
που υποβάλλονται σε παρεντερική θεραπεία με αμινογλυκοσίδες πρέπει
να βρίσκονται κάτω από στενή κλινική παρακολούθηση λόγω της
ενδεχόμενης ωτοτοξικότητας και νεφροτοξικότητας που συνοδεύει τη
χρήση τους. Η ασφάλεια για χρονικά διαστήματα θεραπείας μεγαλύτερα
των 14 ημερών δεν έχει τεκμηριωθεί.
Νευρο/Ωτοτοξικότητα
Νευροτοξικότητα, που εκδηλώνεται σαν αιθουσαία και/ή
αμφοτερόπλευρη ακουστική ωτοτοξική βλάβη μπορεί να εμφανισθεί σε
ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με αμινογλυκοσίδες. Ο
κίνδυνος εμφάνισης ωτοτοξικότητας από τις αμινογλυκοσίδες
είναι μεγαλύτερος στους ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας ή σε εκείνους σε παρατεταμένη θεραπεία για 5-7
ημέρες, ακόμη και σε υγιείς ασθενείς. Συνήθως εμφανίζεται πρώτα
κώφωση στις υψηλές συχνότητες που μπορεί να ανιχνευθεί μόνο με
ακοομετρική δοκιμασία. Ίλιγγος μπορεί να παρατηρηθεί και να αποτελεί
6
ένδειξη αιθουσαίας βλάβης. Άλλες εκδηλώσεις νευροτοξικότητας μπορεί
να είναι αιμωδία, μυρμηκιάσεις, μυϊκές συσπάσεις και σπασμοί. Οι
ασθενείς που αναπτύσσουν κοχλιακή ή αιθουσαία βλάβη μπορεί να μην
εμφανίζουν κατά τη διάρκεια της θεραπείας συμπτώματα που να τους
προειδοποιούν για την ανάπτυξη τοξικότητας από την συζυγία,
καθολική ή μερική μη αναστρέψιμη αμφοτερόπλευρη κώφωση ή έντονος
ίλιγγος μπορεί να παρατηρηθούν μετά τη διακοπή του αντιβιοτικού. Η
ωτοτοξικότητα από τις αμινογλυκοσίδες είναι συνήθως μη αναστρέψιμη.
Νευρομυϊκή τοξικότητα
Νευρομυϊκός αποκλεισμός και αναπνευστική παράλυση αναφέρθηκαν
μετά την παρεντερική χορήγηση, την τοπική ενστάλλαξη (όπως σε
ορθοπεδικές και κοιλιακές πλύσεις ή κατά την τοπική θεραπεία του
εμπυήματος) και κατόπιν λήψης αμινογλυκοσιδών από το στόμα. Η
πιθανότητα αναπνευστικής παράλυσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, εάν
οι αμινογλυκοσίδες χορηγούνται από οποιαδήποτε οδό, ειδικότερα σε
ασθενείς που τους χορηγούνται αναισθητικά, φάρμακα που προκαλούν
νευρομυϊκό αποκλεισμό (βλέπε παράγραφο 4.5). Εάν παρατηρηθεί
νευρομυϊκός αποκλεισμός, τα άλατα του ασβεστίου μπορούν να
αναστρέψουν την αναπνευστική παράλυση, αλλά μπορεί να απαιτηθεί
μηχανική αναπνευστική υποστήριξη.
Νευρομυϊκός αποκλεισμός και μυϊκή παράλυση έχουν εκδηλωθεί σε
πειραματόζωα στα οποία χορηγήθηκαν υψηλές δόσεις αμικασίνης. Οι
αμινογλυκοσίδες πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με
μυϊκές διαταραχές, όπως βαρεία μυασθένεια ή παρκινσονισμό, εφόσον τα
φάρμακα αυτά μπορούν να επιδεινώσουν τη μυϊκή αδυναμία λόγω της
ενδεχόμενης δράσης τύπου κουραρίου που ασκούν στη νευρομυϊκή
σύναψη.
Νεφροτοξικότητα
Οι αμινογλυκοσίδες είναι δυνητικά νεφροτοξικές. Η νεφροτοξικότητα
είναι ανεξάρτητη από τη μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (C
max
). Ο
κίνδυνος εμφάνισης νεφροτοξικότητας είναι μεγαλύτερος σε
ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, σε εκείνους
που λαμβάνουν υψηλές δόσεις ή σε εκείνους στους οποίους
παρατείνεται η θεραπεία.
