
ευαίσθητους προς αυτήν μικροοργανισμούς. Ο ασθενής πρέπει να εξετάζεται
προσεκτικά. Εάν εμφανιστεί υπερλοίμωξη κατά τη διάρκεια της θεραπείας, πρέπει να
ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Οταν η κεφαζολίνη χορηγείται σε ασθενείς με ελαττωμένη νεφρική λειτουργία η
ημερήσια δόση πρέπει να μειώνεται ανάλογα (βλ. 4.2 «Δοσολογία και τρόπος
χορήγησης»).
Με τα αντιδραστήρια Benedict’s, Fehling ή Clinitest μπορεί να δοθεί ψευδώς θετική
αντίδραση για τη γλυκόζη στα ούρα, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει με τα τεστ
ενζυμικού προσδιορισμού όπως π.χ. ΤΕST – TΑPE (χάρτινη ταινία ανίχνευσης
γλυκόζης ούρων).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Προβενεσίδη, τετρακυκλίνες ή χλωραμφενικόλη: Αύξηση των επιπέδων στο αίμα και
παράταση του χρόνου ημιζωής. Σύγχρονη χορήγηση τετρακυκλινών ή
χλωραμφενικόλης δεν ενδείκνυται (εάν υπάρχει απόλυτη ένδειξη χορήγησης πρέπει
να δίνονται σε διαφορετικές ώρες και από διαφορετική οδό).
Αμινογλυκοσίδες: Κίνδυνος για αθροιστική νεφροτοξικότητα σε άτομα με
επιβαρυντικούς παράγοντες της νεφρικής τους λειτουργίας (π.χ. προϋπάρχουσα
νεφρική ανεπάρκεια, shock, έμετοι, αφυδάτωση, αιμορραγία, μεγάλη ηλικία).
Η χορήγηση αμινογλυκοσιδών πρέπει να γίνεται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα.
Δεν πρέπει να αναμιγνύονται στην ίδια σύριγγα ή φιάλη ενδοφλεβίου εγχύσεως.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Χρήση κατά την κύηση
Μελέτες αναπαραγωγής σε ποντικούς, στους οποίους χορηγήθηκαν δόσεις
κεφαζολίνης των 500 mg ή του 1 g ανά kg βάρους, έδειξαν ότι η κεφαζολίνη δεν
επιφέρει διαταραχές της γονιμότητας ούτε προκαλεί βλάβες στο έμβρυο. Ωστόσο, δεν
υπάρχουν ικανοποιητικές και καλά ελεγχόμενες κλινικές μελέτες επί εγκύων
γυναικών. Επειδή οι μελέτες σε πειραματόζωα δεν είναι αρκετές για την εξαγωγή
τεκμηριωμένων συμπερασμάτων που να έχουν εφαρμογή στους ανθρώπους, η
κεφαζολίνη συνιστάται να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης μόνον όταν
είναι απόλυτα αναγκαία.
Χρήση κατά τη γαλουχία
Η κεφαζολίνη ανιχνεύεται σε μικρές πυκνότητες στο γάλα θηλαζουσών μητέρων.
Συνεπώς, πρέπει να χορηγείται με προσοχή στις θηλάζουσες μητέρες.
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Η κεφαζολίνη δεν προκαλεί επίδραση στην ικανότητα οδήγησης των ασθενών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Αλλεργικές αντιδράσεις (στο 10% διασταυρούμενες με τις πενικιλλίνες), δερματικό
εξάνθημα. Νεφροτοξικότητα από κεφαζολίνη (διάμεσος νεφρίτις), κυρίως επί
μεγάλων δόσεων ή όταν γίνεται παράλληλη χορήγηση διουρητικών της αγκύλης (π.χ.
φουροσεμίδη), αμινογλυκοσιδών ή ακτινοσκιερών ουσιών.
Σπανιότερα έχει αναφερθεί διαρροϊκό σύνδρομο και ψευδομεμβρανώδης κολίτις σε
παρεντερική χορήγηση. Τα συμπτώματά της δύνανται να εκδηλωθούν κατά ή μετά τη
χορήγηση αντιμικροβιακών.
Θετική άμεσος COOMBS. Σπανίως όμως παρατηρείται αιμολυτική αναιμία.
Παρατηρείται επίσης και σε νεογνά που οι μητέρες τους έπαιρναν κεφαλοθίνη προ
του τοκετού.
5