Adalat
Ενδοφλέβιο
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Adalat 5 mg/ 50 ml διάλυμα για έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ σε δραστικά συστατικά
Adalat διάλυμα για έγχυση
1 φιάλη περιέχει 5 mg νιφεδιπίνης σε 50 ml διάλυμα για έγχυση.
(Το διάλυμα για έγχυση περιέχει 18 % αιθυλική αλκοόλη).
Για την πλήρη λίστα των εκδόχων δείτε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Διάλυμα για έγχυση
Διαυγές, κιτρινωπό διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
* Για τη θεραπεία αυτομάτως εμφανιζομένων σπασμών των στεφανιαίων
αγγείων (π.χ. κατά την ασταθή στηθάγχη ή στη στηθάγχη τύπου
Prinzmental).
* Για τη θεραπεία της οξείας υπερτασικής κρίσης.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Τρόπος χορήγησης:
Ενδοφλέβια έγχυση
Δοσολογικό σχήμα
Η θεραπεία πρέπει κατά το δυνατόν να εξατομικεύεται, ανάλογα με το
βαθμό βαρύτητας της νόσου και την ικανότητα ανταποκρίσεως του
ασθενούς, να γίνεται δε υπό έλεγχο της αρτηριακής πιέσεως και της
καρδιακής συχνότητας.
Εφ΄όσον δεν ορίσει αλλιώς ο γιατρός, ισχύουν οι ακόλουθες δοσολογικές
κατευθυντήριες γραμμές:
1. Για τη θεραπεία αυτομάτως εμφανιζομένων σπασμών των στεφανιαίων
αγγείων (π.χ. ασταθής στηθάγχη, στηθάγχη τύπου Prinzmetal)
Kατευθυντήριος δόση
50 ml Adalat διάλυμα για έγχυση, εγχέεται σε 4-8 ώρες περίπου (12,5 – 6,3
ml/h που αντιστοιχεί σε 1,25 – 0,63 mg nifedipine / ώρα.
2. Επί οξείας υπερτασικής κρίσης
Κατευθυντήριος δόση
5mg Adalat ενδοφλέβια σε 4-8 ώρες περίπου, δηλ. έγχυση 0,0208 έως
0,0104mg στο λεπτό.
(Αυτό αντιστοιχεί σε: 0,63 mg 1,25mg νιφεδιπίνης την ώρα ή 6,3ml-
12,5ml την ώρα).
Είναι δυνατή μέγιστη έγχυση 15-30mg/24ωρο. Όμως οι ποσότητες αυτές
δεν πρέπει να υπερβαίνονται.
Σε ασθενείς με επηρεασμένη ηπατική λειτουργία χρειάζεται προσεκτικός
έλεγχος και σε ορισμένες περιπτώσεις μείωση της δοσολογίας εάν κριθεί
απαραίτητο.
Διάρκεια θεραπείας
Η διάρκεια θεραπείας με Adalat διάλυμα για έγχυση μπορεί να
επαναληφθεί για έως 3 ημέρες. Εν συνεχεία συνιστάται η μετάβαση σε
μια μορφή χορήγησης από το στόμα.
Τρόπος χορήγησης
Το έτoιμο για χρήση Adalat διάλυμα για έγχυση πρέπει να εφαρμόζεται με
τη μαύρη σύριγγα Perfusor
®
μέσω του συμπαρεχόμενου συστήματος του
μαύρου σωλήνος.
H δραστική ουσία νιφεδιπίνη είναι πολύ ευαίσθητη στο φως. Επομένως
πρέπει να διασφαλίζεται η προστασία από το φως. Όταν
χρησιμοποιούνται τα συμπαρεχόμενα βοηθήματα δεν θα πρέπει να
υπάρξει απώλεια νιφεδιπίνης μέσω του υλικού του σωλήνα.
Πρέπει να αποκλεισθεί κατά την παρασκευή μεικτής έγχυσης σε
παράπλευρο σωλήνα η παραμέληση της προστασίας από το φώς, δηλ. το
Adalat διάλυμα για έγχυση επιτρέπεται να προστεθεί σε μια ήδη
εκτελούμενη έγχυση αποκλειστικά στον παράπλευρο σωλήνα και μάλιστα
όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο σημείο της φλεβοκέντησης.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται να ρίχνεται το Adalat διάλυμα
για έγχυση μέσα στη φιάλη της έγχυσης
είτε παράγραφο 6.6)..
Όταν χρησιμοποιείται η σύριγγα Perfusor
®
ενεργούμε ως εξής:
Εικ.1
Ανασύρουμε το έμβολο της σύριγγας Perfusοr
®
θέτοντας με επανειλημμένες παλινδρομικές
κινήσεις υπό πίεση το περιεχόμενο του
φιαλιδίου.
Εικ.2
Βγάζουμε τη βελόνη και στερεώνουμε στη
σύριγγα το μαύρο σωλήνα PE Perfusor
®
Βγάζουμε τον αέρα από την σύριγγα και το
σωλήνα.
Εικ.3
Βάζουμε τη σύριγγα με τραβηγμένο το έμβολο
στον Perfusor
®
και ρυθμίζουμε την ταχύτητα
εγχύσεως ή εναλλακτικά ανάλογα με τον τύπο
της αντλίας εγχύσεως
Εικ.4
Συνδέουμε μεταξύ τους το μαύρο σωλήνα PE
Perfusor
®
και τη βελόνα εγχύσεως. Θέτουμε σε
κίνηση τον Perfusor
®
τηρώντας τις οδηγίες για
τη λειτουργία του Perfusor
®
.
Συστάσεις
Σε περίπτωση που το διάλυμα ήταν αποθηκευμένο χωριστά στο ψυγείο,
πρέπει πρίν από την ενδοφλέβια έγχυση, να έχει φθάσει τουλάχιστον σε
θερμοκρασία δωματίου.
Επιπρόσθετες πληροφορίες για τους ειδικούς πληθυσμούς
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν έχει τεκμηριωθεί η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του Adalat
διάλυμα για έγχυση σε παιδιά και εφήβους ηλικίας κάτω των 18 ετών. Τα
διαθέσιμα δεδομένα για τη χρήση της Nifedipine στην υπέρταση
περιγράφονται στην παράγραφο 5.1
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Οι φαρμακοκινητική του Adalat διάλυμα για έγχυση είναι διαφορετική
στους ηλικιωμένους, συνεπώς μπορεί να απαιτούνται χαμηλότερες
δόσεις συντήρησης συγκριτικά με τους νεότερους ασθενείς.