Οι ασθενείς πρέπει να ενυδατώνονται καλά κατά τη διάρκεια της
θεραπείας και η νεφρική λειτουργία να αξιολογείται με τις συνήθεις
μεθόδους πριν την έναρξη της θεραπείας και καθημερινά κατά τη
διάρκεια της θεραπείας. Απαιτείται μείωση της δοσολογίας εάν
εμφανισθούν στοιχεία νεφρικής δυσλειτουργίας όπως η παρουσία στα
ούρα κυλίνδρων, λευκο- ή ερυθροκυττάρων, λευκωματουρία, ελαττωμένη
κάθαρση κρεατινίνης, ελάττωση του ειδικού βάρους των ούρων,
αυξημένο άζωτο ουρίας αίματος (BUN) ή αυξημένη κρεατινίνη ορού ή
ολιγουρία. Εάν αυξηθεί η αζωθαιμία ή εμφανισθεί προοδευτική μείωση
της διούρησης, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί.
7
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να εμφανίζουν έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας η οποία δεν είναι εμφανής στους ελέγχους ρουτίνας όπως
άζωτο ουρίας αίματος (BUN) ή κρεατινίνη ορού. Ο προσδιορισμός της
κάθαρσης κρεατινίνης μπορεί να είναι πιο χρήσιμος. Είναι ιδιαίτερα
σημαντική η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας σε ηλικιωμένους
ασθενείς κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αμινογλυκοσίδες.
Η λειτουργία των νεφρών και της 8ης εγκεφαλικής συζυγίας πρέπει να
παρακολουθούνται στενά, ιδιαίτερα σε ασθενείς με έκπτωση ή με υποψία
έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας κατά την αρχή της θεραπείας, καθώς
και στους ασθενείς στους οποίους η νεφρική λειτουργία είναι αρχικά
φυσιολογική αλλά αναπτύσσουν σημεία νεφρικής δυσλειτουργίας κατά
τη διάρκεια της θεραπείας. Οι συγκεντρώσεις της αμικασίνης στον ορό
πρέπει, όταν είναι εφικτό να παρακολουθούνται, για να εξασφαλίζονται
επαρκείς στάθμες και να αποφεύγονται στάθμες που είναι δυνατόν να
προκαλέσουν τοξικότητα. Τα ούρα πρέπει να εξετάζονται για ελάττωση
του ειδικού βάρους, αύξηση της αποβολής λευκώματος και την παρουσία
επιθηλίων ή κυλίνδρων. Το άζωτο ουρίας αίματος, η κρεατινίνη ορού ή η
κάθαρση της κρεατινίνης πρέπει να μετρούνται περιοδικά. Διαδοχικά
ακοογράμματα πρέπει να γίνονται, όπου είναι εφικτό, σε ασθενείς που
είναι σε ηλικία που μπορούν να εξετάζονται, ιδιαίτερα στους ασθενείς
υψηλού κινδύνου. Ένδειξη ωτοτοξικότητας (ζάλη, ίλιγγος, εμβοές και
απώλεια ακοής) ή νεφροτοξικότητας απαιτεί διακοπή του αντιβιοτικού ή
προσαρμογή της δοσολογίας.
Ταυτόχρονη και/ή διαδοχική συστηματική, από το στόμα ή τοπική χρήση
άλλων νευροτοξικών ή νεφροτοξικών προϊόντων πρέπει να αποφεύγεται.
Άλλοι παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο τοξικότητας
είναι η προχωρημένη ηλικία και η αφυδάτωση.
H πρόσμιξη αμινογλυκοσιδών με β-λακταμικά αντιβιοτικά (πενικιλλίνες
ή κεφαλοσπορίνες)
in vitro
μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αμοιβαία
αδρανοποίηση. Ελάττωση της δραστικότητας στον ορό μπορεί επίσης να
παρατηρηθεί, όταν μία αμινογλυκοσίδη ή ένα αντιβιοτικό τύπου
πενικιλλίνης χορηγείται
in vivo
από χωριστή οδό. Η αδρανοποίηση των
αμινογλυκοσιδών έχει κλινική σημασία μόνο σε ασθενείς με βαριά
ανεπάρκεια της νεφρικής λειτουργίας. Η αδρανοποίηση μπορεί να
συνεχισθεί και στα δείγματα σωματικών υγρών που ελήφθησαν για
προσδιορισμούς, με αποτέλεσμα τις ανακριβείς μετρήσεις των
αμινογλυκοσιδών. Πρέπει να γίνεται κατάλληλος χειρισμός των
δειγμάτων (άμεση εξέταση, κατάψυξη ή επίδραση β-λακταμάσης).
Αλλεργικές αντιδράσεις Το BRIKLIN περιέχει διθειώδες νάτριο, ένα
θειώδες που μπορεί να προκαλέσει σε ορισμένα ευαίσθητα άτομα
αντιδράσεις αλλεργικού τύπου, όπως αναφυλακτικά συμπτώματα και
απειλητικά για τη ζωή ή λιγότερο βαρέα ασθματικά επεισόδια. Η
ευαισθησία στα θειώδη στο γενικό πληθυσμό είναι ασυνήθης ενώ η
συνολική συχνότητα εμφάνισης της είναι, πιθανώς, χαμηλή. Η
8
ευαισθησία στα θειώδη παρατηρείται συχνότερα σε ασθματικά παρά σε
μη ασθματικά άτομα.
