Επί λήψεως υψηλών δόσεων μπορεί να εμφανισθούν υδαρή κόπρανα
(διάρροια), κοιλιακοί κωλικοί και κλινικώς σημαντική απώλεια υγρών,
καλίου και άλλων ηλεκτρολυτών.
Χρόνια υπερδοσολογία με DULCOLAX, όπως και άλλων υπακτικών,
μπορεί να προκαλέσει χρόνια διάρροια, κοιλιακό άλγος, υποκαλιαιμία,
δευτεροπαθή υπεραλδοστερονισμό και νεφρικούς λίθους. Έχουν επίσης
περιγραφεί, σε συσχέτιση με χρόνια κατάχρηση καθαρτικών, βλάβη των
νεφρικών σωληναρίων, μεταβολική αλκάλωση και μυϊκή αδυναμία
δευτεροπαθής ως προς την υποκαλιαιμία.
Θεραπεία
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, η απορρόφηση μπορεί να
ελαχιστοποιηθεί ή να προληφθεί με την πρόκληση εμέτου, όταν η
αντιμετώπιση γίνει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την
κατάποση του φαρμάκου. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να γίνει
γαστρική πλύση.
Η θεραπεία συνίσταται στην επαρκή αντικατάσταση των υγρών και
στην αποκατάσταση κάθε απώλειας ηλεκτρολυτών. Αυτή είναι
ιδιαιτέρως σημαντική επί ηλικιωμένων και νεαρών ατόμων. Η
χορήγηση σπασμολυτικών ενδεχομένως να είναι χρήσιμη.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η Βισακοδύλη είναι ένα καθαρτικό με τοπική δράση, το οποίο ανήκει
στην ομάδα του τριάρυλο-μεθανίου και το οποίο μετά τον δι’
υδρολύσεως μεταβολισμό του διεγείρει το βλεννογόνο του παχέος
εντέρου και προκαλεί περισταλτικές κινήσεις του κόλου. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα την διέγερση της κένωσης του εντέρου, μείωση του χρόνου
μετάβασης και τη δημιουργία υδαρών κοπράνων.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά τη χορήγηση από του στόματος ή του ορθού, η Βισακοδύλη
υδρολύεται γρήγορα στο δραστικό μεταβολίτη (δι-(π-υδροξυφαίνυλο)-
πυριδιλ-2-μεθάνιο) (BHPM), κυρίως από εστεράσες του εντερικού
βλεννογόνου.
Χορήγηση ως εντεροδιαλυτό δισκίο βρέθηκε να έχει ως αποτέλεσμα
μέγιστες συγκεντρώσεις πλάσματος BHPM μεταξύ 4-10 ωρών μετά τη
χορήγηση ενώ η καθαρτική δράση εμφανίστηκε μεταξύ 6-12 ωρών μετά
τη χορήγηση. Σε αντίθεση, μετά από χορήγηση ως υπόθετο, η καθαρτική
δράση εμφανίσθηκε κατά μέσο όρο περίπου 20 λεπτά μετά τη χορήγηση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίσθηκε 45 λεπτά μετά τη χορήγηση. Οι
μέγιστες συγκεντρώσεις πλάσματος του BHPM επιτεύχθησαν 0.5-3 ώρες
μετά από τη χορήγηση ως υπόθετο. Συνεπώς, η καθαρτική δράση της
Βισακοδύλης δε συμβαδίζει με το επίπεδο πλάσματος του BHPM.
Αντιθέτως, το BHPM δρα τοπικά στο κατώτερο τμήμα του εντέρου και
δεν υπάρχει σχέση μεταξύ της καθαρτικής δράσης και των επιπέδων
πλάσματος της δραστικής μορφής. Για αυτό το λόγο, τα
γαστροανθεκτικά δισκία της Βισακοδύλης παρασκευάζονται ώστε να
είναι ανθεκτικά στο γαστρικό και το εντερικό υγρό. Αυτό έχει σαν
αποτέλεσμα σε μια κύρια απελευθέρωση του φαρμάκου στο κόλον, το
οποίο είναι το επιθυμητό σημείο δράσης.
Μετά από χορήγηση από το στόμα ή το ορθό, μόνο μικρές ποσότητες του
φαρμάκου απορροφούνται και σχεδόν τελείως συζεύγνυνται στο
εντερικό τοίχωμα και το ήπαρ για να σχηματιστεί το μη δραστικό