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία, μπορεί να είναι απαραίτητη
προσεκτική παρακολούθηση και σε σοβαρές περιπτώσεις μια μείωση της
δόσης.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Σύμφωνα με φαρμακοκινητικά δεδομένα δεν απαιτείται κάποια
προσαρμογή στη δοσολογία σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
είτε
παρ. 5.2)_
4.3 Αντενδείξεις
Το Adalat διάλυμα για έγχυση δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε
περιπτώσεις γνωστής υπερευαισθησίας στη νιφεδιπίνη ή σε κάποιο από
τα έκδοχα του προϊόντος
είτε παρ. 4.4 & 6.1)
Το Adalat διάλυμα για έγχυση δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί επί
καρδιαγγειακού σοκ.
Το Adalat διάλυμα για έγχυση δεν πρέπει να χορηγείται σε ασταθή
στηθάγχη.
Το Adalat διάλυμα για έγχυση δεν πρέπει να χορηγείται σε περιπτώσεις
οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, εντός των πρώτων 4 εβδομάδων
μετά το έμφραγμα.
.
Το Adalat διάλυμα για έγχυση δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με
πορφυρία.
Η νιφεδιπίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με
ριφαμπικίνη, διότι λόγω ενζυμικής επαγωγής δεν επιτυγχάνονται
ικανοποιητικά επίπεδα νιφεδιπίνης στο πλάσμα
είτε παράγραφο 4.5).
4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση.
Η θεραπεία της υπέρτασης με το φάρμακο αυτό απαιτεί τακτικό ιατρικό
έλεγχο εξαιτίας των αντιδράσεων που εμφανίζονται διαφορετικές από
άτομο σε άτομο.
Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια ή αορτική
στένωση.
Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με πολλή χαμηλή αρτηριακή πίεση
(σοβαρή υπόταση με συστολική πίεση κάτω των 90mmHg), σε
περιπτώσεις με έκδηλη καρδιακή ανεπάρκεια ή σοβαρή αορτική
στένωση.
Η χορήγηση νιφεδιπίνης σε διαβητικούς ασθενείς μπορεί να απαιτήσει
προσαρμογή της αγωγής.
Κατά την έναρξη της θεραπείας με νιφεδιπίνη, όταν διακόπτονται οι β-
αναστολείς, η διακοπή πρέπει να γίνεται σταδιακά.
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση με κακοήθη υπέρταση και
υποογκαιμία επιβάλλεται προσοχή, διότι μπορεί να προκύψει, λόγω
αγγειοδιαστολής, έντονη πτώση της αρτηριακής πίεσης.
Η θεραπεία με άμεσης αποδέσμευσης νιφεδιπίνη μπορεί να περιλαμβάνει
εκσεσημασμένη πτώση της αρτηριακής πίεσης με αντανακλαστική
ταχυκαρδία η οποία μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακές επιπλοκές.
Το Αdalat διάλυμα για έγχυση δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται εάν
υπάρχει πιθανή συσχέτιση μεταξύ ισχαιμικού πόνου και προηγούμενης
θεραπείας με νιφεδιπίνη.
Εάν κατά τη χορήγηση παρουσιασθεί ισχαιμικός πόνος ή υπάρξει
επιδείνωση στηθάγχης πρέπει να διακόπτεται η θεραπεία με νιφεδιπίνη.
Όπως και με άλλες αγγειοδραστικές ουσίες, οι προσβολές στηθάγχης
μπορεί πολύ σπάνια να εμφανιστούν στην αρχή της θεραπείας με
νιφεδιπίνη (στοιχεία από αναφορές ανεπιθύμητων ενεργειών μετά την
κυκλοφορία των καψακίων Adalat) άμεσης αποδέσμευσης. Στοιχεία από
κλινικές μελέτες επιβεβαιώνουν, ότι το σύμβαμα των προσβολών
στηθάγχης δεν είναι συχνό.
Στην περίπτωση ασθενών που υποφέρουν από στηθάγχη μια αύξηση στη
συχνότητα, διάρκεια και σοβαρότητα των προσβολών στηθάγχης μπορεί
να συμβεί, ιδιαίτερα στην αρχή της θεραπείας.
Το σύμβαμα του εμφράγματος του μυοκαρδίου έχει παρατηρηθεί σε
μεμονωμένες περιπτώσεις, αν και δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί από
τη φυσική πορεία της υποκείμενης νόσου.
Υπάρχει κάποια ανησυχία για την αυξημένη θνησιμότητα και νοσηρότητα
στη θεραπεία της ισχαιμικής καρδιακής πάθησης σε υψηλές δόσεις.
Σε ασθενείς με επηρεασμένη ηπατική λειτουργία επιβάλλεται συχνή
παρακολούθηση και στις σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να καταστεί
αναγκαία η μείωση της δοσολογίας.
Η νιφεδιπίνη δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης εκτός εάν η κλινική κατάσταση της γυναίκας απαιτεί
θεραπεία με τη νιφεδιπίνη. Η νιφεδιπίνη θα πρέπει να χορηγείται με
επιφύλαξη σε γυναίκες με σοβαρή υπέρταση οι οποίες δεν
ανταποκρίνονται στην καθιερωμένη θεραπείαείτε παράγραφο 4.6).
H χρήση της νιφεδιπίνης δε συνιστάται κατά τη διάρκεια του θηλασμού
διότι η νιφεδιπίνη έχει αναφερθεί ότι εκκρίνεται στο μητρικό γάλα και οι
επιδράσεις της από στόματος απορρόφησης της νιφεδιπίνης σε μικρές
ποσότητες δεν είναι γνωστές (δείτε παράγραφο 4.6)
Προσοχή πρέπει να δίνεται σε εγκύους γυναίκες (δείτε παράγραφο 4.3),
όταν η νιφεδιπίνη χορηγείται σε συνδυασμό με ενδοφλέβιο θειικό
μαγνήσιο, λόγω της πιθανότητας μιας εκσεσημασμένης πτώσης της
αρτηριακής πίεσης που μπορεί να βλάψει τη μητέρα αλλά και το έμβρυο.
Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ποικιλία εμβρυοτοξικών, πλακουντοτοξικών
και εμβρυοτοξικών επιδράσεων (δείτε παρ. 5.3) όταν χορηγήθηκε κατά
τη διάρκεια και μετά την περίοδο οργανογένεσης.
Από κλινικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα, ένας συγκεκριμένος
προγεννετικός κίνδυνος δεν έχει εντοπιστεί. Εντούτοις μια αύξηση στην
προγεννετική ασφυξία, στους τοκετούς με καισαρική καθώς και
προωρότητα και ενδομητρική καθυστέρηση ανάπτυξης, έχουν
αναφερθεί. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν αυτές οι αναφορές είναι λόγω της
υποκείμενης υπέρτασης, της θεραπείας της ή σε συγκεκριμένη επίδραση
του φαρμάκου.
Η νιφεδιπίνη μεταβολίζεται μέσω του συστήματος του κυτοχρώματος
Ρ450 3Α4 Επομένως φάρμακα που είναι γνωστό ότι είτε αναστέλλουν ή
επάγουν αυτό το ενζυμικό σύστημα μπορεί να επηρεάσουν την πρώτη
δίοδο ή την κάθαρση της νιφεδιπίνης (δείτε παρ. 4.5)
..