Άλλες
Ο αμινογλυκοσίδες απορροφώνται ταχέως και σχεδόν πλήρως κατά την
τοπική εφαρμογή, εκτός από την ουροδόχο κύστη, σε συνδυασμό με
χειρουργικές μεθόδους. Μη αναστρέψιμη κώφωση, νεφρική ανεπάρκεια
και θάνατος από νευρομυϊκό αποκλεισμό αναφέρθηκαν μετά από πλύση
τόσο μικρών όσο και μεγάλων χειρουργικών πεδίων με ένα σκεύασμα
αμινογλυκοσίδης.
Όπως και με άλλα αντιβιοτικά, η χρήση της αμικασίνης μπορεί να
οδηγήσει σε υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων μικροοργανισμών. Στην
περίπτωση αυτή, πρέπει να ξεκινήσει η κατάλληλη αγωγή.
Οι αμινογλυκοσίδες πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε πρόωρα
και σε νεογέννητα βρέφη λόγω της ανωριμότητας του νεφρού των
ασθενών αυτών και της κατά συνέπεια παράτασης του χρόνου ημιζωής
αυτών των φαρμάκων στον ορό.
Έμφρακτο της ωχράς κηλίδας που οδηγεί μερικές φορές σε μόνιμη
απώλεια της όρασης έχει αναφερθεί μετά από ενδοϋαλοειδική χορήγηση
αμικασίνης.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Ταυτόχρονη ή διαδοχική συστηματική ή τοπική χρήση άλλων
νευροτοξικών ωτοτοξικών ή νεφροτοξικών φαρμάκων, ιδιαίτερα
βακιτρακίνης, σισπλατίνης, αμφοτερικίνης Β, κυκλοσπορίνης,
τακρόλιμους, κεφαλοριδίνης, παρομομυκίνης, βιομυκίνης, πολυμυξίνης
Β, κολιστίνης, βανκομυκίνης ή άλλων αμινογλυκοσιδών πρέπει να
αποφεύγεται λόγω του ενδεχομένου αθροιστικών δράσεων. Έχει
αναφερθεί αυξημένη νεφροτοξικότητα μετά από ταυτόχρονη παρεντερική
χορήγηση αμινογλυκοσιδών και κεφαλοσπορινών. Η ταυτόχρονη χρήση
κεφαλοσπορίνης μπορεί να δώσει ψευδώς αυξημένες τιμές της
κρεατινίνης ορού.
Η ταυτόχρονη χρήση της ενέσιμης αμικασίνης με ισχυρά διουρητικά
(αιθακρυνικό οξύ ή φουροσεμίδη) πρέπει να αποφεύγεται, εφόσον τα
διουρητικά τα ίδια μπορούν να αποτελούν αιτία ωτοτοξικότητας.
Επιπλέον, τα διουρητικά όταν χορηγούνται ενδοφλεβίως, μπορεί να
επιτείνουν την τοξική δράση των αμινογλυκοσιδών μεταβάλλοντας τις
συγκεντρώσεις του αντιβιοτικού στον ορό και στους ιστούς.
Μείωση της δραστικότητας στον ορό μπορεί επίσης να εμφανιστεί όταν
μία αμινογλυκοσίδη ή φάρμακο τύπου πενικιλλίνης χορηγούνται in
vivo
από διαφορετικές οδούς.
9
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υπασβεστιαιμίας όταν οι αμινογλυκοσίδες
χορηγούνται με διφωσφονικά.
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος νεφροτοξικότητας και πιθανώς
ωτοτοξικότητας όταν οι αμινογλυκοσίδες χορηγούνται με παράγωγα
πλατίνης.
Η ταυτόχρονα χορηγούμενη θειαμίνη (βιταμίνη Β1) μπορεί να
καταστραφεί από το δραστικό διθειώδες νάτριο που υπάρχει στη σύνθεση
του προϊόντος.
Η ινδομεθακίνη μπορεί να αυξήσει τη συγκέντρωση της αμικασίνης στο
πλάσμα στα νεογνά.
Yπάρχει κίνδυνος αναπνευστικής παράλυσης σε ασθενείς που λαμβάνουν
αναισθητικά, φάρμακα που προκαλούν νευρομυϊκό αποκλεισμό όπως
σουκκινυλοχολίνη, δεκαμεθόνιο, ατρακούριο, ροκουρόνιο, βεκουρόνιο ή
σε ασθενείς που τους χορηγούνται μαζικές μεταγγίσεις αίματος με
κιτρικά σαν αντιπηκτικά.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Η αμικασίνη πρέπει να χορηγείται σε έγκυες γυναίκες και νεογέννητα
βρέφη μόνο όταν είναι σαφώς απαραίτητο και υπό ιατρική
παρακολούθηση (βλ. παράγραφο 4.4).
