εξειδικευμένα πρόδρομα συμπτώματα που προσομοιάζουν με γρίπη είναι
πιθανόν να οδηγήσουν παραπλανητικά στην έναρξη συμπτωματικής αγωγής
για το βήχα και το κρυολόγημα.
Ως εκ τούτου, εάν εμφανιστούν νέες αλλοιώσεις του δέρματος ή των
βλεννογόνων, θα πρέπει να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και ως
προφύλαξη να διακοπεί η αγωγή με καρβοκυστεΐνη.
Σε περίπτωση επηρεασμένης νεφρικής λειτουργίας ή σοβαρής ηπατοπάθειας το
Mucothiol μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο μετά από ιατρική συμβουλή. Όπως με
όλα τα φάρμακα που μεταβολίζονται από το ήπαρ και ακολουθεί νεφρική
απέκκριση τους, ενδέχεται να εμφανιστεί συσσώρευση των μεταβολιτών της
καρβοκυστεΐνης που σχηματίσθηκαν στο ήπαρ, όταν υπάρχει σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια.
Το Mucothiol «χωρίς ζάχαρη» 100 mg/5 ml περιέχει υγρή μαλτιτόλη. Οι ασθενείς
με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη ή γλυκόζη δεν
πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο. Μπορεί επίσης να έχει ήπια καθαρτική
δράση.
Το Mucothiol «χωρίς ζάχαρη» 250 mg/5 ml περιέχει γλυκερόλη, η οποία μπορεί να
είναι επιβλαβής σε υψηλές δόσεις. Μπορεί να προκαλέσει πονοκέφαλο,
στομαχικές διαταραχές και διάρροια.
Το Mucothiol «χωρίς ζάχαρη» 100 mg/5 ml και το Mucothiol «χωρίς ζάχαρη»
250 mg/5 ml περιέχουν μεθυλεστέρα παραϋδροξυβενζοϊκού νατρίου (Ε219), ο
οποίος μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές
αντιδράσεις (πιθανόν με καθυστέρηση).
Το Mucothiol «χωρίς ζάχαρη» 100 mg/5 ml περιέχει 6,3mg νατρίου ανά ml και το
Mucothiol «χωρίς ζάχαρη» 250 mg/5 ml περιέχει 12,7mg νατρίου ανά ml. Πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη από ασθενείς σε δίαιτα ελεγχόμενου νατρίου.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν αναφερθεί κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα.
Μπορεί να μειώσει τη δραστικότητα των αντιμικροβιακών, όπως πενικιλλίνης,
τετρακυκλίνης ή ερυθρομυκίνης.
Ταυτόχρονη χορήγηση ενός αντιβηχικού αναστέλλει το αντανακλαστικό του
βήχα και μπορεί να προκαλέσει στάση της ρευστοποιημένης λόγω της
καρβοκυστεΐνης βλέννας.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Μελέτες σε πειραματόζωα δεν έδωσαν ενδείξεις τερατογόνου δράσης.
Λόγω της απουσίας τερατογόνου δράσης σε πειραματόζωα, δεν αναμένεται να
υπάρξει σε ανθρώπους ανώμαλη διάπλαση του εμβρύου, αφού μέχρι στιγμής οι
ουσίες που έχουν προκαλέσει ανωμαλίες στη διάπλαση των εμβρύων ανθρώπων
έχει αποδειχθεί ότι είχαν τερατογόνο δράση σε δύο διαφορετικά είδη
πειραματόζωων σε αναπαραγωγικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί σύμφωνα με
την ορθή πρακτική.
Μέχρι σήμερα, η σχετικά ευρεία κλινική χρήση της καρβοκυστεΐνης δεν
φαίνεται να έχει προκαλέσει ανώμαλη ανάπτυξη του εμβρύου ή τοξικότητα.
Ωστόσο, πρέπει να διεξαχθούν επιδημιολογικές μελέτες για να επιβεβαιωθεί η
απουσία αυτού του κινδύνου.