Φάρμακα που είναι αναστολείς του συστήματος του κυτοχρώματος
Ρ4503Α4 και επομένως μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένες
συγκεντρώσεις νιφεδιπίνης στο πλάσμα είναι π.χ.:
- αντιβιοτικά μακρολίδια (πχ. Ερυθρομυκίνη)
- αναστολείς της HIV πρωτεάσης (π.χ. ριτοναβίρη)
- αντιμυκητιασικές αζόλες (π.χ. κετοκοναζόλη)
- τα αντικαταθλιπτικά νεφαζοδόνη και φλουοξετίνη
- quinupristin/ dalfopristin
- βαλπροϊκό οξύ
- σιμετιδίνη
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει 18% κ.ο αιθανόλη (αλκοόλη),
δηλαδή έως και 45g ανά ημερήσια δόση (300ml). Αυτό μπορεί να είναι
επιβλαβές για όσους υποφέρουν από αλκοολισμό ή επηρεασμένο
μεταβολισμό αλκοόλης και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σε έγκυες ή
θηλάζουσες μητέρες, παιδιά και ομάδες ασθενών υψηλού κινδύνου όπως
ασθενείς με ηπατική νόσο ή επιληψία.
Η ποσότητα της αλκοόλης σε αυτό το φαρμακευτικό προϊόν μπορεί να
επηρεάσει τις επιδράσεις άλλων φαρμάκων (δείτε παρ. 4.5)
.
Για τη χρήση σε ειδικούς πληθυσμούς δείτε την παράγραφο 4.2. .
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Φάρμακα που επηρεάζουν τη νιφεδιπίνη:
Η νιφεδιπίνη μεταβολίζεται μέσω του συστήματος του κυτοχρώματος
Ρ450 3Α4, που βρίσκεται τόσο στον εντερικό βλενογόννο όσο και στο
ήπαρ. Eπομένως φάρμακα που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν ή επάγουν
το ενζυμικό αυτό σύστημα, μπορούν να μεταβάλουν την πρώτη δίοδο
(μετά από του στόματος χορήγηση), ή την κάθαρση της νιφεδιπίνης
(βλ.
Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Η νιφεδιπίνη είναι ένα φάρμακο υψηλής κάθαρσης. Συνεπώς, η ηπατική
κάθαρση καθορίζεται κυρίως από τη ροή αίματος στο ήπαρ. Επομένως,
οι πιθανές αλληλεπιδράσεις που φαίνονται παρακάτω και επηρεάζουν τις
φαρμακοκινητικές ιδιότητες της νιφεδιπίνης σε χορήγηση από του
στόματος, δεν είναι απαραίτητο να είναι συγκρίσιμες μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση νιφεδιπίνης.
Ριφαμπικίνη
Η ριφαμπικίνη επάγει ισχυρά το σύστημα του κυτοχρώματος Ρ450 3Α4.
Κατά τη συγχορήγηση με ριφαμπικίνη, η βιοδιαθεσιμότητα της
νιφεδιπίνης μειώνεται δραστικά και αυτό έχει ως συνέπεια τη μείωση
της αποτελεσματικότητάς της. Για το λόγο αυτό, ο συνδυασμός των δυο
φαρμάκων αντενδείκνυται
είτε παρ. 4.3)
Μετά από συγχορήγηση των παρακάτω ήπιων έως μέτριων αναστολέων
του συστήματος του κυτοχρώματος Ρ4503Α4 η αρτηριακή πίεση θα
πρέπει να ελέγχεται και εάν είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη μια
μείωση στη δόση της νιφεδιπίνης είτε παρ. 4.2)
.
Αντιβιοτικά μακρολίδια (π.χ. Eρυθρομυκίνη )
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες αλληλεπίδρασης μεταξύ της νιφεδιπίνης και
αντιβιοτικών μακρολιδίων. Κάποια αντιβιοτικά μακρολίδια, είναι γνωστό
ότι αναστέλλουν το μεταβολισμό άλλων φαρμάκων που μεταβολίζονται
μέσω του κυτοχρώματος Ρ450 3Α4. Συνεπώς η δυνατότητα αύξησης των
συγκεντρώσεων πλάσματος της νιφεδιπίνης κατά τη συγχορήγηση των
δύο φαρμάκων δε μπορεί να αποκλεισθεί
είτε παρ. 4.4).
Η αζιθρομυκίνη αν και δομικά συγγενεύει στην τάξη των αντιβιοτικών
μακρολιδίων στερείται αναστολής του CYP3A4.
Αναστολείς της HIV πρωτεάσης (π.χ. ritonavir )
Μια κλινική μελέτη που να διερευνά την δυνητική αλληλεπίδραση μεταξύ
της νιφεδιπίνης και κάποιων αναστολέων της HIV πρωτεάσης δεν έχει
ακόμα διενεργηθεί. Φάρμακα αυτής της oμάδας είναι γνωστό ότι
αναστέλλουν το σύστημα του κυτοχρώματος Ρ450 3Α4. Επιπρόσθετα,
φάρμακα αυτής της τάξης έχουν δείξει ότι αναστέλουν τον δια μέσου
κυτοχρώματος Ρ450 3Α4 μεταβολισμό της νιφεδιπίνης in
vitro. Οταν
χορηγούνται ταυτόχρονα με νιφεδιπίνη, μια σημαντική αύξηση στις
συγκεντρώσεις πλάσματος της νιφεδιπίνης, λόγω μειωμένου
μεταβολισμού πρώτης διόδου, και μειωμένη απομάκρυνση, δεν μπορεί να
αποκλεισθεί
είτε παρ. 4.4
Αντιμυκητιασικές αζόλες ( π.χ. Κετοκοναζόλη)
Δεν έχει διεξαχθεί επίσημη μελέτη αλληλεπίδρασης που να διερευνά τη
δυνατότητα αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη νιφεδιπίνη και κάποιες
αντιμυκητιασικές αζόλες. Τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής είναι
γνωστό ότι αναστέλλουν το σύστημα του κυτοχρώματος Ρ450 3Α4. Όταν
χορηγούνται από του στόματος μαζί με νιφεδιπίνη, δε μπορεί να
αποκλεισθεί σημαντική αύξηση στη συστηματική βιοδιαθεσιμότητα της
νιφεδιπίνης, λόγω μειωμένου μεταβολισμού πρώτης διόδου (δείτε
παράγραφο 4.4).