Είναι περιορισμένα τα δεδομένα από τη χρήση αμινογλυκοσιδών κατά
την κύηση. Οι αμινογλυκοσίδες μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στο
έμβρυο. Οι αμινογλυκοσίδες διέρχονται τον πλακούντα και υπάρχουν
αναφορές ολικής μη αναστρέψιμης, αμφοτερόπλευρης συγγενούς
κώφωσης σε παιδιά των οποίων οι μητέρες έλαβαν στρεπτομυκίνη κατά
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μολονότι δεν αναφέρθηκαν ανεπιθύμητες
ενέργειες στα βρέφη ή τα νεογέννητα κατά τη θεραπεία εγκύων γυναικών
με άλλες αμινογλυκοσίδες, κίνδυνος βλάβης υφίσταται. Εάν η αμικασίνη
χρησιμοποιηθεί κατά την εγκυμοσύνη ή εάν η ασθενής μείνει έγκυος ενώ
της χορηγείται το φάρμακο αυτό, η ασθενής πρέπει να ενημερωθεί για
τους πιθανούς κινδύνους για το έμβρυο.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό, εάν η αμικασίνη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα.
Πρέπει να αποφασιστεί εάν θα διακοπεί ο θηλασμός ή θα διακοπεί η
θεραπεία.
Γονιμότητα
Σε μελέτες τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή που έγιναν σε ποντικούς
και αρουραίους δεν αναφέρθηκαν επιδράσεις στη γονιμότητα ή εμβρυϊκή
τοξικότητα.
10
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Δεν έχουν διενεργηθεί μελέτες για την επίδραση στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Λόγω της εμφάνισης κάποιων
ανεπιθύμητων ενεργειών (βλέπε παράγραφο 4.8) η ικανότητα οδήγησης
και χειρισμού μηχανών μπορεί να επηρεαστεί.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Όλες οι αμινογλυκοσίδες έχουν τη δυνατότητα πρόκλησης
ωτοτοξικότητας, νεφροτοξικότητας και εκδηλώσεων νευρομυϊκού
αποκλεισμού. Οι τοξικές αυτές δράσεις εμφανίζονται πιο συχνά σε
ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, ασθενείς που λαμβάνουν
άλλα ωτοτοξικά ή νεφροτοξικά φάρμακα και ασθενείς στους οποίους
παρατείνεται η θεραπεία/και ή λαμβάνουν υψηλότερες δόσεις από τις
συνιστώμενες (βλέπε παράγραφο 4.4).
μ Ο κατάλογος παρατίθεται ανά οργανικό σύστη α κατά MedDRA ορολογία
, μ και κατά συχνότητα χρησι οποιώντας τις ακόλουθες κατηγορίες
: ( 1/10), ( 1/100, <1/10), ( 1/1000,συχνότητας πολύ συχνές συχνές όχι συχνές
<1/100), ( 1/10000, <1/1000), (<1/10000) μ σπάνιες πολύ σπάνιες και η γνωστές
( μ μ μ μ μ ).δεν πορούν να εκτι ηθούν ε βάση τα διαθέσι α δεδο ένα
μΟργανικό σύστη α Συχνότητ
α
Όρος κατά MedDRA
μ Λοι ώξεις και
παρασιτώσεις
Όχι συχνές μ μ μ Επιλοι ώξεις ή αποικισ ός ε
ανθεκτικά βακτήρια ή
μ μζυ ο ύκητες
a
Δ ιαταραχές του
μ αι οποιητικού και του
μ μλε φικού συστή ατος
Σπάνιες μ , Αναι ία ηωσινοφιλία
Δ ιαταραχές του
ανοσοποιητικού
μσυστή ατος
Μη
γνωστές
Αναφυλακτική απάντηση
( , αναφυλακτική αντίδραση
αναφυλακτική καταπληξία και
), αναφυλακτοειδής αντίδραση
υπερευαισθησία
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Σπάνιες μ μΥπο αγνησιαι ία
Δ ιαταραχές του
μνευρικού συστή ατος
Μη
γνωστές
Παράλυση
a
Σπάνιες μΤρό ος
a
, παραισθησία
a
,
, κεφαλαλγία διαταραχή της
ισορροπίας
a
μ Οφθαλ ικές διαταραχές Σπάνιες Τύφλωση
b
, μ έ φρακτο του
μα φιβληστροειδούς
b
Δ ιαταραχές του ωτός Σπάνιες μΕ βοές
a
, υποακοΐα
a
11
και του λαβυρίνθου
Μη
γνωστές
Κώφωση
a
, νευροαισθητήρια
κώφωση
a
Αγγειακές διαταραχές
Σπάνιες Υπόταση
Δ ιαταραχές του
αναπνευστικού
μ , συστή ατος του
θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Μη
γνωστές
, μΆπνοια βρογχόσπασ ος
Δ ιαταραχές του
γαστρεντερικού
Όχι συχνές , μΝαυτία έ ετος
Δ ιαταραχές του
μ δέρ ατος και του
υποδόριου ιστού
Όχι συχνές μΕξάνθη α
Σπάνιες μ , Κνησ ός κνίδωση
Δ ιαταραχές του
μ υοσκελετικού
μ συστή ατος και του
συνδετικού ιστού
Σπάνιες , μ Αρθραλγία υϊκές συσπάσεις
a
Δ ιαταραχές των νεφρών
και των ουροφόρων
οδών
Μη
γνωστές
, Οξεία νεφρική ανεπάρκεια τοξική
, νεφροπάθεια επιθήλια στα ούρα
a
Σπάνιες Ολιγουρία
a
, αύξηση της
κρεατινίνης ορού
a
,
λευκωματουρία
a
, μαζωθαι ία
a
,
ερυθροκύτταρα στα ούρα
a
,
λευκοκύτταρα στα ούρα
a
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Σπάνιες Πυρεξία
a
4.4Βλέπε παράγραφο
b
μ Η α ικασίνη δεν προορίζεται για ενδοϋαλοειδική χρήση. Τύφλωση και
μ μ έ φρακτο του α φιβληστροειδούς έχουν αναφερθεί μετά από
ενδοϋαλοειδική χορήγηση (ένεση στο μάτι) αμικασίνης.
