5.2 μ Φαρ ακοκινητικές ιδιότητες
Μελέτες φαρμακοκινητικής μετά από κολπική χορήγηση έδειξαν ότι μόνο
μικρή ποσότητα της κλοτριμαζόλης (3-10%) απορροφάται. Λόγω του γρήγορου
ηπατικού μεταβολισμού της απορροφούμενης κλοτριμαζόλης σε
φαρμακολογικά ανενεργούς μεταβολίτες, οι προκύπτουσες μέγιστες
συγκεντρώσεις της κλοτριμαζόλης στο πλάσμα, μετά από κολπική εφαρμογή
δόσης 500mg, ήταν <10ng/ml, υποδηλώνοντας ότι η κλοτριμαζόλη που
εφαρμόζεται ενδοκολπικά είναι απίθανο να προκαλέσει μετρήσιμες
συστηματικές επιδράσεις ή ανεπιθύμητες ενέργειες.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο
με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας
επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου
δράσης και τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα και ανάπτυξη.
Η τοπική και συστημική ανοχή της κλοτριμαζόλης σε διάφορες
φαρμακοτεχνικές μορφές, εκτιμήθηκε σε ενδοκολπικές μελέτες σε σκυλιά και
πιθήκους και σε υποξείες δερματικές μελέτες σε κουνέλια. Δεν υπήρξε καμία
ένδειξη σχετιζόμενων με τη θεραπεία τοπικών ή συστημικών ανεπιθύμητων
ενεργειών σε οποιαδήποτε από αυτές τις μελέτες.
Η από του στόματος τοξικότητα της κλοτριμαζόλης έχει μελετηθεί καλά.
Μετά από μια εφάπαξ από του στόματος χορήγηση, η κλοτριμαζόλη ήταν
ελαφρώς προς μετρίως τοξική σε πειραματόζωα, με LD50 τιμές 761 - 923
mg/kg σωματικού βάρους για τα ποντίκια, 95 - 114 mg/kg σωματικού βάρους
για τα νεογέννητα ποντίκια και 114 έως 718 mg/kg σωματικού βάρους για
ενήλικους αρουραίους, >1000 mg/kg σωματικού βάρους για τα κουνέλια, και>
2000 mg/kg σωματικού βάρους για τους σκύλους και τις γάτες.
Σε μελέτες επαναλαμβανόμενης δόσης από του στόματος, που διεξήχθησαν σε
αρουραίους και σκύλους, το ήπαρ βρέθηκε να είναι το κύριο όργανο στόχος για
τοξικότητα. Αυτό αποδείχθηκε από την αύξηση στον ορό των δραστηριοτήτων
των τρανσαμινασών και την εμφάνιση κενοτοπίων του ήπατος και
εναποθέσεων λίπους ξεκινώντας στα 50 mg/kg στη χρόνια (78-εβδομάδων)
μελέτη σε αρουραίους και στα 100 mg/kg στην υποχρόνια (13-εβδομάδων)
μελέτη σε σκύλους.
Η κλοτριμαζόλη έχει μελετηθεί εκτεταμένα σε in vitro και in vivo δοκιμασίες
μεταλλαξιογένεσης, και δε βρέθηκε καμία ένδειξη μεταλλαξιογόνου
δυναμικού. Μια μελέτη 78-εβδομάδων με από του στόματος χορήγηση της
κλοτριμαζόλης σε αρουραίους δεν έδειξε καμία καρκινογόνο δράση.
Σε μία μελέτη γονιμότητας σε αρουραίους, ομάδες FB30 αρουραίων έλαβαν
από του στόματος δόσεις κλοτριμαζόλης μέχρι 50 mg/kg σωματικού βάρους,
για 10 εβδομάδες πριν το ζευγάρωμα και είτε κατά τη διάρκεια της 3-
εβδομάδων περιόδου ζευγαρώματος (για τους άνδρες μόνο) ή, για τα θηλυκά,
μέχρι την ημέρα 13 της κυοφορίας ή 4-εβδομάδες μετά τον τοκετό. Η νεογνική
επιβίωση μειώθηκε στην ομάδα 50 mg/kg σωματικού βάρους. Η κλοτριμαζόλη
σε δόσεις μέχρι και 25 mg/kg σωματικού βάρους δεν επηρέασε αρνητικά την