Φλουοξετίνη
Μια κλινική μελέτη που να διερευνά την δυνητική αλληλεπίδραση
φαρμάκων μεταξύ της νιφεδιπίνης και της φλουοξετίνης, δεν έχει ακόμα
διενεργηθεί. Η φλουοξετίνη, έχει δείξει να αναστέλλει in
-
vitro, τον δια
μέσου κυτοχρώματος Ρ450 3Α4 μεταβολισμό της νιφεδιπίνης. Επομένως
μια αύξηση στις συγκεντρώσεις πλάσματος της νιφεδιπίνης κατόπιν
συγχορήγησης των δύο φαρμάκων δεν μπορεί να αποκλεισθεί
είτε παρ.
4.4).
Νεφαζοδόνη
Μια κλινική μελέτη που να διερευνά τη δυνητική αλληλεπίδραση μεταξύ
της νιφεδιπίνης και της νεφαζοδόνης δεν έχει ακόμα διενεργηθεί. Η
νεφαζοδόνη είναι γνωστό ότι αναστέλλει τον δια μέσω κυτοχρώματος
Ρ450 μεταβολισμό άλλων φαρμάκων. Επομένως μια αύξηση στις
συγκεντρώσεις πλάσματος της νιφεδιπίνης μετά από συγχορήγηση και
των δύο φαρμάκων δεν μπορεί να αποκλεισθεί
είτε παρ. 4.4).
Quinupristin / Dalfopristin
Ταυτόχρονη χορήγηση quinipristin/ dalfopristin και νιφεδιπίνης μπορεί να
οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα πλάσματος νιφεδιπίνης αποκλεισθεί (δείτε
παρ. 4.4).
Βαλπροϊκό οξύ
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες αλληλεπίδρασης που να διερευνούν το
δυνητικό αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη νιφεδιπίνη και το βαλπροϊκό οξύ.
Καθώς το βαλπροϊκό οξύ έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει τις συγκεντρώσεις
πλάσματος του παρόμοιου δομής ανταγωνιστή ασβεστίου, λόγω
ενζυμικής αναστολής, μια αύξηση στα επίπεδα πλάσματος της
νιφεδιπίνης και επομένως μια αύξηση της αποτελεσματικότητας δεν θα
πρέπει να αποκλεισθεί
είτε παρ. 4.4).
Σιμετιδίνη
Λόγω της αναστολής της στο κυτόχρωμα Ρ450 3Α4, η σιμετιδίνη αυξάνει
τα επίπεδα νιφεδιπίνης στο πλάσμα και μπορεί να ενισχύσει το
αντιϋπερτασικό αποτέλεσμα
είτε παρ. 4.4).
Περαιτέρω Μελέτες
Σιζαπρίδη
Ταυτόχρονη χορήγηση σιζαπρίδης και νιφεδιπίνης μπορεί να οδηγήσει σε
αυξημένες συγκεντρώσεις πλάσματος νιφεδιπίνης.
Αντιεπιληπτικά φάρμακα που επάγουν το σύστημα του κυτοχρώματος
Ρ4503Α4 όπως η φαινυτοϊνη, καρβαμαζεπίνη και φαινοβαρβιτόνη
Η φαινυτοΐνη επάγει το κυτόχρωμα Ρ450 3Α4. Οταν γίνεται συγχορήγηση
με φαινυτοΐνη η βιοδιαθεσιμότητα της νιφεδιπίνης μειώνεται και έτσι
υπάρχει μείωση της αποτελεσματικότητας. Όταν τα δύο φάρμακα
συγχορηγούνται η κλινική ανταπόκριση στη νιφεδιπίνη πρέπει να
παρακολουθείται και εάν είναι αναγκαίο μια αύξηση της δόσης της
νιφεδιπίνης πρέπει να ληφθεί υπόψη. Εάν η δόση της νιφεδιπίνης αυξηθεί
κατά τη συγχορήγηση των δύο φαρμάκων μια μείωση της δόσης της
νιφεδιπίνης πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν η θεραπεία με φαινυτοΐνη
διακόπτεται.
Δεν έχουν διεξαχθεί επίσημες μελέτες αλληλεπίδρασης που να
διερευνούν το δυνητικό αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη νιφεδιπίνη και
στην καρβαμαζεπίνη ή φαινοβαρβιτόνη. Καθώς έχει αποδειχθεί ότι και
τα δύο φάρμακα μειώνουν τις συγκεντρώσεις πλάσματος της
νιμοδιπίνης, που είναι ένας παρόμοιας δομής ανταγωνιστής ασβεστίου,
λόγω ενζυμικής επαγωγής, μια μείωση στα επίπεδα πλάσματος της
νιφεδιπίνης και επομένως μια μείωση της αποτελεσματικότητας δεν θα
πρέπει να αποκλεισθεί.
Επιδράσεις της νιφεδιπίνης σε άλλα φάρμακα:
Φάρμακα που μειώνουν την αρτηριακή πίεση
Η νιφεδιπίνη μπορεί να αυξήσει την επίδραση της μείωσης της
αρτηριακής πίεσης των συγχορηγούμενων αντιϋπερτασικών όπως τα:
Διουρητικά
β- αναστολείς
αναστολείς ΜΕΑ
Aνταγωνιστές των υποδοχέων 1 της Αγγειοτενσίνης (ΑΤ 1)
Άλλοι ανταγωνιστές ασβεστίου
α- αδρενεργικοί αποκλειστές
αναστολείς PDE 5
α- μεθυλντόπα
Επί ταυτόχρονης χορήγησης νιφεδιπίνης και β-αναστολέων ενδείκνυται
προσεκτική παρακολούθηση των ασθενών, διότι μπορεί να αναπτυχθεί σε
μεμονωμένες περιπτώσεις επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας.
Διγοξίνη
Η ταυτόχρονη χορήγηση νιφεδιπίνης και διγοξίνης μπορεί να οδηγήσει
σε μείωση της κάθαρσης της διγοξίνης και ως επακόλουθο να επέλθει
μια αύξηση των επιπέδων διγοξίνης στο πλάσμα. Επομένως, ο ασθενής
πρέπει να ελέγχεται για συμπτώματα δακτυλιδισμού προληπτικά, και εάν
είναι απαραίτητο, η δόση της δακτυλίτιδας να μειωθεί, λαμβάνοντας
υπόψη τα επίπεδα δακτυλίτιδας του πλάσματος.
Κινιδίνη
Όπου η νιφεδιπίνη και η κινιδίνη χορηγήθηκαν ταυτόχρονα,
διαπιστώθηκε σε μεμονωμένες περιπτώσεις μείωση των επιπέδων
κινιδίνης στο πλάσμα ή μια σαφής αύξηση των επιπέδων κινιδίνης στο
πλάσμα μετά τη διακοπή της νιφεδιπίνης. Για το λόγο αυτό, όταν η
νιφεδιπίνη χορηγείται επιπλέον ή όταν διακόπτεται, συνιστάται έλεγχος
των συγκεντρώσεων κινιδίνης και εάν είναι απαραίτητο, αναπροσαρμογή
της δόσης. Έχουν αναφερθεί αυξημένες συγκεντρώσεις πλάσματος της
νιφεδιπίνης κατά τη συγχορήγηση των δύο φαρμάκων, ενώ σε άλλες
αναφορές δεν παρατηρήθηκε καμία αλλαγή στη φαρμακοκινητική της
νιφεδιπίνης.
