2.9 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Μυελοτοξικότητα/Αιματολογική τοξικότητα:
Η δοσοεξαρτώμενη, αναστρέψιμη
λευκοπενία και/ή κοκκιοκυτταροπενία (ουδετεροπενία) αποτελεί την κυριότερη
εκδήλωση της μυελοτοξικότητας/αιματολογικής τοξικότητας του doxorubicin και
αντιπροσωπεύει την
οξεία
δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου αυτού. Kατά
τη διάρκεια του πλέον συχνά εφαρμοζόμενου σχήματος 3 - 4 εβδομάδων, το ναδίρ των
λευκοκυττάρων/κοκκιοκυττάρων εμφανίζεται γενικά 10 μέχρι 14 ημέρες μετά τη
χορήγηση του φαρμάκου. Σε ασθενείς με φυσιολογική ικανότητα ανάπλασης του
μυελού, ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα
μέχρι το τέλος της τρίτης εβδομάδας. Σε περίπτωση που παρατηρηθεί σοβαρή
μυελοκαταστολή, μπορεί να εφαρμοσθεί υποστήριξη του μυελού (π.χ. με αρχέγονα
κύτταρα περιφερικού αίματος ή αυξητικούς παράγοντες). Μπορεί επίσης να
παρατηρηθεί θρομβοκυτταροπενία και αναιμία.
Τα κλινικά επακόλουθα της μυελοτοξικότητας/αιματολογικής τοξικότητας από
doxorubicin μπορεί να περιλαμβάνουν πυρετό, λοιμώξεις, σήψη/σηψαιμία, σηπτικό
σοκ, αιμορραγίες, υποξία των ιστών ή θάνατο. Θα πρέπει να χορηγούνται αντιβιοτικά
ενδοφλεβίως όταν παρατηρηθεί εμπύρετη ουδετεροπενία.
Δευτερογενής λευχαιμία
Η εμφάνιση
δευτερογενούς οξείας μυελογενούς λευχαιμίας,
με ή χωρίς προ-
λευχαιμική φάση, έχει αναφερθεί σπάνια σε ασθενείς που υποβάλλονται σε
ταυτόχρονη θεραπεία με ανθρακυκλίνες (συμπεριλαμβανομένης του doxorubicin). Η
δευτερογενής λευχαιμία εμφανίζεται συχνότερα, όταν αυτά τα φάρμακα χορηγούνται
σε συνδυασμό με αντινεοπλασματικούς παράγοντες, με καταστροφική δράση στο
DNA, σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία, όταν οι ασθενείς έχουν λάβει προηγουμένως
κυταρροτοξικά φάρμακα, ή όταν η δοσολογία των ανθρακυκλινών αυξάνεται
κλιμακωτά. Οι λευχαιμίες αυτές μπορεί να έχουν βραχεία λανθάνουσα περίοδο (1 - 3
ετών).
Καρδιοτοξικότητα:
Η καρδιοτοξικότητα που προκαλείται από ανθρακυκλίνες μπορεί
να εμφανισθεί με πρώιμες (οξείες) ή καθυστερημένες εκδηλώσεις. Η πρώιμη
καρδιοτοξικότητα του doxorubicin αποτελείται κυρίως από κολπική ταχυκαρδία και/ή
ανωμαλίες στο ΗΚΓ, π.χ. μη ειδικές αλλαγές στο κύμα ST-T, ωστόσο έχουν αναφερθεί
και ταχυαρρυθμίες όπως πρόωρες κοιλιακές συστολές, κοιλιακή ταχυκαρδία,
βραδυκαρδία, καθώς και κολποκοιλιακός αποκλεισμός, αποκλεισμός σκέλους του
δεματίου του His και ασυμπτωματική πτώση στο κλάσμα εξώθησης. Με την εξαίρεση
της κακοήθους καρδιακής δυσρυθμίας, τα αποτελέσματα αυτά δεν αποτελούν
συνήθως ένδειξη μεταγενέστερης ανάπτυξης καθυστερημένης καρδιοτοξικότητας,
σπάνια είναι κλινικής σημασίας και σε γενικές γραμμές δε θεωρούνται ένδειξη για τη
διακοπή της θεραπείας με doxorubicin. Η καθυστερημένη καρδιοτοξικότητα
απεικονίζεται από χαρακτηριστική καρδιομυοπάθεια η οποία εκδηλώνεται κλινικά με
συμπτώματα/ενδείξεις κοιλιακής δυσλειτουργίας/συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας (όπως δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, εξαρτώμενο οίδημα [π.χ. στον
αστράγαλο], ηπατομεγαλία, ασκίτη, έκχυση στον υπεζωκότα, καλπαστικός ρυθμός). Η
τοξικότητα αυτή φαίνεται να εξαρτάται από την αθροιστική δόση του doxorubicin και
αντιπροσωπεύει την
αθροιστική
δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου. Σε έναν
αριθμό μελετών αξιολογήθηκε ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας, σε απουσία άλλων καρδιακών παραγόντων κινδύνου, αυξάνεται
απότομα όταν η αθροιστική δόση του doxorubicin φθάσει τα 550 mg/m
2
. Ωστόσο,
όταν υπάρχει επιπρόσθετος κίνδυνος για ανάπτυξη καρδιοτοξικότητας (π.χ. ενεργός ή
λανθάνουσα καρδιαγγειακή νόσος, προηγούμενη μεσοθωράκια ακτινοθεραπεία,
προηγούμενη/ταυτόχρονη χρήση άλλων καρδιοτοξικών φαρμάκων) η
καρδιοτοξικότητα μπορεί να εμφανισθεί σε χαμηλότερες αθροιστικές δόσεις. Η
καθυστερημένη καρδιοτοξικότητα αναπτύσσεται κυρίως κατά τη διάρκεια της αγωγής