Οι μεταβολές της νεφρικής λειτουργίας είναι συνήθως αναστρέψιμες με
τη διακοπή του φαρμάκου.
Η τοξική δράση στην 8
η
εγκεφαλική συζυγία μπορεί να οδηγήσει σε
απώλεια της ακοής, απώλεια της ισορροπίας ή και στα δύο. Η αμικασίνη
επηρεάζει κυρίως την ακουστική λειτουργία. Η κοχλιακή βλάβη
περιλαμβάνει κώφωση στις υψηλές συχνότητες και συνήθως εμφανίζεται
πριν ανιχνευθεί κλινικά η απώλεια της ακοής με ακοομετρική δοκιμασία
(βλέπε παράγραφο 4.4).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν
12
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό
Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284 GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ:
+ 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585,
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας υπάρχει γενικός κίνδυνος νεφρο-, ωτο- και
νευροτοξικών (νευρομυϊκός αποκλεισμός) αντιδράσεων. Ο νευρομυϊκός
αποκλεισμός με αναπνευστική ανακοπή απαιτεί κατάλληλη
αντιμετώπιση όπως εφαρμογή ιοντικού ασβεστίου (π.χ. ως γλυκονικό ή
λακτοβιονικό σε διάλυμα 10-20%) (βλέπε παράγραφο 4.4).
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας ή τοξικής αντίδρασης, η περιτοναϊκή
κάθαρση ή η αιμοκάθαρση θα υποβοηθήσουν στην απομάκρυνση της
αμικασίνης από το αίμα. Οι στάθμες της αμικασίνης ελαττώνονται
επίσης κατά τη συνεχή αρτηριοφλεβική αιμοδιήθηση. Στα νεογέννητα
βρέφη μπορεί επίσης να γίνει αφαιμαξομετάγγιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Μικροβιολογία
Η αμικασίνη δρα in
vitro εναντίον των παρακάτω βακτηρίων:
Gram -αρνητικά βακτήρια: Pseudomonas
sp
,
Escherichia
coli
,
Proteus
sp (θετικοί
και αρνητικοί στην ινδόλη), Providencia
sp
,
Klebsiella
sp
,
Enterobacter
sp
,
Serratia
sp
,
Acinetobacter
sp
και Citrobacter
freundii.
Στελέχη των παραπάνω μικροοργανισμών ανθεκτικά σε άλλες
αμινογλυκοσίδες όπως στη γενταμικίνη, τομπραμυκίνη και καναμυκίνη,
μπορεί να είναι ευαίσθητα in
vitro
στην αμικασίνη. Η αμικασίνη
ανθίσταται στην αποδόμηση από τα περισσότερα ένζυμα που
αδρανοποιούν τις αμινογλυκοσίδες και ως γνωστόν επηρεάζουν τη
γενταμικίνη, τομπραμυκίνη και καναμυκίνη.
In
vitro μελέτες έδειξαν ότι η αμικασίνη σε συνδυασμό με ένα β-λακταμικό
αντιβιοτικό δρα συνεργικά εναντίον πολλών, κλινικά σημαντικών, Gram-
αρνητικών μικροοργανισμών. Επίμονη καταστολή της βακτηριακής
ανάπτυξης πολλών Gram -αρνητικών μικροοργανισμών εμφανίζεται μετά
την in
vitro έκθεση στην αμικασίνη.
Gram -θετικά βακτήρια: Staphylococcus sp που παράγει και που δεν παράγει
πενικιλλινάση, περιλαμβανομένων στελεχών ανθεκτικών στη
μεθικιλλίνη. O ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη Staphylococcus
aureus (MRSA)
μπορεί να μην είναι πλήρως ευαίσθητος στην αμικασίνη. Οι
αμινογλυκοσίδες γενικά αποδείχθηκε ότι έχουν μικρή δραστικότητα
εναντίον άλλων Gram -θετικών μικροοργανισμών π.χ. Streptococcus
pyogenes,
εντεροκόκκων και Streptococcus pneumoniae.