Συνεπώς, η αρτηριακή πίεση θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά,
όταν προστίθεται κινιδίνη σε υπάρχουσα θεραπεία με νιφεδιπίνη. Εάν
κριθεί απαραίτητο, η δόση της νιφεδιπίνης θα πρέπει να μειωθεί.
Tacrolimus
To Tacrolimus, έχει αποδειχθεί ότι μεταβολίζεται μέσω του συστήματος
του κυτοχρώματος Ρ 450 3Α4. Πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία
καταδεικνύουν ότι η δόση tacrolimus που χορηγείται ταυτόχρονα με
νιφεδιπίνη μπορεί να μειωθεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Κατά τη
συγχορήγηση των δύο φαρμάκων, οι συγκεντρώσεις πλάσματος του
tacrolimus πρέπει να παρακολουθούνται και εάν κριθεί απαραίτητο η δόση
του tacrolimus να μειωθεί.
Άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Υπόταση από νευρομυϊκό αποκλεισμό παρατηρήθηκε όταν η νιφεδιπίνη
χορηγήθηκε ταυτόχρονα με θειικό μαγνήσιο παρεντερικά.
Η νιφεδιπίνη μπορεί να αυξήσει ψευδώς τις φασματοφωτομετρικές τιμές
του βανιλυλοαμυγδαλικού οξέος στα ούρα. Ωστόσο οι μετρήσεις με HPLC
δεν επηρεάζονται.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι μπορεί να υπάρξουν αλληλεπιδράσεις με
φάρμακα ασύμβατα προς το αλκοόλ, επειδή το διάλυμα περιέχει αιθυλική
αλκοόλη 18% κ.ο
είτε παρ. 4.4).
Επίδραση στα αιμοπετάλια: Η νιφεδιπίνη μειώνει τη συσσώρευση
αιμοπεταλίων In vitro. Περιορισμένες κλινικές μελέτες έχουν δείξει μια
μέτρια, αλλά στατιστικά σημαντική μείωση της συσσώρευσης των
αιμοπεταλίων και αύξηση του χρόνου πήξης σε μερικούς ασθενείς. Αυτό
φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα της αναστολής της μεταφοράς ασβεστίου
δια της μεμβράνης των αιμοπεταλίων.
4.6 Γονιμότητα, Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Η νιφεδιπίνη δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης εκτός εάν η κλινική κατάσταση της γυναίκας απαιτεί
θεραπεία με τη νιφεδιπίνη. Η νιφεδιπίνη θα πρέπει να χορηγείται με
επιφύλαξη σε γυναίκες με σοβαρή υπέρταση οι οποίες δεν
ανταποκρίνονται στην καθιερωμένη θεραπείαείτε παράγραφο 4.4).
Δεν υπάρχουν στοιχεία ασφαλείας και αποτελεσματικότητας από
κατάλληλες και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε έγκυες γυναίκες.
Οι διαθέσιμες πληροφορίες είναι ανεπαρκείς ώστε να αποκλεισθούν οι
επιδράσεις των φαρμάκων για το αγέννητο και το νεογέννητο παιδί.
Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ποικιλία εμβρυοτοξικών, πλακουντοτοξικών
και εμβρυοτοξικών επιδράσεων (δείτε παρ. 5.3) όταν χορηγήθηκε κατά
τη διάρκεια και μετά την περίοδο οργανογένεσης.
Από κλινικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα, ένας συγκεκριμένος
προγεννετικός κίνδυνος δεν έχει εντοπιστεί. Εντούτοις μια αύξηση στην
προγεννετική ασφυξία, στον τοκετό με καισαρική καθώς και
προωρότητα και ενδομητρική καθυστέρηση ανάπτυξης, έχουν
αναφερθεί. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν αυτές οι αναφορές είναι λόγω της
υποκείμενης υπέρτασης, της θεραπείας της ή σε συγκεκριμένη επίδραση
φαρμάκου.
Σε μελέτες σε ζώα η νιφεδιπίνη έχει δειχθεί να εμφανίζει
εμβρυοτοξικότητα και τερατογέννεση (δείτε παρ. 5.3).
Γαλουχία
Η νιφεδιπίνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Η συγκέντρωση της
νιφεδιπίνης στο γάλα είναι σχεδόν συγκρίσιμη με τη συγκέντρωση στον
ορό της μητέρας. Για τις μορφές άμεσης αποδέσμευσης, προτείνεται μια
καθυστέρηση στο θηλασμό ή στην εξαγωγή γάλατος από 3 έως 4 ώρες
μετά τη χορήγηση του φαρμάκου ώστε να μειωθεί η έκθεση του νήπιου
στη νιφεδιπίνη (δείτε παράγραφο 4.4)
Γονιμότητα
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις
in vitro
γονιμοποίησης, οι ανταγωνιστές
ασβεστίου όπως η νιφεδιπίνη συνδέθηκαν με αναστρέψιμες βιοχημικές
αλλαγές στο τμήμα της κεφαλής των σπερματοζωαρίων που μπορεί να
καταλήγει σε ελαττωματική σπερματική λειτουργία. Σε άνδρες με
επαναλαμβανόμενες ανεπιτυχείς προσπάθειες in
-
vitro γονιμοποίησης, και
όταν δεν υπάρχει κάποια άλλη αιτιολόγηση, οι ανταγωνιστές ασβεστίου
όπως η νιφεδιπίνη θα πρέπει να θεωρηθεί σαν πιθανή αιτία.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Η ποσότητα αλκοόλης που περιέχει αυτό το φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα
μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα οδήγησης ή τη χρήση μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Ανεπιθύμητες ενέργειες με βάση ελεγχόμενες με Placebo μελέτες με νιφεδιπίνη
κατηγοριοποιημένες κατά CIOMS III ανά συχνότητα επίπτωσης (βάση
δεδομένων κλινικών μελετών: nifedipine n=2,661, placebo n=1,486, Status: 22
Φεβρουαρίου 2006 και η μελέτη ACTION: nifedipine n= 3,825, placebo n=3,840)
βρίσκονται παρακάτω:
Ανεπιθύμητες ενέργειες ως «συχνές» παρατηρήθηκαν με συχνότητα κάτω του
3% με εξαίρεση το οίδημα (9.9%) και την κεφαλαλγία (3.9%).
