Υπερευαισθησία /Αγγειοοίδημα
Αγγειονευρωτικό οίδημα του προσώπου, των άκρων, των χειλιών, των βλενογόννων, της
γλώσσας, της γλωττίδας και/ή του λάρυγγα έχει αναφερθεί σπάνια σε ασθενείς που
βρίσκονται σε αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένου του ENALAPRIL.
MALEATΕ.
Αυτό μπορεί να συμβεί καθ'όλη τη διάρκεια της θεραπείας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις το ENALAPRIL .MALEATE πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να
γίνεται απαραίτητος έλεγχος για να εξασφαλιστεί πλήρης αποκατάσταση των συμπτωμάτων
πριν την απομάκρυνση του ασθενούς.
Στις περιπτώσεις εκείνες που το οίδημα περιοριζόταν στο πρόσωπο και στα χείλη, υπήρξε
γενικώς αποκατάσταση του προβλήματος χωρίς αγωγή, παρόλο που τα αντιισταμινικά έχουν
φανεί χρήσιμα στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Αγγειοοίδημα που συνδέεται με οίδημα
στο λάρυγγα μπορεί να είναι θανατηφόρο. Όταν υπάρχει συμμετοχή της γλώσσας, της
γλωττίδας, ή του λάρυγγα, μ πιθανότητα απόφραξης των αεροφόρων οδών, απαιτείται η
χορήγηση της κατάλληλης επείγουσας θεραπείας. Η αντιμετώπιση μπορεί να περιλάβει τη
χορήγηση αδρεναλίνης και/ή διατήρηση ανοικτών αεροφόρων οδών. Ο ασθενής πρέπει να
βρίσκεται κα΄τω από στενή ιατρική παρακολούθηση μέχρις ότου να επιτευχθεί πλήρης και
σταθερή υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Έχει αναφερθεί ότι οι μαύροι ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ παρουσιάζουν
μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης αγγειοοιδήματος σε σύγκριση με τους μη μαύρους.
Οι ασθενείς με ιστορικό αγγειοοιδήματος μη σχετιζόμενο με θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ.
μπορεί να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνo αγγειοοιδήματος, ενώ λαμβάνουν θεραπεία με α-
ΜΕΑ (βλ.επίσης 4.3. Αντενδείξεις:).
Εντερικό αγγειοοίδημα έχει σπάνια αναφερθεί σε ασθενείς που ακολουθούν αγωγή με
αναστολείς ΜΕΑ. Οι ασθενείς αυτοί προσήλθαν με κοιλιακό άλγος (με ή χωρίς ναυτία ή
έμετο). Σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπήρχε προηγούμενο αγγειοοίδημα του προσώπου και τα
επίπεδα C-1 εστεράσης ήταν φυσιολογικά. Το αγγειοοίδημα διαγνώστηκε με διαδικασίες που
περιλάμβαναν αξονική τομογραφία κοιλιακής χώρας ή υπερηχογράφημα ή κατά τη διάρκεια
χειρουργικής επέμβασης και τα συμπτώματα εξαφανίστηκαν μετά τη διακοπή του αναστολέα
του ΜΕΑ. Το εντερικό αγγειοοίδημα θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη διαφορική διάγνωση
των ασθενών υπό αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ, οι οποίοι προσέρχονται με κοιλιακό άλγος.
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις κατά τη διάρκεια απευαισθητοποίησης
Ασθενείς που λάμβαναν αναστολείς του ΜΕΑ κατά τη διάρκεια αγωγής
απευαισθητοποίησης (π.χ. τοξίνη υμενοπτέρων) εμφάνισαν αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις.
Στους ίδιους ασθενείς, αυτές οι αντιδράσεις αποφεύχθηκαν όταν οι αναστολείς ΜΕΑ
διακόπηκαν προσωρινά, αλλά επανεμφανίστηκαν όταν οι αναστολείς του ΜΕΑ
χορηγήθηκαν ξανά εκ παραδρομής.
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις κατά τη διάρκεια L , DL αφαίρεσης
Σπάνια ασθενείς που ελάμβαναν αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια αφαίρεσης της
χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτείνης (LDL) με θειϊκή δεξτράνη εμφάνισαν
αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις απειλητικές για τη ζωή. Αυτές οι αντιδράσεις αποφεύχθηκαν
με την προσωρινή διακοπή της θεραπείας α-ΜΕΑ πριν από κάθε διαδικασία αφαίρεσης.
Ηπατική ανεπάρκεια
Σπάνια, οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν συσχετισθεί με ένα σύνδρομο που αρχίζει με
χολοστατικό ίκτερο και εξελίσσεται σε κεραυνοβόλο ηπατική νέκρωση και (μερικές φορές)
σε θάνατο. Ο μηχανισμός αυτού του συνδρόμου δεν είναι κατανοητός. Οι ασθενείς που
λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ που ανέπτυξαν ίκτερο ή σημαντικές αυξήσεις των ηπατικών
ενζύμων θα πρέπει να διακόψουν τον αναστολέα ΜΕΑ και να έχουν την κατάλληλη
ιατρική παρακολούθηση (4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες).
Ουδετεροπενία/Ακοκκιοκυταραιμία/Θρομβοπενία/Αναιμία
Έχουν αναφερθεί ουδετεροπενία / ακοκκιοκυταραιμία, θρομβοπενία και αναιμία σε
ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ, Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία και χωρίς άλλους παράγοντες επιπλοκών, σπάνια εμφανίζεται ουδετεροπενία.
Η εναλαπρίλη θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με αγγειακή
νόσο του κολλαγόνου, ανοσοκατασταλτική θεραπεία, θεραπεία με αλλοπουρινόλη ή
προκαΐναμίδη ή ένα συνδυασμό αυτών των παραγόντων , ιδιαίτερα όταν προϋπάρχει βλάβη
της νεφρικής λειτουργίας. Μερικοί από αυτούς τους ασθενείς ανέπτυξαν σοβαρές λοιμώξεις
οι οποίες σε μερικές περιπτώσεις, δεν ανταποκρίθηκαν στην εντατική θεραπεία με αντιβιοτικά.
Εάν χορηγείται εναλαπρίλη σε τέτοιους ασθενείς, ενδείκνυται περιοδικός έλεγχος των λευκών