13
Δοκιμασίες ευαισθησίας με δίσκο
Ποσοτικές μέθοδοι που απαιτούν μέτρηση των διαμέτρων ζώνης
παρέχουν ακριβείς εκτιμήσεις της ευαισθησίας στο αντιβιοτικό. Μια
τέτοια διαδικασία με δίσκους συνιστάται να χρησιμοποιηθεί για τον
έλεγχο της ευαισθησίας στην αμικασίνη. Η ερμηνεία περιλαμβάνει
συσχέτιση των διαμέτρων που λαμβάνονται στη δοκιμασία με το δίσκο
με τις MIC τιμές της αμικασίνης. Όταν ο υπεύθυνος μικροοργανισμός
ελέγχεται με την Kirby-Bauer μέθοδο του δίσκου ευαισθησίας, ένα δίσκος
30 mcg αμικασίνης πρέπει να δώσει ζώνη 17 mm ή μεγαλύτερη για να
δείξει ευαισθησία. Μεγέθη ζώνης 14 mm ή λιγότερο δείχνουν αντοχή.
Μεγέθη ζώνης 15 έως 16 mm δείχνουν μέτρια ευαισθησία. Με τη
διαδικασία αυτή, η αναφορά «ευαίσθητος» από το εργαστήριο
υποδεικνύει ότι ο παθογόνος μικροοργανισμός είναι πιθανόν να
ανταποκριθεί στη θεραπεία. Η αναφορά «ανθεκτικός» υποδεικνύει ότι ο
παθογόνος μικροοργανισμός δεν είναι πιθανόν να ανταποκριθεί στη
θεραπεία. Η αναφορά «μέτρια ευαίσθητος» υποδεικνύει ότι ο
μικροοργανισμός θα ήταν ευαίσθητος εάν η λοίμωξη περιοριζόταν στους
ιστούς και στα υγρά (π.χ. ούρα) στα οποία επιτυγχάνονται υψηλές
συγκεντρώσεις του αντιβιοτικού.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Γενικά:
Σε φυσιολογικά ενήλικα άτομα, ο μέσος χρόνος ημιζωής στον ορό
υπερβαίνει ελαφρά τις 2 ώρες με μέσο ολικό φαινομενικό όγκο
κατανομής 24 λίτρων, περίπου 28% του σωματικού βάρους. Η σύνδεση με
τις πρωτεΐνες του ορού κυμαίνεται από 0 έως 11%. Ο μέσος ρυθμός
κάθαρσης στον ορό είναι περίπου 100 ml/min και ο ρυθμός της νεφρικής
κάθαρσης είναι 94 ml/min σε άτομα με φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Η αμικασίνη απεκκρίνεται κυρίως με σπειραματική διήθηση. Ασθενείς με
ανεπαρκή νεφρική λειτουργία ή ελάττωση της σπειραματικής διήθησης
απεκκρίνουν το αντιβιοτικό πολύ βραδύτερα, παρατείνοντας το χρόνο
ημιζωής στον ορό. Επομένως, η νεφρική λειτουργία πρέπει να
παρακολουθείται προσεκτικά και η δοσολογία να προσαρμόζεται
ανάλογα (βλ. 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης, Διαταραχή της
νεφρικής λειτουργίας).
Μετά τη χορήγηση στις συνιστώμενες δόσεις, θεραπευτικές στάθμες
ανευρίσκονται στα οστά, την καρδιά, τη χοληδόχο κύστη και τον
πνευμονικό ιστό μαζί με σημαντικές συγκεντρώσεις στα ούρα, τη χολή,
τα πτύελα, τις βρογχικές εκκρίσεις, το διάμεσο, το πλευριτικό και το
αρθρικό υγρό.
Δεδομένα από κλινικές μελέτες πολλαπλών ημερησίων δόσεων
αποδεικνύουν ότι οι στάθμες στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό σε φυσιολογικά
βρέφη ανέρχονται περίπου στο 10 έως 20% των συγκεντρώσεων στον ορό
και μπορούν να φθάσουν το 50% επί φλεγμονής των μηνίγγων.
14
Ενδομυϊκή χορήγηση:
Η αμικασίνη μετά από ενδομυϊκή χορήγηση απορροφάται γρήγορα και
είναι καλά ανεκτή τοπικά. Σε υγιείς ενήλικες εθελοντές, μέσες μέγιστες
συγκεντρώσεις στον ορό περίπου 12, 16 και 21 mcg/ml λαμβάνονται μία
ώρα μετά από εφάπαξ ενδομυϊκή χορήγηση δόσεων 250 mg (3,7 mg/kg),
375 mg (5 mg/kg) και 500 mg (7,5 mg/kg), αντίστοιχα. Σε 10 ώρες, τα
επίπεδα στο πλάσμα είναι περίπου 0,3 mcg/ml, 1,2 mcg/ml και 2,1 mcg/ml,
αντίστοιχα. Όταν το φάρμακο χορηγείται στη συνιστώμενη δοσολογία,
δεν υπάρχει ένδειξη άθροισης με την επανάληψη των δόσεων επί 10
ημέρες.
Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία το 91,9% μιας
ενδομυϊκής δόσης απεκκρίνεται αναλλοίωτο με τα ούρα τις πρώτες 8
ώρες και το 98,2% μέσα σε 24 ώρες. Οι μέσες συγκεντρώσεις στα ούρα
για 6 ώρες είναι 563 mcg/ml μετά από χορήγηση δόσης 250 mg, 697 mcg/ml
μετά από χορήγηση δόσης 375 mg και 832 mcg/ml μετά από χορήγηση
δόσης 500 mg.
Ενδοφλέβια χορήγηση:
Εφάπαξ δόσεις 500 mg (7,5 mg/kg) που χορηγήθηκαν σε φυσιολογικούς
ενήλικες εθελοντές με έγχυση διάρκειας 30 λεπτών έδωσαν μέσες
μέγιστες συγκεντρώσεις ορού 38 mcg/ml στο τέλος της έγχυσης και
συγκεντρώσεις 24 mcg/ml, 18 mcg/ml και 0,75 mcg/ml στα 30 λεπτά, 1 ώρα
και 10 ώρες μετά την έγχυση, αντίστοιχα. Το 84% της δόσης που
χορηγήθηκε απεκκρίθηκε με τα ούρα σε 9 ώρες και το 94% σε 24 ώρες.
Επαναλαμβανόμενες εγχύσεις 7,5 mg/kg κάθε 12 ώρες σε φυσιολογικούς
ενήλικες ήταν καλά ανεκτές και δεν προκάλεσαν άθροιση του φαρμάκου.
Ενδοφλέβια χορήγηση εφάπαξ δόσεων 15 mg/kg σε διάστημα μεγαλύτερο
των 30 λεπτών σε ενήλικες εθελοντές με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία είχε ως αποτέλεσμα μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό
77 mcg/ml και επίπεδα 47 mcg/ml και 1 mcg/ml σε 1 και 12 ώρες,
αντίστοιχα, μετά την έγχυση. Παρατηρούνται μέσες μέγιστες
συγκεντρώσεις στον ορό της τάξης των 55 mcg/ml μετά από έγχυση 15
mg/kg σε διάστημα 30 λεπτών σε ηλικιωμένους ασθενείς (μέση κάθαρση
κρεατινίνης 64 ml/min) με συγκεντρώσεις στον ορό της τάξης των 5,4
mcg/ml σε 12 ώρες και 1,3 mcg/ml σε 24 ώρες μετά την έγχυση. Σε μελέτες
με πολλαπλές δόσεις, δεν παρατηρήθηκε άθροιση σε ασθενείς με
φυσιολογική νεφρική λειτουργία που έλαβαν δόσεις 15 έως 20 mg/kg μία
φορά την ημέρα.
Ενδομυϊκή και ενδοφλέβια χορήγηση:
Στα νεογέννητα και ιδιαίτερα στα πρόωρα, η νεφρική απέκκριση της
αμικασίνης είναι ελαττωμένη.
Σε μία μελέτη, νεογέννητα (ηλικίας 1-6 ημερών μετά τη γέννηση)
ομαδοποιήθηκαν ανάλογα με το βάρος κατά τη γέννηση (<2000, 2000-
3000 και >3000 g). Αμικασίνη χορηγήθηκε ενδομυϊκά και/ή ενδοφλέβια
σε δόση 7,5 mg/kg. H κάθαρση σε νεογέννητα >3000 g ήταν 0,84 ml/min/kg
και ο τελικός χρόνος ημιζωής ήταν περίπου 7 ώρες. Σε αυτήν την ομάδα,
ο αρχικός όγκος κατανομής και ο όγκος κατανομής σε σταθεροποιημένη
15
κατάσταση ήταν 0,3 ml/kg και 0,5 ml/kg, αντίστοιχα. Στις ομάδες με το
χαμηλότερο βάρος κατά τη γέννηση, η κάθαρση/kg ήταν χαμηλότερη και ο
χρόνος ημιζωής μεγαλύτερος. Επαναλαμβανόμενη χορήγηση ανά 12ωρο
σε όλες τις παραπάνω ομάδες δεν έδειξε άθροιση μετά από 5 ημέρες.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Καρκινογένεση, μεταλλαξιογόνος δράση, έκπτωση της
γονιμότητας
Δεν έχουν γίνει μακροχρόνιες μελέτες σε πειραματόζωα για την
εκτίμηση του ενδεχομένου καρκινογένεσης, και η μεταλλαξιογόνος
δράση δεν έχει μελετηθεί. Η αμικασίνη, μετά από χορήγηση σε
αρουραίους σε δόσεις μέχρι 10πλάσιες της ημερήσιας δόσης στον
άνθρωπο, δεν προκάλεσε διαταραχή της γονιμότητας στα άρρενα ή τα
θήλεα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Sodium Citrate Dihydrate, Sodium Bisulfite, Sulfuric Acid, Water.