Οι συχνότητες των Ανεπιθύμητων ενεργειών που αναφέρονται με τη νιφεδιπίνη
συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα. Σε κάθε ομάδα συχνότητας οι
ανεπιθύμητες ενέργειες παρουσιάζονται με σειρά μείωσης σοβαρότητας. Οι
συχνότητες ορίζονται ως συχνές (1/100 έως <1/10), μη συχνές ( 1/1.000
έως <1/100) και σπάνιες ( 1/10.000 έως <1/1.000). Οι Ανεπιθύμητες
ενέργειες που έχουν εντοπιστεί μόνο κατά τη διάρκεια παρακολούθησης μετά
την κυκλοφορία του φαρμάκου και για τις οποίες δεν μπορεί να εκτιμηθεί
κάποια συχνότητα, κατηγοριοποιούνται ως ‘’Μη Γνωστές΄΄.
Κατηγορία
οργάνου
συστήματος
σύμφωνα με τη
βάση
δεδομένων
MedDRA
Συχνές Όχι συχνές Σπάνιες Μη Γνωστές
Διαταραχές του
αιμοποιητικού
και λεμφικού
συστήματος
Ακοκκιοκυτταραι
μία
Λευκοπενία
Διαταραχές
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αλλεργική
αντίδραση
Αλλεργικό
οίδημα/
αγγειοοίδημα
(συμπερ.
Οίδημα
λάρυγγα*)
Κνησμός
Κνίδωση
Εξάνθημα
Αναφυλακτικές/
αναφυλακτοειδείς
αντιδράσεις
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Αντιδράσεις
ανησυχίας
Διαταραχές
ύπνου
Διαταραχές του
μεταβολισμού
και της θρέψης
Υπεργλυκαιμία
Διαταραχές
Νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία Ίλιγγος
Ημικρανία
Ζάλη
Τρόμος
Παραισθησία
Δυσαισθησία
Υπαισθησία
Υπνηλία
Οπτικές
διαταραχές
Οπτικές
διαταραχές
Πόνος στα μάτια
Καρδιακές
διαταραχές
Ταχυκαρδία
Αίσθημα
παλμών
Πόνος στο
θώρακα
( Στηθάγχη)
Αγγειακές
διαταραχές
Οίδημα
(συμπερ.
περιφερικού
οιδήματος)
Αγγειοδιαστολ
ή
Υπόταση
Συγκοπή
Διαταραχές του
Αναπνευστικού,
Θωρακικές και
Διαφραγματικές
Διαταραχές
Ρινορραγία
Ρινική
συμφόρηση
Δύσπνοια
Γαστρεντερικές
διαταραχές
Δυσκοιλιότητ
α
Γαστρεντερικό
ς και
στομαχικός
πόνος
Ναυτία
Δυσπεψία
Μετεωρισμός
Ξηρό στόμα
Υπερπλασία
ούλων
Έμετος
Ανεπάρκεια του
γαστροοισοφαγικ
ού σφικτήρα
Ηπατοχολικές
διαταραχές
Παροδική
αύξηση στα
ηπατικά
ένζυμα
Ίκτερος
Διαταραχές
δέρματος και
υποδόριου
ιστού
Ερύθημα Τοξική επιδερμική
νεκρόλυση
Φωτοευαισθησία
Αλλεργική
αντίδραση
Ψηλαφητή
πορφύρα
Διαταραχές
μυοσκελετικού,
συνδετικού
ιστού και
διαταραχές
οστών
Μυϊκές
κράμπες
Πρήξιμο
αρθρώσεων
Αρθραλγία
Μυαλγία
Διαταραχές
νεφρικού και
ουροποιητικού
συστήματος
Πολυουρία
Δυσουρία
Διαταραχές του
αναπαραγωγικο
ύ συστήματος
και διαταραχές
μαστών
Στυτική
δυσλειτουργία
Γενικές
διαταραχές και
Αίσθημα
ασθένειας
Aκαθόριστος
πόνος
διαταραχές του
σημείου
χορήγησης
Ρίγη
Αντιδράσεις
στο σημείο
της ένεσης και
έγχυσης
Θρομβοφλεβίτι
δα στο σημείο
της έγχυσης
* μπορεί να έχει απειλητικό για τη ζωή αποτέλεσμα
Σε ασθενείς που βρίσκονται σε αιμοκάθαρση με κακοήθη υπέρταση και
υποογκαιμία μπορεί να προκύψει μια σημαντική πτώση της πίεσης του αίματος
σαν αποτέλεσμα της αγγειοδιαστολής.
4.9 Υπερδοσολογία
Σε περιπτώσεις σοβαρής δηλητηρίασης με νιφεδιπίνη μετά από τη χορήγησή
της παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα συμπτώματα:
Διαταραχές της συνείδησης μέχρι σημείου εμφανίσεως κώματος, πτώση της
αρτηριακής πίεσης, διαταραχές του καρδιακού ρυθμού αχυκαρδία,
βραδυκαρδία), υπεργλυκαιμία, μεταβολική οξέωση, υποξία, καρδιογενές shock
μετά πνευμονικού οιδήματος.
Αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας στον άνθρωπο.
Όσο αφορά τη θεραπευτική αντιμετώπιση, η απομάκρυνση της δραστικής
ουσίας και η αποκατάσταση της σταθερής καρδιαγγειακής λειτουργίας έχουν
προτεραιότητα.
Η αιμοκάθαρση δεν εξυπηρετεί κάποιο σκοπό, επειδή η νιφεδιπίνη δεν είναι
αιμοδιυλίσιμη, συνιστάται όμως η πλασμαφαίρεση ψηλή πρωτεϊνική
δέσμευση, σχετικά μικρός όγκος κατανομής).
Διαταραχές του καρδιακού ρυθμού με βραδυκαρδία μπορούν να
αντιμετωπισθούν συμπτωματικά με β- συμπαθομιμητικά και σε επικίνδυνες για
τη ζωή βραδυκαρδικές διαταραχές του καρδιακού ρυθμού, που συνοδεύονται
από βραδυκαρδία, μπορεί να απαιτηθεί θεραπεία με προσωρινό βηματοδότη.
Η υπόταση η οποία είναι επακόλουθο του καρδιογενούς shock και της
αγγειοδιαστολής μπορεί να αντιμετωπισθεί με ασβέστιο (10-20ml, διαλύματος
γλυκονικού Ca 10% χορηγούνται βραδέως ενδοφλεβίως και εάν είναι
απαραίτητο πρέπει να επαναχορηγούνται).
Αποτέλεσμα της θεραπείας αυτής είναι ότι το ασβέστιο του ορού μπορεί να
φθάσει στα ανώτερα φυσιολογικά ή και μέχρι ελαφρώς αυξημένα επίπεδα.
Εάν με τη χορήγηση ασβεστίου δεν επιτευχθεί ικανοποιητική αύξηση της
αρτηριακής πίεσης μπορούν ακολούθως να χορηγηθούν αγγειοσυσπαστικά,
όπως η ντοπαμίνη ή νοραδρεναλίνη.
Η δοσολογία των φαρμάκων αυτών καθορίζεται από το αποτέλεσμα της
δράσης τους.
