ισχύουσα κλινική πρακτική στη διαγνωστική αξιολόγηση τέτοιων διαταραχών
(βλ. παράγραφο 4.3).
Προφυλάξεις
- Εξετάσεις της ηπατικής λειτουργίας, θα πρέπει να γίνονται πριν τη θεραπεία
(βλ. παράγραφο 4.3
) και περιοδικά κατά τη διάρκεια των 6 πρώτων μηνών,
ιδιαίτερα σε ασθενείς υψηλού κινδύνου
(βλ. παράγραφο 4.4
).
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα αντιεπιληπτικά φάρμακα, μπορεί να
παρατηρηθεί ελαφρά αύξηση των ηπατικών ενζύμων, ιδιαιτέρως στην αρχή της
θεραπείας, η οποία είναι παροδική και μεμονωμένη, χωρίς κάποια κλινική
ένδειξη.
Στους ασθενείς αυτούς συνιστώνται περισσότερο εκτεταμένοι βιολογικοί
έλεγχοι (συμπεριλαμβανομένου του χρόνου προθρομβίνης). Σε περίπτωση που
κριθεί αναγκαίο, μπορεί να γίνει προσαρμογή της δόσης και αν χρειάζεται να
επαναληφθούν οι εξετάσεις.
-
Παιδιά
: Η μονοθεραπεία συνιστάται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών, όταν
τους χορηγείται βαλπροϊκό, αλλά το πιθανό όφελος του βαλπροϊκού θα πρέπει
να υπολογιστεί έναντι του κινδύνου ηπατικής βλάβης ή παγκρεατίτιδας στους
ασθενείς αυτούς πριν την έναρξη της θεραπείας
(βλ. παράγραφο 4.4
).
Η συγχορήγηση των σαλικυλικών θα πρέπει να αποφεύγεται στα παιδιά
ηλικίας κάτω των 3 ετών λόγω κινδύνου ηπατικής τοξικότητας.
- Εξετάσεις αίματος (έμμορφα συστατικά αίματος, όπου περιλαμβάνεται
μέτρηση αιμοπεταλίων, χρόνου ροής και εξετάσεις πηκτικότητας) συνιστώνται
πριν την έναρξη της θεραπείας ή πριν το χειρουργείο, καθώς επίσης και στην
περίπτωση αυτόματων εκχυμώσεων ή αιμορραγιών
(βλ. παράγραφο 4.8
).
-
Νεφρική ανεπάρκεια:
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, ίσως είναι
απαραίτητο να μειωθεί η δοσολογία. Καθώς ο έλεγχος των συγκεντρώσεων του
πλάσματος μπορεί να είναι παραπλανητικός, η δοσολογία θα πρέπει να
προσαρμοστεί σύμφωνα με τον κλινικό έλεγχο (
βλ. παράγραφο 5.2
).
- Παρ’όλο που πολύ σπάνια κατά τη χρήση βαλπροϊκού έχουν αναφερθεί
διαταραχές του ανοσοποιητικού, θα πρέπει να σταθμιστεί το πιθανό όφελος
έναντι του πιθανού κινδύνου σε ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο.
- Όταν υποψιαζόμαστε ενζυμική ανεπάρκεια του κύκλου της ουρίας, θα πρέπει
να γίνουν εξετάσεις μεταβολισμού, πριν τη θεραπεία, λόγω του κινδύνου
υπεραμμωνιαιμίας με το βαλπροϊκό (βλ. παράγραφο 4.3).
- Οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται για τον κίνδυνο αύξησης του
βάρους τους κατά την έναρξη της θεραπείας και θα πρέπει να λαμβάνουν τα
κατάλληλα μέτρα για να το ελαχιστοποιήσουν
(βλ. παράγραφο 4.8).
- Οι ασθενείς με υποκείμενη τύπου ΙΙ ανεπάρκεια της καρνιτίνη-
παλμιτοϋλτρανσφεράσης (CPT) πρέπει να προειδοποιούνται για το μεγαλύτερο
κίνδυνο ραβδομυόλυσης όταν λαμβάνουν βαλπροϊκό.
- Η κατανάλωση οινοπνευματωδών δε συνιστάται κατά τη διάρκεια της
φαρμακευτικής αγωγής με βαλπροϊκό.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Επιδράσεις του βαλπροϊκού οξέος σε άλλα φάρμακα
- Νευροληπτικά, αναστολείς ΜΑΟ, αντικαταθλιπτικά και
βενζοδιαζεπίνες
Το βαλπροϊκό μπορεί να ενισχύσει την δράση άλλων ψυχοτρόπων, όπως τα
νευροληπτικά, οι αναστολείς ΜΑΟ, τα αντικαταθλιπτικά και οι
βενζοδιαζεπίνες. Γι’αυτό συνιστάται κλινική παρακολούθηση και η δοσολογία
θα πρέπει να προσαρμοστεί όπου απαιτείται.
- Λίθιο