6.2 Ασυμβατότητες
H πρόσμιξη αμινογλυκοσιδών με β-λακταμικά αντιβιοτικά (πενικιλλίνες
ή κεφαλοσπορίνες)
in vitro
μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αμοιβαία
αδρανοποίηση. Ελάττωση της δραστικότητας στον ορό μπορεί επίσης να
παρατηρηθεί, όταν μία αμινογλυκοσίδη ή ένα αντιβιοτικό τύπου
πενικιλλίνης χορηγείται
in vivo
από χωριστή οδό. Η αδρανοποίηση των
αμινογλυκοσιδών έχει κλινική σημασία μόνο σε ασθενείς με βαριά
ανεπάρκεια της νεφρικής λειτουργίας. Η αδρανοποίηση μπορεί να
συνεχισθεί και στα δείγματα σωματικών υγρών που ελήφθησαν για
προσδιορισμούς, με αποτέλεσμα τις ανακριβείς μετρήσεις των
αμινογλυκοσιδών. Πρέπει να γίνεται κατάλληλος χειρισμός των
δειγμάτων (άμεση εξέταση, κατάψυξη ή επίδραση β-λακταμάσης).
6.3 Διάρκεια ζωής
36 μήνες.
Το BRIKLIN που έχει διαλυθεί σε συγκεντρώσεις 0,25 και 5,0 mg/ml
διατηρείται σταθερό επί 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου, στα
παρακάτω διαλύματα:
5% Dextrose Injection
5% Dextrose και 0.2% Sodium Chloride Injection
5% Dextrose και 0.45% Sodium Chloride Injection
0.9% Sodium Chloride Injection
Lactated Ringer’s Injection
16
Normosol
®
M in 5% Dextrose Injection (ή Plasma-Lyte 56 Injection in 5% Dextrose in
Water)
Normosol
®
R in 5% Dextrose Injection (ή Plasma-Lyte 148 Injection in 5% Dextrose in
Water)
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσεται σε θερμοκρασία ≤ 25
ο
C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιαλίδια που περιέχουν στείρο, διαυγές, άχρωμο διάλυμα. Μερικές
φορές, το διάλυμα μπορεί να λάβει ελαφρά κίτρινη χροιά, χωρίς αυτό να
σημαίνει μείωση της ισχύος.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Τα προϊόντα για παρεντερική χρήση πρέπει να εξετάζονται οπτικά για
την ύπαρξη σωματιδίων και αποχρωματισμό πριν από τη χορήγηση, όποτε
το διάλυμα και ο περιέκτης το επιτρέπουν.
Οι αμινογλυκοσίδες που χορηγούνται με οποιοδήποτε τρόπο δεν πρέπει
να αναμειγνύονται με άλλα φάρμακα αλλά πρέπει να χορηγούνται
ξεχωριστά.
Λόγω της ενδεχόμενης τοξικής επίδρασης των αμινογλυκοσιδών,
οδηγίες για τη χορήγηση ‘σταθερών δόσεων’ που δεν υπολογίζονται στο
σωματικό βάρος, δεν συνιστώνται. Είναι απαραίτητος ο υπολογισμός της
δοσολογίας ώστε να αρμόζει στις ανάγκες κάθε ασθενούς.
Ενδοφλέβια χορήγηση:
Παρασκευή των διαλυμάτων
Το διάλυμα για ενδοφλέβια χρήση παρασκευάζεται με την προσθήκη της
επιθυμητής δόσης σε 100 ml ή 200 ml στείρου διαλύτη όπως διάλυμα
χλωριούχου νατρίου ή 5% δεξτρόζη σε νερό ή οποιοδήποτε άλλο συμβατό
διάλυμα.
Στους παιδιατρικούς ασθενείς, η ποσότητα του υγρού που θα
χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από την ποσότητα που θα γίνει ανεκτή από
τον ασθενή. Θα πρέπει να είναι μία ποσότητα επαρκής για την έγχυση
της αμικασίνης μέσα σε χρονικό διάστημα 30 έως 60 λεπτών.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. – Οδός Τατοΐου, 146 71 Νέα Ερυθραία, Tηλ. 210 8009111
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
17
BRIKLIN 250 mg/ 2ml Vial: 296/20-4-2011
BRIKLIN 500 mg/2ml Vial: 27651/20-4-2011
BRIKLIN 1000 mg/4ml vial: 27652/20-4-2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
30-5-2008
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
18