Υγρά ή όγκος πρέπει να χορηγούνται με προσοχή για την αποφυγή της
πιθανότητας υπερφόρτωσης της καρδιάς.
Γενικά η αντιμετώπιση πρέπει να εξατομικεύεται και να λαμβάνεται υπ' όψη η
συμπτωματολογία του ασθενούς. Ειδικό αντίδοτο δεν υπάρχει.
ΤΗΛ. ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ : 210 7793777 (ΑΘΗΝΑ).
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: C08CA05
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η νιφεδιπίνη είναι ανταγωνιστής του ασβεστίου, του τύπου των
διϋδροπυριδινών,δηλαδή ουσία που αναστέλλει την είσοδο ιόντων ασβεστίου
στα κύτταρα του μυοκαρδίου και τα λεία μυϊκά κύτταρα των αγγείων. Η
νιφεδιπίνη δρά κυρίως στα κύτταρα του μυοκαρδίου και στα λεία μυϊκά
κύτταρα των στεφανιαίων αρτηριών και των περιφερικών αγγείων.
Στην καρδιά, η νιφεδιπίνη διαστέλλει τις στεφανιαίες αρτηρίες, ιδιαίτερα τα
μεγάλα αγγεία, ακόμα και στα ελεύθερα τοιχώματα των τμημάτων περιοχών
μερικής στένωσης. Επί πλέον, η νιφεδιπίνη μειώνει την αγγειοσύσπαση. Το
τελικό αποτέλεσμα είναι μια αύξηση της μεταστενωτικής ροής του αίματος και
μια αύξηση στην παροχή οξυγόνου. Παράλληλα με αυτό, η νιφεδιπίνη μειώνει
τις ανάγκες οξυγόνου ελαττώνοντας τις περιφερικές αντιστάσεις
(μεταφορτίο). Η μακροπρόθεσμη χρήση της νιφεδιπίνης φαίνεται να συνδέεται
με αντιθηρωματική δράση.
Η νιφεδιπίνη δρα στο λείο μυϊκό τόνο των αρτηριολίων, επομένως μειώνει τις
περιφερικές αντιστάσεις και την αρτηριακή πίεση.
Κατά την έναρξη της θεραπείας με νιφεδιπίνη μπορεί να υπάρξει
αντανακλαστική ταχυκαρδία. Ωστόσο, αυτό το φαινόμενο δεν αντισταθμίζει
την προκαλούμενη αγγειοδιαστολή. Παράλληλα η χορήγησή της ευνοεί την
αποβολή του νατρίου και του νερού, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και
μακροπρόθεσμα.
Η χορήγηση της νιφεδιπίνης στο Σύνδρομο του Raynaud μπορεί να προλάβει ή
μειώσει τα συμπτώματα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες όσο αφορά τη σύγκριση της νιφεδιπίνης
με άλλα αντιυπερτασικά στην οξεία υπέρταση και τη μακροχρόνια υπέρταση,
σε διαφορετικές περιεκτικότητες και διαφορετικά δοσολογικά σχήματα.
Η αντιυπερτασική δράση της νιφεδιπίνης έχει καταδειχθεί αλλά δοσολογικές
συστάσεις, δεδομένα για μακροχρόνια ασφάλεια και αποτελέσματα όσο αφορά
καρδιαγγειακές εκβάσεις δεν έχουν τεκμηριωθεί. Δεν υπάρχουν παιδιατρικές
δοσολογικές μορφές.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Δεν εφαρμόζεται για παρεντερική χορήγηση νιφεδιπίνης.
Κατανομή
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, η νιφεδιπίνη κατανέμεται πολύ ταχέως. Η
ημιπερίοδος κατανομής μετά από ενδοφλέβια χορήγηση είναι περίπου 5-6
λεπτά. Η νιφεδιπίνη δεσμεύεται από τις πρωτεϊνες του πλάσματος
(λευκωματίνη) σε ποσοστό 95%.
Βιομετατροπή
Η νιφεδιπίνη μεταβολίζεται σχεδόν πλήρως στο ήπαρ μετά από παρεντερική
χορήγηση, κυρίως με οξειδωτική διαδικασία. Οι μεταβολίτες δεν έχουν
φαρμακοδυναμική δραστηριότητα. Η νιφεδιπίνη αποβάλλεται με τη μορφή των
μεταβολιτών της κυρίως δια των νεφρών και σε ένα ποσοστό 5-15% μέσω των
χοληφόρων στα κόπρανα. Η αμετάβλητη ουσία ανακτάται σε ίχνη (κάτω από
1%) στα ούρα.
Απομάκρυνση
Ο τελικός χρόνος ημίσειας ζωής μετά από παρεντερική χορήγηση είναι περίπου
1,7 ώρες. Σε περιπτώσεις επηρεασμένης νεφρικής λειτουργίας δεν έχουν
διαπιστωθεί ουσιαστικές μεταβολές σε σύγκριση με υγιείς εθελοντές. Σε
περιπτώσεις επηρεασμένης ηπατικής λειτουργίας, ο χρόνος ημίσειας ζωής
είναι σαφώς παρατεταμένος και η ολική κάθαρση μειωμένη. Μείωση της
δοσολογίας, μπορεί να είναι αναγκαία σε σοβαρές περιπτώσεις ( δείτε
Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση΄΄).
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Τα προκλινικά στοιχεία γονοτοξικότητας και καρκινογένεσης που βασίζονται
στις συνήθεις μελέτες μεμονωμένης και επαναλαμβανόμενης τοξικής δόσης,
δείχνουν ότι η νιφεδιπίνη δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο κίνδυνο για τους
ανθρώπους.
Οξεία τοξικότητα
: Οξεία τοξικότητα έχει ερευνηθεί σε διάφορα είδη ζώων
και τα μεμονομένα αποτελέσματα αναφέρονται στον ακόλουθο πίνακα:
Πίνακας 3:
LD
50
(mg/kg)
Από το στόμα Ενδοφλέβια
Ποντίκι
454 (421-572)*
4,2 (3,8-4,6)*
Αρουραίος 1022 (950-1087)* 15,5 (13,7-17,5)*
Κουνέλι 250-500 2-3
Γάτα
~
100 0,5 - 8
Σκύλος > 250 2 - 3
* 95% conxdence level
Υποξεία και υποχρόνια τοξικότητα
: Ημερήσια δόση από το στόμα σε
αρουραίους (50mg/kg βάρους σώματος) και σε σκύλους (100mg/kg βάρους
σώματος) για περιόδους 13 και 4 εβδομάδων αντίστοιχα ήταν ανεκτές χωρίς
τοξικές επιδράσεις.
Μετά από παρεντερική (iv) χορήγηση οι σκύλοι ανέχθηκαν μέχρι 0,1 mg/kg
βάρους σώματος/ημέρα για 6 μέρες χωρίς βλάβες. Ημερήσια ενδοφλέβια
χορήγηση 2,5mg/kg βάρους σώματος σε ποντίκια για περίοδο 3 εβδομάδων
ήταν επίσης ανεκτή χωρίς ενδείξεις βλάβης.
Χρόνια τοξικότητα
: Οι σκύλοι ανέχθηκαν μέχρι 100mg/kg βάρους σώματος
σαν ημερήσια δόση από του στόματος για ένα χρόνο χωρίς τοξική βλάβη. Σε
ποντίκια τοξικές επιδράσεις εμφανίστηκαν σε συγκεντρώσεις άνω των 100ppm
στην τροφήερίπου 5-7mg/kg βάρους σώματος).
Καρκινογένεση:
Μια μακροχρόνια μελέτη σε αρουραίους (2χρόνια) δεν έδειξε
καρκινογεννετική επίδραση της νιφεδιπίνης.
Μεταλλαξιογέννηση:
Για να εκτιμηθεί η μεταλλαξιογόνος επίδραση έγιναν σε
ποντίκι Ames test, Dominant-Lethal-test και Micronucleus test. Δεν παρατηρήθηκε
καμία ένδειξη μεταλλαξιογόνου επίδρασης της νιφεδιπίνης.
Αναπαραγωγική τοξικότητα
:Έχουν παρατηρηθεί τερατογενείς επιδράσεις
σε αρουραίους ποντίκια και κουνέλια συμπεριλαμβανομένων ανωμαλιών των
φαλάγγων των δακτύλων, ανωμαλίες των άκρων, σχισμές στον ουρανίσκο,
σχισμές στο στέρνο και ανωμαλίες των πλευρών.
Οι ανωμαλίες των δακτύλων και των άκρων πιθανόν να οφείλονται σε
επηρεασμένη αιμάτωση της μήτρας, αλλά έχουν επίσης παρατηρηθεί σε ζώα
που τους έχει χορηγηθεί μόνο νιφεδιπίνη μετά το πέρας της περιόδου
οργανογένεση.
Η χορήγηση νιφεδιπίνης έχει συσχετισθεί με μια ποικιλία εμβρυοτοξικών και
πλακουντοτοξικών επιδράσεων, συμπεριλαμβανομένων μικρών εμβρύων
(κουνέλια, ποντίκια, αρουραίοι) μικρών πλακούντων και ατελή ανάπτυξη
χοριακών λαχνών (πίθηκοι), εμβρυϊκών θανάτων ούνελια, ποντίκια,
αρουραίοι), παρατεταμένη εγκυμοσύνη/μειωμένη επιβίωση νεογνών
(αρουραίων-δεν έχει εκτιμηθεί σε άλλα είδη). Οι δόσεις που σχετίζονται με
τερατογέννεση και εμβρυοτοξικότητα στα ζώα, ήταν τοξικές για τη μητέρα σε
πολλές φορές που οι υψηλότερες συνιστώμενες δόσεις ήταν πολλαπλάσιες για
τους ανθρώπους
(βλ. Κύηση και γαλουχία)
6. Φαρμακευτικά στοιχεία
6.1 Κατάλογος με τα έκδοχα
Ethanol,
Polyethylene glycol
Sodium hydroxide solution
Water for injection.
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
- Να μην αποθηκεύεται σε θερμοκρασία άνω των 25
0
C
- Το Αdalat Ενέσιμο διάλυμα για έγχυση είναι πολύ ευαίσθητο στο φώς. Το
επικαλυμμένο με κίτρινη θήκη φιαλίδιο θα πρέπει επομένως να αφαιρείται
από το κουτί μόνο για χρήση. Η πλήρης δραστικότητα όσο το φιαλίδιο είναι
με την κίτρινη θήκη, εγγυάται για 1 ώρα σε φυσικό φώς και για 6 ώρες σε
συνθετικό φώς.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιαλίδια από καφέ γυαλί, τύπος γυαλιού ΙΙ με πώματα από λάστιχο
χλωροβουτυρόλης σε μια κίτρινη πλαστική θήκη που προστατεύει από το φώς,
που περιέχουν 50ml Adalat 0.01% διαλύματος για ενδοφλέβια έγχυση.
Η συσκευασία του Ádalat Ενέσιμο διάλυμα για ενδοφλέβια έγχυση που
κυκλοφορεί στο εμπόριο περιλαμβάνει:
1 φιαλίδιο με 50 ml διαλύματος για έγχυση
+ 1 σύριγγα
Perfusor
(R)
+ 1 σωλήνας εγχύσεως Perfusor
(R)
Αν χρησιμοποιηθούν τα καθορισμένα εξαρτήματα για εγχύσεις, δεν πρέπει να
αναμένεται καμία απώλεια νιφεδιπίνης από το υλικό των σωλήνων.
Το σύστημα ετοιμασίας της εγχύσεως εγγυάται, με τη συμπαρεχόμενη σύριγγα
perfusor
(R)
από πολυπροπυλένιο, καθώς και τον σωλήνα PE Perfusor
(R)
από
πολυαιθυλένιο (μήκους 150cm), ακριβή δοσολογία ατασκευαστής : B.Braun,
Melsungen).
6.6 Οδηγίες χρήσης/ χειρισμού
Επειδή το Ádalat διάλυμα για έγχυση είναι πολύ ευαίσθητο στο φώς,
μετακινήστε τα φιαλίδια με τη θήκη από το κυτίο, αμέσως πρίν τη χρήση.
Στην πλαστική θήκη το διάλυμα έγχυσης έχει σταθερότητα στο τεχνητό φώς 6
ώρες και στο φώς της ημέρας 1 ώρα.
To Adalat διάλυμα για έγχυση δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται μετά την
ημερομηνία λήξης. Η ημερομηνία λήξης ισχύει μόνο για την αρχική κλειστή
συσκευασία.
Το Adalat διάλυμα για έγχυση έχει ελεγχθεί για συμβατότητα με τα παρακάτω
διαλύματα για έγχυση για χρήση σε εγχείρηση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης:
- ισοτονικό διάλυμα χλωριούχου νατρίου
- 5% διάλυμα γλυκόζης
- 5% διάλυμα φρουκτόζης
σε ρυθμό έγχυσης 10ml Adalat διάλυμα για έγχυση και με ένα μέγιστο διάλυμα
για έγχυση 40ml την ώρα.
Η χρήση μαζί με άλλα διαλύματα έγχυσης δεν ενδείκνυται.
Φυλάσσετε το φάρμακο μακριά από τα παιδιά.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Bayer Ελλάς ΑΒΕΕ
Σωρού 18-20,
151 25 Μαρούσι, Αθήνα, Ελλάδα
Τηλ: 0030 210 6187500
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Adalat Ενέσιμο διάλυμα για ενδοφλέβια έγχυση 26923/10/15-12-2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
18.7.94
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